Νάσος Βαγενάς – «Ένα ειρωνικό μυθιστόρημα»

Λυπάμαι πολύ που υποχρεώσεις στο εξωτερικό, οι οποίες είχαν αναληφθεί πριν καθοριστεί η ημερομηνία της παρουσίας στον Πειραιά του βιβλίου του Πέτρου Κυρίμη, δεν επέτρεψαν τη συμμετοχή μου σε αυτήν διά της φυσικής παρουσίας μου. Όμως, επειδή δεν θα ήθελα να απουσιάσω, θα παρακαλούσα να διαβαστεί το σύντομο κείμενο που έστειλα. Το οποίο δεν θα ήθελα να θεωρηθεί ως ένας συμβατικός χαιρετισμός προς έναν παλιό φίλο της εποχής της νιότης μας, όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, νεαροί ποδοσφαιριστές τότε και οι δύο του Εθνικού Πειραιώς, ονειρευόμασταν μεγάλη και ένδοξη ποδοσφαιρική σταδιοδρομία. Οι Μοίρες, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του παρουσιαζόμενου απόψε μυθιστορήματος του Κυρίμη, το θέλησαν αλλιώς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μας έστειλαν σε άλλο γήπεδο, στο τερέν της λογοτεχνίας, όπου το παιχνίδι, παρότι διαφορετικό, διεξάγεται, κατά βάθος, με παρόμοιους ‒αναλογικά‒ όρους. Γιατί όπως ένα λογοτεχνικό έργο, για να είναι πραγματικά λογοτεχνικό, πρέπει να διαθέτει οργανική μορφή, δηλαδή ενιαία συναίρεση των στοιχείων που το συνθέτουν σε ένα αρμονικό σύνολο, το ίδιο και ο αγώνας μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, στις υψηλότερες στιγμές του, τις πλέον αρμονικές, δίνει την αίσθηση ενός έργου τέχνης.

Αισθάνομαι ότι η ποδοσφαιρική εμπειρία του Κυρίμη έχει την απήχησή της στο Κάποτε στον Πειραιά και με τις δύο διαστάσεις της, την καλλιτεχνική και τη βιωματική. Με την πρώτη, γιατί το μυθιστόρημα διεξάγεται όπως ένας επιτυχημένος ποδοσφαιρικός αγώνας μιας ομάδας (με ομάδα εννοώ τα πρόσωπα του έργου), οργανωμένος από έναν έμπειρο προπονητή. Με τη δεύτερη, γιατί ο αγώνας αυτός βιωματικά τελείται, κατά βάσιν, στον Πειραιά. Δεν είναι, πιστεύω, χωρίς σημασία το ότι το μυθιστόρημα ουσιαστικά αρχίζει με την προσπάθεια διεξαγωγής μιας ποδοσφαιρικής συνάντησης μεταξύ δεκαπεντάχρονων σε μια αλάνα του Πειραιά των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960· ούτε το ότι η συνάντηση αυτή ματαιώνεται εξαιτίας ενός τυχαίου συμβάντος, που θα αποτελέσει τον καταλύτη μιας σειράς γεγονότων, τα οποία θα καθορίσουν, περισσότερο ή λιγότερο, τη μοίρα των ηρώων του μυθιστορήματος.

Η γραφή του Κάποτε στον Πειραιά θέτει ένα ερώτημα «ειδολογικής» φύσεως: σε ποιον τύπο λογοτεχνικού έργου ανήκει αυτό το βιβλίο, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως μυθιστόρημα; Ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του θα μπορούσε κανείς να πει ότι το έργο αυτό συντίθεται από δύο διαφορετικά βιβλία, τα οποία θα μπορούσαν να τυπωθούν ‒και να διαβαστούν‒ αυτόνομα και χωριστά: από μια ποιητική σύνθεση, που την αποτελούν τα, τυπωμένα άλλωστε με πλάγια στοιχεία, δεκαέξι ομόθεμα πεζοτράγουδα, τα οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα σε κεφάλαια ή υποκεφάλαια της αφήγησης σχολιάζοντάς την· και από το πεζογραφικό μέρος, με το οποίο αναπτύσσεται η ιστορία την οποία αφηγείται το βιβλίο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η συνύπαρξη των δύο αυτών ειδών γραφής θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως να θεωρηθεί ενοχλητική. Τι χρειαζόταν, θα έλεγε κανείς, το ποιητικό μέρος όταν το αφηγηματικό από μόνο του, με τον ρεαλιστικό, ενίοτε νατουραλιστικό τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσεται και με την υποβόσκουσα ποιητικότητα, χάρη κυρίως στην ευαισθησία των παρομοιώσεων ορισμένων περιγραφών του, αρκεί για να υπερβεί τον κίνδυνο ενός ωμού ρεαλισμού; Διαβάζοντας όμως κανείς προσεχτικότερα τα κομβικά σημεία της πλοκής υπό το πρίσμα του τρόπου εκφοράς της αφήγησης, αφενός, της δόμησης των χρονικών επιπέδων της, αφετέρου, και των διακειμενικών συνδέσεων του έργου, από τρίτου, αντιλαμβάνεται ότι ο Κυρίμης είναι λιγότερο απλός και ανεπιτήδευτος συγγραφέας απ’ όσο ο ίδιος θα ήθελε να φανεί. Διότι η συνέργεια των τριών στοιχείων που ανέφερα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας θα ήθελε να διαβάσουμε το βιβλίο του ως μια τραγωδία (με την αρχαία έννοια του όρου) υπό σημερινή μυθιστορηματική μορφή. Υπάρχουν όλα σχεδόν τα στοιχεία που συνηγορούν σε αυτό: προφητεία, αιφνίδιες μεταβολές της τύχης των ηρώων, βίαιοι θάνατοι, άνομοι έρωτες, σκηνές αναγνωρίσεων, τελική κάθαρση (και μάλιστα ‒ή έστω‒ διά του από μηχανής θεού) και ο τραγικός Χορός.

Διότι ως τι άλλο παρά ως χορικά θα πρέπει να διαβάσουμε τα πεζοτράγουδα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα επεισόδια της αφήγησης, όπως το δείχνουν το λυρικό τους περιεχόμενο και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής τους, ο Χρόνος (με «Χ» κεφαλαίο), η ταύτιση του οποίου με την Ειμαρμένη, που εμφανίζεται προσωποποιούμενη και αυτή σε δύο καίρια σημεία του μυθιστορήματος ως οι Τρεις Μοίρες, μιλώντας με τον τρόπο των κορυφαίων του αρχαίου Χορού, είναι προφανής; Το δηλώνει άλλωστε και ο συγγραφέας του Κάποτε στον Πειραιά με το προσωπείο ενός επώνυμου ήρωα του μυθιστορήματός του, που είναι συγγραφέας κι αυτός (αλλά και σκηνοθέτης), του Ελία Καζάν. Ο οποίος γράφει ένα κινηματογραφικό σενάριο πάνω στο σχέδιο «μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας» με θέμα και ήρωες ταυτόσημους με τους κύριους ήρωες του βιβλίου του Κυρίμη και με τον τίτλο Κάποτε στον Πειραιά. «Πιο πάνω από τους πρωταγωνιστές μιας ιστορίας», λέει ο Καζάν, προς το τέλος του μυθιστορήματος, «βρίσκεται ο σκηνοθέτης της, που είναι η Μοίρα». Για τον σημερινό συγγραφέα που, διαφορετικά από τον αρχαίο, δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα η σχέση του ανθρώπου με το θείο, ο Χρόνος και η Μοίρα είναι το ίδιο πρόσωπο· η ίδια υπέρτατη δύναμη που καθορίζει την Τύχη του κάθε ανθρώπου.

Το κύριο θέμα, λοιπόν, αλλά και ο πρωταγωνιστής, της μυθιστορηματικής τραγωδίας που ονομάζεται Κάποτε στον Πειραιά δεν είναι η τραγική ιστορία των κύριων ηρώων του αλλά εκείνο που καθορίζει την τραγικότητα της ιστορίας τους: ο Χρόνος. Ο Χρόνος όχι με τη γενική έννοιά του (εκείνη της φθοράς του σώματος και του θανάτου), αλλά με την ειδική, με την έννοια των τροπών της τύχης ενός ανθρώπου, οι οποίες καθορίζουν τη Μοίρα του.

Είπαμε ότι ο Κυρίμης είναι λιγότερο απλός συγγραφέας απ’ ότι εμφανίζεται. Οι διακειμενικές διακλαδώσεις του Κάποτε στον Πειραιά το επιβεβαιώνουν αυτό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στους συσχετισμούς του ‒που θα μπορούσαμε να κάνουμε‒ πέρα από αυτούς που ήδη ανέφερα – με την αρχαία τραγωδία, αλλά και στη συνομιλία του Κάποτε στον Πειραιά με ανάλογα, εμπνευσμένα από την αρχαία τραγωδία, νεότερα έργα.

Ανέφερα τον εμφανιζόμενο αυτοπροσώπως στο μυθιστόρημα του Κυρίμη Ελία Καζάν, η ταινία του οποίου On the Waterfront, που προβλήθηκε στη χώρα μας με τον τίτλο Το λιμάνι της αγωνίας, αντλεί το θέμα της από το γραμμένο πάνω στο σχέδιο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας θεατρικό έργο του Άρθουρ Μίλλερ A view from the Bridge, ο μύθος του οποίου, όπως και της ταινίας του Καζάν, διαδραματίζεται στο λιμάνι της Νέας Υόρκης (ως λιμάνι της αγωνίας αισθάνεται κανείς ότι περιγράφει και ο Κυρίμης στο μυθιστόρημά του το λιμάνι του Πειραιά). Θα μπορούσαμε, ακόμη, αναφορικά με τον ρόλο που παίζει στο Κάποτε στον Πειραιά το σενάριο που γράφει ο Καζάν, το οποίο, όπως είπαμε, περιέχει την ιστορία που αφηγείται το μυθιστόρημα του Κυρίμη (δηλαδή περιέχει το έργο στο οποίο περιέχεται), να βρούμε μια ανάλογη mise en abyme στη διασύνδεση αυτού του ρόλου με τον ρόλο που παίζει στη σαιξπηρική τραγωδία Άμλετ η αυτοαναφορική θεατρική παράσταση που οργανώνει ο ομώνυμος πρωταγωνιστής με θέμα τη ζωή του επικεντρούμενη στη σκηνή της δολοφονίας του πατέρα του (δηλαδή το θέατρο μέσα στο θέατρο). Αλλά και η προφητεία της τσιγγάνας, με τη μορφή της οποίας εμφανίζονται οι Τρεις Μοίρες στην αρχή του Κάποτε στον Πειραιά, προλέγοντας τον πρόωρο θάνατο τριών από τους κύριους ήρωες του μυθιστορήματος («Τέσσερις νέοι περπατούν, οι τρεις στο χώμα μένουν»), φέρνει στο νου τις τρεις μάγισσες (δηλαδή τις Τρεις Μοίρες) του Μάκβεθ και την προφητεία τους για το θάνατο του πρωταγωνιστή αυτής της τραγωδίας.

Ένα ακόμη διακειμενικό νήμα του Κάποτε στον Πειραιά μπορεί να διακρίνει κανείς σε μια θεματική ομοιότητά του με το, επίσης γραμμένο με όρους της αρχαίας τραγωδίας, μυθιστόρημα Homo Faber του Μαξ Φρις. Αναφέρομαι στο κοινό στα δύο έργα θέμα της αιμομιξίας ως έργου της Τύχης (αδελφού με αδελφή στον Κυρίμη, πατέρα με κόρη στον Αυστριακό συγγραφέα). Σημειώνω ότι στον Φρις η ερωτική σχέση του ορθολογιστή τεχνοκράτη πατέρα με την κόρη του (την ύπαρξη της οποίας αγνοούσε) αποκαλύπτεται στο ταξίδι τους στην Ελλάδα, και ότι θεωρώ απίθανο ο Κυρίμης, που έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία (όπου ζει ακόμη), να μη γνώριζε αυτό το μυθιστόρημα του γερμανόφωνου συγγραφέα.

Αλλά τα εμφανέστερα ίχνη των λογοτεχνικών διασυνδέσεων του Κάποτε στον Πειραιά είναι εκείνα που οδηγούν στον Οιδίποδα Τύραννο. Οι αναλογίες των θεματικών στοιχείων ανάμεσα στα δύο κείμενα είναι εδώ περισσότερες: το προφητικό (η προφητεία της τσιγγάνας για τον θάνατο των τριών νέων, αντίστοιχη με εκείνη του Απόλλωνα για τον θάνατο του Λάιου)· το αιμομικτικό (η αναλογία του ζεύγους Οιδίποδα-Ιοκάστης με εκείνο του Νάσου και της Ελένης)· η αυτοτιμωρία των ανεπιγνώστως αμαρτησάντων (η αυτοτύφλωση του Οιδίποδα και ο αυτοαπαγχονισμός της Ιοκάστης και του Νάσου – στην περίπτωση της Ελένης η έκβαση είναι αίσια γιατί παρεμβαίνει ο από μηχανής θεός)· τέλος, ο κεντρικός ρόλος της Τύχης (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μορφή της Σφίγγας για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε προσωποποίηση του ανεπίλυτου μυστηρίου, του αινίγματος της ανθρώπινης Μοίρας· ούτε να λησμονούμε την ειρωνεία της πεποίθησης του Οιδίποδα ότι είναι «παιδί της Τύχης, που την ευτυχία χαρίζει»).

Κι αυτό μας φέρνει στο κεντρικό θέμα του Κάποτε στον Πειραιά, που είναι, όπως είπαμε, η μοίρα του ανθρώπου ως αθύρματος των βουλήσεων του Χρόνου, οι οποίες εκφράζονται με τις τροπές της τύχης του. Η μοίρα του Οιδίποδα θα ήταν διαφορετική (και του Λάιου και της Ιοκάστης), αν ο Οιδίπους δεν τύχαινε να φτάσει στο αμαξιτό τρίστρατο την ίδια στιγμή που έφτανε σε αυτό ο Λάιος (το μοιραίο timing)· το ίδιο και η μοίρα των τριών νέων (του Νάσου, του Αντώνη και του Νικόλα), αν δεν τύχαινε να γνωρίσουν, σε μιαν απρόβλεπτη στιγμή, τις τρεις κοπέλες που, χωρίς να το θέλουν, υπήρξαν η αιτία του θανάτου τους. Μας το λέει άλλωστε αυτό και μια περίληψη με τις ίδιες τους τις φράσεις, του περιεχομένου των πεζοτράγουδων, που έχουν, όπως είπαμε, στη μυθιστορηματική τραγωδία του Κυρίμη τον ρόλο των χορικών: «Εγώ ο Χρόνος, ο πάνω από τη μοίρα, ο πανταχού παρών στα δρώμενα και τα μη δρώμενα των ανθρώπων, που ακούω το ψιθύρισμά της, ίδιο με τον ανεπαίσθητο ήχο που κάνουν οι δείκτες του ρολογιού».

Διαβάζοντας κανείς το Κάποτε στον Πειραιά μέσα από την οπτική γωνία της παραπάνω ανάγνωσής μου αισθάνεται ότι το βιβλίο είναι ένα απατηλό βιβλίο· ότι υπάρχει μια προσποίηση στο μυθιστόρημα αυτό, η οποία αποτελεί συστατικό της λογοτεχνικής του ποιότητας. Η αμεσότητα της γραφής του, που γεννά ενίοτε την αίσθηση μιας αφηγηματικής αφέλειας, η περιγραφή της ζωής ανθρώπων κατατρεγμένων, που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια τους, η πλοκή των αλλεπάλληλων επεισοδίων του, η βιαιότητα ορισμένων σκηνών του, ο αριθμός των περιγραφόμενων συμπτώσεων (ατυχών και ευτυχών), συνθέτουν ένα μυθιστόρημα που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να είναι γραμμένο πάνω στο σχέδιο του πλήθους των σημερινών μυθιστορημάτων που δεν υπερβαίνουν το επίπεδο του παλαιού λαϊκού αναγνώσματος – εννοώ των μυθιστορημάτων που προωθούν, με την κατάλληλη φανταχτερή περιένδυση, εκδοτικοί οίκοι εθισμένοι στην άγρα των ευπώλητων. Αλλά συγχρόνως νιώθει κανείς ότι η αίσθηση αυτή είναι ειρωνικά πλασματική. Διότι στο υπέδαφος του Κάποτε στον Πειραιά λειτουργούν κοχλάζουσες διακειμενικές διασυνδέσεις, που τροφοδοτούν την επιφάνειά του με στοχαστικά στοιχεία ανυποψίαστα για το αφηγηματικό είδος το οποίο χρησιμοποιεί προσφυώς ο Κυρίμης για να απεικονίσει τη δική του εκδοχή του βίου των ταπεινών.

*Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του μυθιστορήματος (19-6-2019) στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.

Δείτε επίσης: «Κάποτε στον Πειραιά» – Το νέο βιβλίο του Πέτρου Κυρίμη

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης