Με το βαθιά πολιτικό μυθιστόρημα του Βίκτωρ Ουγκό «Ο άνθρωπος που γελά» καταπιάνεται ο συνθέτης και σκηνοθέτης Θοδωρής Αμπαζής, μεταφέροντας στη σκηνή του Θεάτρου REX, δύο χρόνια μετά τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογέφσκι, ένα ακόμη κλασικό λογοτεχνικό έργο, με πρωταγωνιστές την Εβελίνα Παπούλια και τον Αιμιλιανό Σταματάκη. Μια ομάδα ταλαντούχων ερμηνευτών- ηθοποιοί, τραγουδιστές, χορευτές και μουσικοί επί σκηνής, αναλαμβάνει να υπηρετήσει την απαιτητική μουσικοθεατρική παρτιτούρα, όπου συνυπάρχουν ισότιμα όλα τα μέσα της σκηνικής αφήγησης.

Ο «άνθρωπος που γελά» δημοσιεύτηκε το 1869, δύο μόλις χρόνια πριν την εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας και μπορεί να μην είχε την άμεση απήχηση άλλων έργων του Ουγκό ωστόσο δεν υπολείπεται μεγαλείου. Κάθε ζήτημα – κοινωνική ανισότητα, αλλοτρίωση από την επαφή με την εξουσία, πολιτική ευθύνη του ανθρώπου για παρέμβαση, συντριβή του ατόμου έναντι του συστήματος- λανθάνει και αποκαλύπτεται αριστοτεχνικά πίσω από μια πλοκή που ανάγει τον έρωτα σε κινητήριο δύναμη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Θοδωρής Αμπαζής μίλησε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τη δική του ανάγνωση πάνω στο μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα, για το ακραίο πρόσωπο της εξουσίας, αλλά και για την απόφαση του να μην συνεχίσει από τη θέση του αναπληρωτή καλλιτχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.

«Ο άνθρωπος που γελά» δεν είναι από τα πιο δημοφιλή έργα του Ουγκό. Τι σας γοήτευσε στο έργο αυτό και το επιλέξατε;

Τα έργα δεν τα διαλέγουμε εμείς πραγματικά. Η εποχή μας τα διαλέγει. Είναι μία ανάγκη που τα καλεί να έρθουν. Αυτό που ζούμε, ό,τι συμβαίνει γύρω μας, αδιαμφισβήτητα μας επηρεάζει. Εμείς απλά οι καλλιτέχνες ως ευαίσθητοί φορείς της κοινωνίας, τα βρίσκουμε και τα παρουσιάζουμε. Ωστόσο η εποχή είναι αυτή που ζητάει να γίνει κάτι και δεν έχουμε παρά να την αφουγκραστούμε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η αλήθεια είναι ότι δεν το ήξερα το έργο. Το βρήκα τυχαία. Μετά βέβαια ανακάλυψα ότι έχει γίνει ταινία, αβάν-γκαρντ όπερα, ακόμα και κινεζικό μιούζικαλ. Ο τίτλος του κατευθείαν σε τραβάει. Ποιος είναι «ο άνθρωπος που γελά»; Ένας άνθρωπος που είναι υποχρεωμένος να γελάει σε όλη του τη ζωή επειδή τον παραμόρφωσαν, του χάραξαν το στόμα, αυτό από μόνο του έχει μία έντονη πολιτική χροιά και νομίζω ότι είναι και επίκαιρο μ΄ έναν τρόπο, με την έννοια της παραμόρφωσης της εξουσίας. Το να ασχολείται κανείς με τον Ουγκό σήμερα, σε μία Ευρώπη με όλα αυτά τα φοβικά χαρακτηριστικά που ούτως ή άλλως είναι στα πρόθυρα της διάλυσης και με τον φασισμό να έρχεται, κάτι που θα το δούμε δυστυχώς σύντομα και στις Ευρωεκλογές με την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων, το να ανατρέχει κανείς στον μεγάλο οραματιστή της Ευρώπης είναι από μόνο του αναγκαίο και επιτακτικό.

Σήμερα, τι συμβολίζει ο «άνθρωπος που γελά»;

Την παραμόρφωση της εξουσίας, τις ταμπέλες που βάζουμε καθημερινά στους άλλους, το ότι πρέπει να είμαστε ευτυχείς και να γελάμε μέσα σε μία κατάσταση που είναι για κλάματα. Αυτό που λέει και ο ήρωας του έργου, ο Γκουίνπλεϊν: «Το γέλιο μου χαράχτηκε με βία. Το γέλιο μου είναι προϊόν βασανιστηρίων. Είναι όλη η καταπίεση της εξουσίας πάνω στους λαούς». Ο άνθρωπος που γελά, δεν γελά ποτέ πραγματικά. Είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Λέει κάποια στιγμή στο έργο ο Ουγκό ότι «είναι καλύτερο να παραμορφώνεις παρά να σκοτώνεις». Γιατί, όταν παραμορφώνεις κάποιον, του αφαιρείς τη δυνατότητα να ακουστεί. Κάποιοι γελάνε, κάποιοι χλευάζουν, κάποιοι αηδιάζουν. Μεταφορικά υπάρχει παντού η παραμόρφωση. Μπορεί να παραμορφώσει κανείς κάποιον βάζοντας του και μια ταμπέλα. Αποκαλείς έναν πνευματικό άνθρωπο «κουλτουριάρη», και ό,τι και να πει αυτός μετά, εμείς δεν θ΄ ακούσουμε ποτέ την ουσία. Ή λέμε όλους τους ακτιβιστές, «μπαχαλάκηδες» ή «κομμούνια» ή «αριστερούς», και τελειώνουμε με όλα τα ζητήματα της οικολογίας, του ρατσισμού, με οποιαδήποτε πράξη ακτιβισμού.

Πώς καταλήξατε στη συγκεκριμένη διανομή;

Ήθελα να κάνω ένα μουσικό έργο με πιο πολλά στοιχεία μιούζικαλ από άλλες μου παραστάσεις, οπότε δεν αναζητούσα μόνο καλούς ηθοποιούς αλλά ερμηνευτές που να συγκεντρώνουν πολλές ικανότητες. Ο Αιμιλιανός Σταματάκης είναι ο άνθρωπος που γελά από μόνος του. Τον ήξερα σαν μαθητή από το Ωδείο Αθηνών. Τον είχα ακούσει και μ’ ενδιέφερε η φωνή του, ενώ είχαμε συνεργαστεί και στο Εθνικό Θέατρο στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη πριν από δύο χρόνια. Με το που διάβασα το έργο, τον σκέφτηκα κατευθείαν. Με την Εβελίνα Παπούλια θέλαμε να συνεργαστούμε εδώ και καιρό, αλλά δεν μας είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία. Στην παράσταση ερμηνεύει τη Δούκισσα Ζοζιάνα και είναι πραγματικά ένας ρόλος που της πηγαίνει πάρα πολύ.

Η Μαρία Δελετζέ που κάνει την τυφλή Ντέα, είναι μία εξαιρετική περίπτωση επίσης. Την γνώρισα μέσα από ακρόαση και εντυπωσιάστηκα με τη φωνή της. Έχει μια καθαρότητα, μια διαφάνεια που ταιριάζει απόλυτα με αυτό που είναι η Ντέα, ένα αιθέριο πλάσμα. Με τον Σπύρο Τσεκούρα που ερμηνεύει τον θεατρώνη Ούρσους, έχουμε δουλέψει πολλές φορές μαζί. Ήταν και στον Χορό στον «Οιδίποδα Τύραννο» με το θέατρο Βαχτάνγκοφ. Από εκεί και πέρα όλος ο θίασος αποτελείται από ηθοποιούς με πολύ καλές φωνές και μουσική κατάρτιση.

Άλλωστε, η μουσική παίζει πάντα κυρίαρχο ρόλο στις δουλειές σας.

Η μουσική είναι συνεχώς παρούσα στη δουλειά μου, ακόμα και όταν δεν ακούγεται, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν νότες. Η δραματουργία προκύπτει μέσα από τη μουσική φόρμα. Πάω στην πρώτη πρόβα χωρίς να έχω γράψει τη μουσική και τη γράφω μαζί με τους ηθοποιούς αναλύοντας το έργο. Αυτοσχεδιάζουμε, τους δίνω υλικό, κάνουμε ασκήσεις και κάποια στιγμή πάω σπίτι και φέρνω τη μουσική πια γραμμένη. Η συγκεκριμένη παραγωγή είναι φοβερά απαιτητική, αν δείτε την παρτιτούρα της παράστασης, θα διαπιστώσετε ότι όλο το έργο είναι γραμμένο μέσα σε νότες, δεν υπάρχει κάτι ελεύθερο. Συνεπώς αυτή η συνθήκη απαιτεί μία εξοικείωση με τη μουσική φόρμα αλλά και τρομερή πειθαρχία από όλους γι’ αυτό και κάνουμε πολύ καιρό πρόβα. Μάλιστα, οι θεατές μπορούν να παρακολουθήσουν όλα τα στάδια δημιουργίας της παράστασης, μέσα από την online σειρά του Στάθη Αθανασίου «Creating the play». Κάθε εβδομάδα βγαίνει και ένα επεισόδιο. Αυτή τη στιγμή είμαστε στο δέκατο. Είναι η πρώτη φορά που το κάνουμε και είναι πολύ πειραματικό. Ο Στάθης Αθανασίου τραβάει συνεχώς υλικό από την μέρα που ξεκινήσαμε τις πρόβες, το οποίο στο τέλος θα γίνει ένα αυτοτελές ντοκιμαντέρ.

Στο έργο ο Γκουίνπλεϊν όταν τολμήσει να σηκώσει ανάστημα έρχεται αντιμέτωπος με την αναλγησία της εξουσίας. Εσείς θεωρείτε ότι κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι παγιδευμένο σε εξουσίες ή η επιθυμία μας μπορεί να μας δώσει και μια ευκαιρία διαφυγής;

Ο Ουγκό έλεγε ότι ονειρευόταν έναν κόσμο όπου το «εγώ» θα μπορούσε να νικήσει το «εγώ». Εγώ πιστεύω ότι όλο το σκοτάδι όπως και το φως είναι μέσα μας και το θέμα είναι σε ποιο βαθμό προετοιμάζουμε ή εξοπλίζουμε τον εαυτό μας ώστε να ενισχύσει το φως. Από μας εξαρτάται αν θα μπορέσουμε να νικήσουμε το σκοτάδι, τα χειρότερα συναισθήματα προς όφελος των καλύτερων, και αν θα καταφέρουμε να ανοίξουμε τα μάτια της ψυχής μας για να δεχτούμε τους άλλους. Τώρα βρισκόμαστε στο κλείσιμο μιας εποχής, όπου ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της, είναι ο εγωκεντρισμός. Το οχυρό που θέλει να φτιάξει ο Τραμπ στην Αμερική, δεν διαφέρει από το οχυρό που φτιάχνει ο καθένας μας μέσα του για να οχυρωθεί απέναντι στους άλλους. Έχουμε ευθύνη στο ν΄ ασχολούμαστε πραγματικά με την καλλιέργεια του εαυτού μας, όχι για να γίνουμε πιο διαβασμένοι από τους άλλους, αλλά για να ενθαρρύνουμε τα καλύτερα στοιχεία που έχουμε μέσα μας και να εμποδίσουμε τα χειρότερα να βγουν προς τα έξω.

Το βασικό ερώτημα που γεννιέται στο πρώτο μέρος του έργου, είναι ότι ενώ όλοι μιλάνε για την αδικία, γι΄ αυτούς που έχουν όλα τα προνόμια και για τους άλλους που δεν έχουν τίποτα, όταν ο Γκουίνπλεϊν ρωτάει και «τι κάνουμε γι’ αυτό;», πέφτει μια ησυχία και κανείς δεν μπορεί ν’ απαντήσει. «Τι θα κάναμε αν ο πρώτος τυχών αποκτούσε δικαιώματα;» γράφει σαρκαστικά ο Ουγκό. Στο δεύτερο μέρος, υπάρχει μία ψηφοφορία στη Βουλή των Λόρδων που όλοι λένε συνέχεια «ναι» και κάποια στιγμή σηκώνεται ο Γκουίνπλεϊν και λέει «όχι». Είναι το πρώτο «όχι» που ακούγεται στην παράσταση. Έχουμε προσπαθήσει να εξαλείψουμε όλα τα «όχι» σε όλο το κείμενο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και αυτό το «όχι» είναι ο κορμός, όλη η ουσία της παράστασης και το πυρηνικό στοιχείο του έργου. Σε μια εποχή που ζούμε όλοι μέσα στο «ναι», είναι καλό να λέει κανείς «όχι» κάποια στιγμή στη ζωή του. Και είναι καλό γιατί έστω και αν αποτυγχάνει ο Γκουίνπλεϊν, το θέμα είναι, μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρίς να προσπαθεί;

Με τον φασισμό να έρχεται και με όλα αυτά τα ακραία που συμβαίνουν στην Ευρώπη σήμερα, πιστεύω ότι η εποχή μας απαιτεί καθαρές απαντήσεις και καθαρές θέσεις. Δεν έχουμε τα περιθώρια ούτε σαν καλλιτέχνες ούτε σαν πολίτες να είμαστε πολύ εστέτ. Τα πράγματα αγριεύουν σε τέτοιο βαθμό που δεν έχεις το περιθώριο να λες: «Ε ναι, δέχομαι και αυτό».

Η θητεία σας στο Εθνικό ολοκληρώνεται τον Μάιο. Θα θέλατε να συνεχίσετε;

Με τη λήξη της θητείας μου ολοκληρώνεται ο κύκλος μου στο Εθνικό Θέατρο, τουλάχιστον από αυτή τη θέση, του αναπληρωτή διευθυντή. Δεν ξέρω τι θα γίνει μετά. Δεν έχω ιδέα τι θέλει να κάνει το ΥΠΠΟΑ. Έχω ενημερώσει όμως την υπουργό ότι δεν θα συνεχίσω. Νομίζω ότι αυτό που είχα να προσφέρω στο Εθνικό αυτά τα τέσσερα χρόνια, το προσέφερα. Πιστεύω ότι πετύχαμε κάποια πράγματα. Τα μεγάλα ταξίδια έχουν μπουνάτσες και φουρτούνες, εμείς τα περάσαμε όλα. Ο Στάθης (Λιβαθινός) θέλει να συνεχίσει. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που θέλω ν΄ αντιμετωπίζω πάντα νέες προκλήσεις.

Τι κρατάτε από αυτά τα τέσσερα χρόνια;

Το γεγονός ότι ιδρύθηκε η Σχολή Σκηνοθεσίας θεωρώ ότι είναι ένα μεγάλο όφελος για τη χώρα, άρα και μόνο ότι έχει γίνει αυτό μπορώ να πω ότι με αφήνει ικανοποιημένο φεύγοντας. Επίσης, η ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής, το ισόγειο του REX που έχει γίνει ένα στέκι για παιδιά και εφήβους, η μεγάλη φροντίδα που δώσαμε στα εργαστήρια, αλλά και γενικότερα ο επεμβατικός χαρακτήρας του Εθνικού στην κοινωνία, είναι πολύ σημαντικά για μένα.

Θεωρείτε ότι η θέση του αναπληρωτή καλλιτεχνικού διευθυντή σας στέρησε από το καλλιτεχνικό πεδίο;

Νομίζω ότι πλέον έχω ανάγκη να ρουφήξω πράγματα για να κάνω τέχνη. Ζωή χρειάζεται να ρουφήξω τώρα. Προφανώς μία τέτοια θέση που είναι 24/7, που δεν έχει ρεπό επειδή έτσι είναι το θέατρο, σου στερεί τη δυνατότητα ν΄ αφουγκραστείς μία κοινωνία, να τροφοδοτήσεις την ψυχή σου, να αγαπήσεις, να έχεις ελεύθερο χρόνο, να δεις τον ήλιο, να διαβάσεις… Γιατί είσαι όλη μέρα μέσα σε μία διαδικασία που δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο να κοιτάξεις παραπέρα.

Υπάρχει κάποια αγαπημένη σας φράση από το έργο;

Επειδή πέθανε πρόσφατα η μητέρα μου, θα σας πω μια φράση που έχω έντονη τώρα στο μυαλό μου: «Η ζωή είναι ο ατελείωτος χαμός όσων αγαπάμε».

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης