«Η παράστασή μου «Maria Callas Masterclass» μιλάει για μένα. Ο πρώτος που το πρόσεξε ήταν ο Πατριάρχης της Γεωργίας Ηλίας Β’, ο οποίος ήταν στην πρεμιέρα: «Ρόμπερτ μίλησες για το εαυτό σου, τη μοναξιά του μεγάλου καλλιτέχνη!», μου είπε. Δεν ξέρω αν είμαι μεγάλος καλλιτέχνης, αλλά μετά συνειδητοποίησα πως είχε δίκαιο. Έκλεισα εφέτος τα 80 μου χρόνια και το μεγάλο μου θέμα είναι πώς και πού να αφήσω την παρακαταθήκη μου».

Τα παραπάνω λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διεθνούς φήμης Γεωργιανός σκηνοθέτης, Ρόμπερτ Στούρουα, ο οποίος βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την παράσταση «Maria Callas Masterclass», που παρουσιάζεται απόψε (σε δική του σκηνοθεσία), στο Labattoir, στο πλαίσιο των Δημητρίων, από τον θίασο του Shota Rustaveli State Drama Theatre.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Κήρυκας» του υψηλού πολιτισμού αλλά και άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο Ρόμπερτ Στούρουα μιλάει για την παράσταση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Πλησίασα την προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας, γνωστής ντίβας της όπερας, πρώτα απ’ όλα Ελληνίδας, γιατί πίστευα πως μέσω της ιστορίας της θα μπορέσω να οδηγήσω τον θεατή (και εμένα τον ίδιο) στη μύηση της μοναξιάς ενός ανθρώπου με ασύλληπτο ταλέντο».

«Ο συγγραφέας του “Master Class” Terrence McNally δεν με ενθουσίασε και τόσο πολύ, αλλά μου έδωσε αφορμή να κάνω ένα αφιέρωμα στη Μαρία Κάλλας, κάνοντας τη δικιά μου διασκευή του έργου του Αμερικάνου συγγραφέα», εξηγεί ο διεθνούς φήμης σκηνοθέτης.

Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε πριν από πέντε χρόνια στο θέατρο «Φάμπρικα», στη Μόσχα. Πριν από την έναρξη, στο φουαγιέ, οργανώθηκε μια έκθεση με τα πορτρέτα της μεγάλης αοιδού, στη μεγάλη οθόνη προβλήθηκε ντοκιμαντέρ για τη Μαρία Κάλας και παντού ακουγόταν η θεϊκή της φωνή… «Με ένα τόσο σπάνιο ταλέντο, είναι δύσκολο να ζεις σαν όλους τους άλλους. Αν και στην πραγματικότητα όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι απλώς …άνθρωποι και θέλουν μόνο αγάπη και κατανόηση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η Μαρία ήταν άτυχη στην αγάπη. Αυτή είναι η μοίρα της. Όταν ακούω τις άριές της, νιώθω πως μιλάει σε μένα, μιλάει με παράπονο για εκείνη την απλή ζωή μιας γυναίκας, που δεν την είχε… Ποτέ δεν ξεπερνά τον εαυτό της και δεν “τρελαίνεται” από ψηλές νότες, απλώς “μιλάει”… Οι λέξεις της έρχονται από τη φωνή της καρδιάς της και φτάνουν αμέσως στη καρδιά μου και στις καρδιές όλων όσοι την ακούν …», λέει ο Ρόμπερτ Στούρουα για την προσωπική του «σχέση» με την Ελληνίδα σοπράνο.
Σιωπά για λίγο και συνεχίζει μιλώντας για τη ματαιότητα της γνώσης και του ταλέντου που δεν μεταδίδονται: «Όλες οι κλασικές όπερες, οι άριες, ήταν ιστορίες της μοναχικής ζωής της Μαρίας!»…

Πιστεύει, άραγε, πως το σύγχρονο θέατρο περνάει κρίση και «χάνει» τον θεατή, σήμερα, στην ψηφιακή εποχή; «Στο θέατρο πάντα υπήρχαν κρίσεις. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ο γνωστός σκηνοθέτης Μιχαήλ Ρομ είχε γράψει άρθρο για το τέλος του σύγχρονου θεάτρου. Φυσικό ήταν, γιατί ήμασταν τότε στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που οι ήρωες ήταν μεταξύ των καλών και λιγότερο καλών. Το θέατρο ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει, απλώς είναι μονίμως σε …ενδιαφέρουσα, με όλα τα καπρίτσια και της ασθένειας μιας εγκύου, αλλά στο τέλος γεννιέται πάντα ένα αγόρι ή ένα κορίτσι, υγιές και -φυσικά- πολύ όμορφο!», λέει με το χαρακτηριστικό του πλατύ χαμόγελο.

Ο Ρόμπερτ Στούρουα, με τις σκηνοθετικές του προσεγγίσεις στα σαιξπηρικά έργα έγινε παγκόσμια γνωστός ως «ο παράδοξος ερμηνευτής του σαιξπηρικού θεάτρου». Το 1986 ανέβασε στο Riverside Studio του Λονδίνου τον Άμλετ με πρωταγωνιστή τον Α. Ρίκμαν, παράσταση που θεωρήθηκε μία από τις πέντε καλύτερες σαιξπηρικές παραστάσεις των τελευταίων πενήντα χρόνων από τη Διεθνή Σαιξπηρική Ένωση. Απαντώντας στην ερώτηση πώς μπόρεσε να μπει στο πνεύμα των Άγγλων με τόση ακρίβεια, που θεωρήθηκε ο καλύτερος σκηνοθέτης, λέει: «δεν ξέρω. Δεν υπάρχει, ούτε υπήρξε κανένα μυστικό – κλειδί. Οι άνθρωποι -ευτυχώς- είναι ίδιοι κι αυτό έρχεται η Τέχνη να το επιβεβαιώσει».

Για το ελληνικό θέατρο, ο Γεωργιανός σκηνοθέτης τονίζει πως «μόνο στους Έλληνες βρίσκεται αυτό το “μυστικό” να συνδυάζεται η μπανάλ καθημερινότητα με τη μεταφυσική, την τραγωδία και την κωμωδία. Αυτό είναι κάτι που με κάνει να τους λατρεύω, τους αρχαίους συγγραφείς, όπως και τη χώρα, την Ελλάδα, στην οποία πάντα έρχομαι με χαρά. Ήξερα λίγες ελληνικές λέξεις, αλλά τώρα νομίζω τις ξέχασα, όμως δεν ξέχασα την ευλογία που ένιωσα σε αυτήν τη χώρα. Η Ελλάδα είναι σαν το φινάλε της παράστασής μου: αφού τελειώνει το μάθημα, η Κάλλας φεύγει. Φεύγει στη μοναξιά, πετώντας ένα “αντίο” και λέγοντας :”Προσπαθήστε να με ξεχάσετε αν μπορείτε!”».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης