Η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του νεοελληνικού θεάτρου. Ασχολήθηκε επιτυχημένα με όλα τα είδη του θεατρικού ρεπερτορίου  (δράμα, κωμωδία, επιθεώρηση), αν και αυτοδίδακτη. Διέπρεψε, όμως, στην τραγωδία, με τη βαθιά φωνή της, το πάθος και τη λιτότητα στην κίνηση. Ήταν ευφυέστατη και ετοιμόλογη και γενικά μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας.

Επίσης η ερμηνεία από την Κοτοπούλη των σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Λέγεται πως η σπουδαία καλλιτέχνις δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, ωστόσο πάνω στη σκηνή ήταν τόσο δυνατή η ταύτισή της με τους ρόλους της, που τη μετέβαλαν σε καλλονή και γοήτευε και τους πιο δύσκολους θεατές της.

Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1887 στην Αθήνα, πάνω στα σανίδια της σκηνής ενός θεάτρου, αφού οι ωδίνες του τοκετού της πρωταγωνίστριας και μάνας της, Ελένης Σιλιβάκου, διέκοψαν την παράσταση του έργου «Οι Μυλωνάδες» στο θέατρο «Ευτέρπη», προκειμένου να μεταφερθεί ετοιμόγεννη στο σπίτι.

Διακρίθηκε περισσότερο ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Επίσης η ερμηνεία από την Κοτοπούλη των σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Λέγεται πως η σπουδαία καλλιτέχνις δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, ωστόσο πάνω στη σκηνή ήταν τόσο δυνατή η ταύτισή της με τους ρόλους της, που τη μετέβαλαν σε καλλονή και γοήτευε και τους πιο δύσκολους θεατές της.

Κορυφαία στιγμή στην καριέρα της ήταν η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου, «Ορέστεια» το 1904. Σε ηλικία μόλις 17 ετών προκάλεσε σεισμό στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα, απαγγέλοντας για πρώτη φορά αρχαίο δράμα στη Δημοτική γλώσσα.

«Η κωμωδία της ευτυχίας» του Ν. Εβρέινοφ (1929)

Η προσφορά της στη σκηνική κληρονομιά είναι τεράστια και για πολύ θα αποτελεί παράδειγμα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Η απήχηση της έως σήμερα αντανακλάται στον ετήσιο θεσμό απονομής του επάθλου Κοτοπούλη σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς (η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη και η Άννα Συνοδινού ήταν από τις πρώτες που πήραν αυτό το βραβείο).

Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε και στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Από την ταινία αυτή, δυστυχώς δεν διασώζεται ούτε ένα καρέ.

Η προσωπική της ζωή ήταν θυελλώδης, ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια. Η πολύκροτη σχέση της με τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη από το 1909 έως τον Αύγουστο του 1920, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής, καθώς το ζευγάρι συζούσε χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου.


Ίωνας Δραγούμης

Τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του Δραγούμη (από υποστηρικτές του Βενιζέλου, με πρωταίτιο τον αξιωματικό Παύλο Γύπαρη) η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Γιώργο Χέλμη, το 1924, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου της. Δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε γι’ αυτήν: «Θεώρησα πάντα εθνική ευτυχία να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα υψωμένα σε σύμβολα. Αυτές είναι οι μορφές που βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία».

Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε τη ζωή της στο θέατρο και, υπό τη διδασκαλία, την προστασία και την προσωπική καθοδήγησή της μπόρεσε να αναδυθεί η σπουδαιότερη γενιά ηθοποιών του 20ού αιώνα. Καλλιτεχνικά τέκνα της ήταν: η Ελένη Παπαδάκη, ο Δημήτρης Χορν, η Άννα Συνοδινού, η Έλλη Λαμπέτη, η Ειρήνη Παππά, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ντίνος Ηλιόπουλος κ.α.

Το 1950, τέσσερα χρόνια πριν το θάνατό της, της απονεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχη, από τον βασιλιά Παύλο. Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1954.

Στην Αθήνα υπάρχει και το «Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη», το οποίο βρίσκεται στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στον Δήμο Ζωγράφου.