Στις 6 Μαΐου 1876, όχλος μουσουλμάνων κατέσφαξε στο Σαατλί Τζαμί της Θεσσαλονίκης τον επίτιμο πρόξενο της Πρωσίας Ερρίκο Άμποτ και τον Γάλλο πρόξενο Ζυλ Μουλέν. Αφορμή υπήρξε η απαγωγή της Στεφάνας, μιας νεαρής χριστιανής από τη Βογδάντσα, ένα μικρό χωριό στην επαρχία της Γευγελής, από ομάδα Ελλήνων που θέλησαν να αποτρέψουν τον εξισλαμισμό της. Σχεδόν ενάμιση αιώνα (145 χρόνια) από εκείνη την αποφράδα ημέρα, που συντάραξε όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη και είχε πολύ αρνητική επίδραση στις σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, ο Σιρίλ Μουλέν, δισέγγονος του Γάλλου προξένου, επέστρεψε στην πόλη όπου γράφτηκε το πιο τραγικό κεφάλαιο της οικογενειακής τους ιστορίας.

Παρόλο που το Σαατλί Τζαμί (τζαμί του Σελίμ Πασά) δεν υπάρχει πλέον, καθώς καταστράφηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, ο Σιρίλ Μουλέν θέλησε να επισκεφθεί το σημείο της τραγωδίας, για να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής στον πρόγονό του. Εκεί όπου σήμερα έχει απομείνει μόνο ο δρόμος που χώριζε το τζαμί από το Διοικητήριο και έχει ονομαστεί «οδός Προξένων» προσπάθησε να αναβιώσει μέσα του το κλίμα εκείνης της περιόδου, με οδηγό δημοσιεύματα και αναγνώσματα για το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε «η σφαγή των προξένων». Ενθουσιάστηκε, μάλιστα, όταν ο ταξιτζής που τον οδήγησε στο σημείο και από τον οποίο ζήτησε να τον φωτογραφίσει γνώριζε καλά, όπως λέει, το ιστορικό γεγονός.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η συγκίνηση που ένιωσε τη στιγμή εκείνη, όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ήταν μεγάλη όπως και η ικανοποίηση για το γεγονός ότι κατάφερε να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, «σπάζοντας» κάποιες προλήψεις και ενδοιασμούς στους κόλπους της οικογένειας. «Ο πατέρας μου ήταν ιδιαίτερα προληπτικός. Θυμάμαι ότι, όταν ο αδελφός μου, σε ηλικία 18 ετών, σχεδίασε ένα ταξίδι στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγωνία, καθώς ήταν η πρώτη φορά που κάποιος από την οικογένεια θα επέστρεφε στην Ελλάδα – αν και όχι στη Θεσσαλονίκη. Έκτοτε, αρκετά μέλη της οικογένειας, όπως κι εγώ, επισκεφθήκαμε την Ελλάδα, αλλά ποτέ τη Θεσσαλονίκη. Είναι η πρώτη φορά», λέει ο Σιρίλ Μουλέν.

Δεν ήταν, όμως, μόνο οι προλήψεις που ανέβαλαν επί σειρά δεκαετιών την πολυπόθητη επιστροφή ενός μέλους της οικογένειας Μουλέν στη Θεσσαλονίκη, αλλά και η ανησυχία, για κάποια χρόνια, ότι απόγονοι αυτών που κρίθηκαν ένοχοι για τη σφαγή και οδηγήθηκαν στην κρεμάλα ενδεχομένως να αναζητούσαν ένα είδος εκδίκησης. Μετά τη σφαγή, είχαν ακολουθήσει μαζικές συλλήψεις και έξι άτομα κρίθηκαν ένοχα για το έγκλημα και καταδικάστηκαν σε θανάτωση διά απαγχονισμού, με την κρεμάλα να στήνεται στο κάτω μέρος της Πλατείας Ελευθερίας, κοντά στο λιμάνι, και πλήθος κόσμου να είναι συγκεντρωμένο στο σημείο. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις κρεμάλες, όπως έχει γραφτεί, καθώς πίστευαν πως επρόκειτο μόνο για τα εκτελεστικά όργανα, που υποκινήθηκαν από άλλα πρόσωπα, σε υψηλότερες θέσεις.

Ανασυνθέτοντας το παζλ της οικογενειακής ιστορίας

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Σιρίλ Μουλέν ήταν περίπου 10 ετών όταν άρχισε να ακούει και να μαθαίνει από τον πατέρα του γι’ αυτό το ιδιαίτερο κεφάλαιο της οικογενειακής ιστορίας. Και ήταν τέτοια η «δίψα» του, ώστε, μεγαλώνοντας, ήθελε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για εκείνη την εποχή. Ωστόσο, δηλώνει απογοητευμένος για το γεγονός ότι οι πληροφορίες που πήρε από τον πατέρα του δεν ήταν αρκετές ώστε να απαντήσουν τα πολλά ερωτήματά του. Βέβαια, ο παππούς του, όπως επισημαίνει, ήταν μόλις ενός έτους την εποχή της σφαγής, αφού είχε γεννηθεί το 1875, οπότε και όσα ενδεχομένως ο ίδιος γνώριζε και μετέφερε στον πατέρα του να ήταν λιγοστά. «Θα ήθελα να ξέρω περισσότερα για το πώς ήταν η ζωή στη Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή και ειδικότερα η ζωή για έναν πρόξενο, πώς ήταν το κλίμα στην πόλη και στη γύρω περιοχή. Θα ήθελα να τα γνωρίζω όλα αυτά, για να ανασυνθέσω μέσα μου ένα κομμάτι της οικογενειακής ιστορίας», λέει και ο τόνος της φωνής του προδίδει την άσβεστη επιθυμία του να ξετυλίξει έως το τέλος του κουβάρι της.

Από τις αφηγήσεις του πατέρα του θυμάται ακόμη πως η κηδεία του Ζυλ Μουλέν έγινε κάπου στα μέσα Ιουνίου, στο Παρίσι, καθώς ύστερα από μια τελετή στη Θεσσαλονίκη η σορός μεταφέρθηκε με πλοίο στη Μασσαλία και από εκεί στη γαλλική πρωτεύουσα. Εκεί είναι θαμμένη και η προγιαγιά του, η οποία πέθανε στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής στο Παρίσι, το 1941, και έως τον θάνατό της χριστιανή ορθόδοξη.

Σε δημοσιεύματα της εποχής, όπως αυτό που εντόπισε στη «L’ affaire de Salonique», μεταφέρεται η είδηση της σφαγής, ο αντίκτυπος της οποίας προκάλεσε κλυδωνισμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηριστική είναι και η σχετική απεικόνιση του 1876 που δημοσίευσε η εφημερίδα «The Illustrated London News», ενώ η είδηση «ταξίδεψε» μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως καταμαρτυρούν σχετικά δημοσιεύματα, που «έπεσαν» στα χέρια του.

Ο Σιρίλ Μουλέν αναζητεί στοιχεία για να ανασυνθέσει το ιστορικό παζλ της εποχής παντού και κάθε αναφορά είναι γι’ αυτόν ένα πολύτιμο κομμάτι. Όπως τα όσα περιγράφει στο μυθιστόρημά του «Αζιγιαντέ» (εκδ. Ωκεανίδα) ο Γάλλος συγγραφέας Πιέρ Λοτί, ο οποίος ήρθε στη Θεσσαλονίκη, επιβαίνοντας σε ένα από τα πολεμικά πλοία τα οποία είχαν αρχίσει να καταφτάνουν στην πόλη μετά τη σφαγή, την ημέρα του απαγχονισμού αυτών που κρίθηκαν υπαίτιοι. Την ώρα που έφτασαν οι ξένες λέμβοι, στις αποβάθρες οι δήμιοι έβαζαν την τελευταία πινελιά στο έργο τους, γράφει -μεταξύ άλλων- ο Πιερ Λοτί, περιγράφοντας παράθυρα και στέγες γεμάτα θεατές αλλά και το σκηνικό μετά την εκτέλεση.

Στη Θεσσαλονίκη, ο Σιρίλ Μουλέν, μεταξύ άλλων επαφών που είχε, επισκέφθηκε το Γαλλικό Ινστιτούτο, στην οδό Λ. Στρατού, όπου είχε συνάντηση με τη γενική πρόξενο της Γαλλίας και διευθύντρια του Ινστιτούτου Σαντρίν Μουσέ, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει τυχόν αρχειακό υλικό για το κομμάτι της ιστορίας που τον ενδιαφέρει.

Για τη Θεσσαλονίκη της εποχής που μελετά, λέει πως του δίνει την εντύπωση «μιας συναρπαστικής, πολυπολιτισμικής πόλης, με μεγάλο ενδιαφέρον», ενώ δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του και για όσα είχε την ευκαιρία να δει στο σύντομο πέρασμά του στην πόλη.

Η συζήτηση με τον Σιρίλ Μουλέν, την περασμένη εβδομάδα, στο καφέ του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, έκλεισε όπως ακριβώς ξεκίνησε: με αναφορές στην οικογενειακή ιστορία -τη σύγχρονη αυτήν τη φορά- αλλά και στα περίεργα παιχνίδια της μοίρας, αφού από το 2004 είναι παντρεμένος με την Ντέμπορα Άμποτ, μακρινή επίσης απόγονο της οικογένειας Άμποτ (σ.σ.: εκτενή αναφορά στους απογόνους των δύο προξένων κάνει ο Γιάννης Μέγας, στο έξοχο βιβλίο του «Η σφαγή των προξένων», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις University Studio Press).

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης