Τη Ρωμιοσύνη, Μίκη, κλαις…

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Γράφει ο Γιώργος Μιχάλακας

 

Ένας κόμπος στον λαιμό·

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

τα μάτια σε αγαστή συνεργασία με την ψυχή και με την καρδιά, δακρύζουν.

Ακόμη κι αν έχεις πει «Δεν θα δακρύσω. Δεν θα κλάψω.», δεν γίνεται.

Ακούς τον ριζίτικο αποχαιρετισμό στον Μίκη,

ακούς τα χειροκροτήματα,

ακούς τούς παρόντες πενθούντες να τραγουδούν τούς ύμνους

που άφησε ως κληροδότημα στην Ελλάδα μας, στην Πατρίδα μας, αυτός ο Μέγας Έλληνας,

και κατακλύζεσαι από τόσην ματαιότητα

ώστε φτάνεις εν τέλει να αισθάνεσαι την Αθανασία.

 

Ετούτην την ώρα λαμβάνει χώρα η πομπή προς το κοιμητήριο όπου θα ταφεί ο Μίκης·

σε λίγο,

όταν το φέρετρο θα βυθίζεται στη Μάνα-Γη

και -ραινόμενο από λουλούδια- θα σκεπάζεται από χώμα,

ο Θάνατος θα έχει χρησιμοποιήσει το πιο εντυπωσιακό επιχείρημά του..:

«Αυτό ήτανε. Δεν έχει άλλο.».

 

Κι όμως, έχει…

Διότι ναι μεν ο Θάνατος αρέσκεται να διατυμπανίζει πως μετά απ’ αυτόν το Τίποτα,

αλλά το βέβαιο είναι

ότι πάντοτε θα έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τής ύπαρξής του τη Ζωή·

ακόμη κι αν ο Θάνατος έχει τον Τελευταίο Λόγο,

η Ζωή θα έχει πάντοτε τον Πρώτο Λόγο.

 

Ο Μίκης υπήρξε συγκλονιστικά γενναιόδωρος εκ πεπρωμένου·

είχε γεννηθεί για να αγωνίζεται, για να πληρώνει βαριά τιμήματα, 

για να προσφέρει, για να δημιουργεί, για να μεγαλουργεί, για να ξεσηκώνει.

Και πάνω απ’ όλα, για να ενώνει.

 

Η Ένωση. Η Ομόνοια.

Εκκωφαντικό κατόρθωμα για έναν λαό

που είναι -ντιενεϊκώς και καθ’ έξιν- διχαστικός, διαιρετικός, αυτοδιαιρούμενος. 

Ουδέποτε θα ξεχάσω τι εβίωσα το 1994,

έχοντας ταξιδέψει στο Ισραήλ

για να παρηκολουθούσα διά ζώσης το μπασκετικό «Final-4»·

σε μία εποχή όπου η πόλωση στον Αθλητισμό και εν γένει στην Κοινωνία

είχε αρχίσει να έκανε ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία της

και να προανήγγελλε τη μετέπειτα τραυματική κορύφωσή της,

βρεθήκαμε σε ένα club τού Τελ-Αβίβ,

Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί, «βάζελοι» και «γαύροι», όλοι αγκαλιασμένοι,

να χορεύουμε τον «Ζορμπά» και να συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι μάταια η Ζωή,

αλλά μάταια είναι όλα αυτά που καταστρέφουν την ομορφιά της.

 

Το μνημειώδες έργο τού Μίκη Θεοδωράκη

δεν γίνεται να χωρέσει σε οποιανδήποτε κριτική,

όσο εκθειαστική, εγκωμιαστική, αποθεωτική κι αν είναι·

και βεβαίως, όταν καλείσαι να διαλέξεις ανάμεσα στα μεγαλουργήματά του,

το μόνο που σε βοηθά να ξεχωρίσεις το «Πρώτο των Πρώτων»

είναι μοναχά ο δικός σου χαρακτήρας και οι δικές σου προσλαμβάνουσες παραστάσεις.

 

Αναμφίβολα,

ο «Ζορμπάς» είναι η σύνθεση που προσέδωσε στον Μίκη την Παγκοσμιότητα

και τον μετέτρεψε σε «Μπετόβεν τής Ελλάδας», σε «Μότσαρτ τής Ελλάδας»·

ποιος είπε ότι η Κλασική Μουσική δεν χωράει το Μπουζούκι.

Και βεβαίως, οποία υπέροχη αντιφατικότητα, ο Κόσμος απογειώνεται με «Συρτάκι».

 

Ο «Ζορμπάς» κατέφερε να γράψει «Ασύνορη Ιστορία» χωρίς λόγια·

η Μουσική απέδειξε το «Αυτόφωτόν» της,

ο Χορός ήρθε να σφραγίσει την Αξία τής Μουσικής.

Όμως, με βάση το γεγονός ότι η Ζωή έχει τον Πρώτο Λόγο,

δεν γίνεται να αφαιρέσουμε τον (Πρώτο) Λόγο από τον Μίκη.

Ο ανυπέρβλητος μελωδός Μίκης φτάνει στη Θέωση

εκεί όπου ο Στίχος ενώνεται με τη Μουσική.

Και εγένετο το «Άσμα Ασμάτων» με τίτλο «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις»!

 

Οι Λέξεις. Ο Στίχος.

Ο επίσης Μέγας Έλληνας, Γιάννης Ρίτσος, γράφει στις 16 Σεπτεμβρίου 1968

-εν μέσω Χούντας και μετά από κρυφή έκκληση τού Μίκη Θεοδωράκη-

16 πατριωτικά τετράστιχα.

Σχεδόν δύο χρόνια μετά, την Πρωτομαγιά τού 1970, γράφει άλλα δύο τετράστιχα,

και όλα μαζί εκδίδονται σε συλλογή με την ονομασία

«Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα τής Πικρής Πατρίδας».

 

Ανάμεσά τους,

υπάρχει εκείνο που πρόκειται να στιγματίσει σε υπέρτατο βαθμό την Ελλάδα,

καθώς μελοποιούμενο από τον Μίκη γίνεται ένας ανεπίσημος «Εθνικός Ύμνος»

που σε συναισθηματικό επίπεδο έχει αντίστοιχη δυναμική

με τον συγκλονιστικό Ύμνο εις την Ελευθερίαν!

 

«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…

Εκεί που πάει να σκύψει, με τον σουγιά στο κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο…

…Να ’τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει,

και καμακώνει το θεριό με το καμάκι τού ήλιου…»!

 

Γράφω τούς στίχους ακούγοντας τον Μίκη να τραγουδάει αυτόν τον Ύμνο

και δακρύζω και κλαίω.

Κλαίω για εμένα; Κλαίω για τις ενοχές μου ως Έλληνας;

Κλαίω για την Ελλάδα που κάθε μέρα αισθάνομαι ότι χάνω;

Κλαίω για τη Ρωμιοσύνη

με αφορμή ένα τραγούδι που με προτρέπει να μην κλαίω για τη Ρωμιοσύνη;

Κλαίω από χαρά για τη Ρωμιοσύνη

διότι το πεπρωμένο της είναι -έστω και την ύστατη ώρα- να πετιέται,

να αντρειεύει, να θεριεύει, να καμακώνει το θεριό με το καμάκι τού ήλιου;

Δεν ξέρω για τι απ’ όλα κλαίω· πιθανότατα, για όλα μαζί.

Αυτό που σίγουρα ξέρω, είναι,

ότι ετούτο εδώ το Κλάμα είναι απελευθερωτικό, λυτρωτικό, ζωογόνο. 

 

Ακούστε. Δείτε.

Χάρμα Ώτων. Χάρμα Οφθαλμών.

Ο Μίκης ερμηνεύει «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις».

Ακούστε και Δείτε,

διότι θέλω να πούμε αμέσως μετά δυο λόγια για την Ερμηνεία.

«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις…», ακούς να λέει ο Μίκης,
και αυτομάτως αισθάνεσαι έτοιμος να κάνεις Επανάσταση·
ναι,
αυτές οι μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις που θέλεις να κάνεις καθημερινά 
αλλά δειλιάζεις,
σού φαίνονται παιχνιδάκι από την πρώτη νότα, από την πρώτη λέξη.

Οι φωτογράφοι τρέχουν ήδη προς τη σκηνή,

καθώς το επαγγελματικό τους ένστικτο, τούς προειδοποιεί για τη σπουδαιότητα τής στιγμής.

Τρέχουν να απαθανατίσουν τη Σπουδαιότητα.

 

Από κοντά και ο τηλεοπτικός φακός·

η κάμερα άλλοτε ζουμάρει στο πρόσωπο

και άλλοτε -ούσα, ένα με το έδαφος- τον εικονογραφεί από χαμηλά

και τον κάνει ακόμη πιο θεόρατο απ’ ό,τι είναι.

 

Συγκλονίζεσαι εκεί που λέει «…(με το λουρί στο) σβέεε-ρκο…».

Η πρώτη συλλαβή τής λέξης είναι μακρόσυρτη

και εκπροσωπεί τα χρόνια τής σκλαβιάς, των μαρτυρίων.

Κι αμέσως μετά,

πόσο κοφτά, πόσο αδιαπραγμάτευτα τέμνει τη λέξη και τονίζει την τελευταία συλλαβή της·

ο Τράχηλος, ο Σβέρκος,

που πλέον, μέσα σε μια στιγμή και ας περάσαν’ τόσα χρόνια,

παύει να ανέχεται και ξεστομίζει το εκκωφαντικό και αδιαπραγμάτευτο «Ίσαμε ’δώ.».

Και μετά, η Πεπρωμένη Φανέρωση. Η Έκρηξη. «Να τη πετιέται…».

ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ! ΣΥΓΚΟΡΜΗ ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ!

 

Η φωνή τού Μίκη. Το πρόσωπο τού Μίκη.

Αυτός ο εμβληματικός άνθρωπος, αυτός ο ήρωας,

αυτός ο συνονόματος με τον εμβληματικό ήρωα-καρτούν τού Γουόλτ Ντίσνεϊ,

έχει την αδιανόητη ιδιότητα να ερμηνεύει σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μεταίχμιο,

όπου για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν πανεύκολο να περιέπιπτε στην Παρωδία

και συνεπαγωγικώς στην Αυτο-Γελοιοποίηση.

Κι όμως, κατά έναν ασύλληπτα μαγικό τρόπο, πάντοτε μα πάντοτε,

ο Μίκης καταφέρνει να παραγάγει ΕΠΟΣ!

 

Ο Μίκης με την τραχιά φωνή

και με τη σημειολογική θεατρικότητα που αντιμετωπίζει τούς στίχους,

ο Μίκης με τις έντονες εκφράσεις και τούς καθηλωτικούς μορφασμούς,

ο Μίκης με το επιβλητικό ύφος

που αν είσαι επιφανειακός κριτής εύκολα θα χαρακτηρίσεις ως «πομπώδες»,

ο Μίκης που έχει υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με τον Στόμφο.

Ε, λοιπόν,

μόνο ο Μίκης εδύνατο να μετατρέπει αυτά τα άκρως επικίνδυνα συστατικά

σε Εθνική Παλιγγενεσία!

 

ΥστερόΓιωργο..:

Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις.

Τη Ρωμιοσύνη, Μίκη, κλαις…

Την κλαις μέσα από τα τραγούδια σου και μέσα από τούς αγώνες σου για την Ελευθερία…

Σήμερα -και όλες τις μέρες από τη 2α Σεπτεμβρίου- η Ρωμιοσύνη σού ανταποδίδει,

κλαίγοντας κι αυτή (για) εσένα.

 

Ο αποχαιρετισμός μου προς εσένα, Μίκη,

θα είναι η λαϊκή ιαχή που ακούγεται στο βίντεο αμέσως μετά την πατριωτική ωδή σου

και αποτελεί το διαχρονικό αίτημα των ποιητών τού μάταιου ετούτου κόσμου:

«ΨΩΜΙ-ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

 

Ετίμησες πολλούς ποιητές, Μίκη, και εγέννησες ακόμη περισσότερους.

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!

 

Γιώργος Μιχάλακας

Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης