Για το βιβλίο του Κωστή Σκαλιόρα «Άγρυπνος νους». Από τις επιφυλλίδες του «Βήματος 1971-1975», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, μίλησαν χθες βράδυ στον «Ιανό» πέντε πρόσωπα τα οποία γνώρισαν από κοντά τον συγγραφέα και δέθηκαν για πολλά χρόνια φιλικά μαζί του.

Την εκδήλωση άνοιξε η σύντροφός του Ξένια Καλογεροπούλου, η οποία μίλησε για το πώς δούλεψαν για την προετοιμασία του βιβλίου η ίδια, τα παιδιά του Ρηνιώ Σκαλιόρα (είχε και την ευθύνη για τον συντονισμό της συζήτησης) και Βασίλης Σκαλιόρας, που έγραψαν τους δύο προλόγους, όπως και ο Γιάννης Κιουρτσάκης, που έγραψε την εισαγωγή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Τα δύο τελευταία χρόνια της απριλιανής δικτατορίας ήμουν τακτικός θαμώνας της Εταιρείας Σπουδών που μόλις είχε ιδρύσει η Σχολή Μωραΐτη. Αναζητούσα τα μυστήρια του νεοελληνικού πολιτισμού και κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης άρχισα να συναντώ στα σκαλιά του κτηρίου της εταιρείας επί της οδού Σίνα τον άνθρωπο που αποτελούσε την ψυχή της, τον Κωστή Σκαλιόρα» είπε ο Γ. Κιουρτσάκης, μυθιστοριογράφος, μελετητής και μεταφραστής: «Αρχισυντάκτης του περιοδικού «Εποχές» (γραμματέας συντάξεως), κινηματογραφικός και θεατρικός κριτικός στο «Βήμα», με παρεμβάσεις καίριες και ταυτοχρόνως συγκρατημένες, ο Σκαλιόρας γράφει στις επιφυλλίδες που έχουν συγκεντρωθεί στο βιβλίο για πολλά θέματα: για το άγχος της δικτατορίας, για την επέλαση του καταναλωτισμού, για τον ερχομό της τηλεόρασης, αλλά και για τον Γιάννη Μπεράτη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Μπρεχτ και τον Νερούδα. Τα κείμενά του αποκτούν μιαν απροσδόκητη επικαιρότητα, κι ας δίσταζε ο ίδιος να προχωρήσει στην έκδοσή τους («Βγάλτε τα εσείς μετά τον θάνατό μου» παρήγγειλε στα παιδιά του και τους φίλους του). Ήταν ένας μαχητικός στοχαστής, ταγμένος στην υπόθεση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης και ενάντιος τόσο στον λαϊκισμό όσο και στον ελιτισμό».

Ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης μίλησε, από τη μεριά του, για το χαμόγελο και το χιούμορ του Σκαλιόρα, καθώς και για την ταινία του «Τζίμης ο Τίγρης», που έδωσε την αφορμή για να συναντηθούν. «Η φιλία και η παρουσία του άνοιξαν τον δρόμο για να έρθω σε επαφή με τα ελληνικά γράμματα» παρατήρησε ο Π. Βούλγαρης, προσθέτοντας ότι «ο Σκαλιόρας θα μπορούσε να γυρίσει ταινίες ή ακόμα και να παίξει στον κινηματογράφο».

«Τον έζησα ως φίλος των παιδιών του» σημείωσε στη δική του εισήγηση ο συνταγματολόγος Κώστας Μποτόπουλος: «Τον έζησα και μέσω του γραπτού του λόγου που ήταν γραπτός ακόμα κι όταν η επικοινωνία ήταν προφορική. Λόγος ορθολογικός, χωρίς, όμως, να γίνεται ποτέ κλειστός, χωρίς να επαναπαύεται στην οποιαδήποτε βεβαιότητα. Λίγος μη γραμμικός, αλλά και μη ακύμαντος. Και η παρακαταθήκη που μας άφησε είναι ακριβώς αυτό: το ύφος και το ήθος του δημόσιου λόγου».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Όταν είδα για πρώτη φορά τον Σκαλιόρα στο κτήριο της οδού Σίνα» ανέφερε η φιλόλογος, μεταφράστρια, βιβλιοκριτικός και επίτιμη καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Λίζυ Τσιριμώκου, «είδα έναν άνθρωπο που συνδύαζε την εφηβική θωριά με την ώριμη σκέψη.
Το σκουληκάκι της δημοσιογραφίας τον έτρωγε παιδιόθεν. Έρχεται από το Παρίσι στην Αθήνα το 1958 και δουλεύει στο «Βήμα», τις «Εποχές» και τον «Ταχυδρόμο» μέχρι να αναλάβει την Εταιρεία Σπουδών. Και αφού θυμίσω τις θεατρικές του μεταφράσεις (Μπρεχτ, Μπέκετ, Γκομπρόβιτς, Γκολντόνι) να περάσω και στις επιφυλλίδες του και στην ελευθεροφροσύνη και την κριτική τους οξυδέρκεια. Ο λόγος τους ήταν λόγος ελεγχόμενης συγκίνησης που κρατούσε ψηλά τον δοκιμαζόμενο δημόσιο λόγο της εποχής».

Ήταν διανοούμενος με την υψηλότερη έννοια του όρου, παρατήρησε για τον Σκαλιόρα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Βασίλης Πεσμαζόγλου: «Οι επιφυλλίδες του ήταν σαν να ξεγλιστρούσαν, λόγω και της θεματικής τους, από τη λογοκρισία. Έγραψε για το θέατρο, για τον κόσμο των βιβλίων και των βιβλιοθηκών, αλλά και για τις στατιστικές και τους αριθμούς ή για τις πολιτισμικές δημοκρατίες και την τηλεόραση. Και ιδιαιτέρως τον απασχόλησε το ζήτημα της κριτικής: με ποιες προϋποθέσεις και με ποιους όρους γράφεται η κριτική – κινηματογραφική, θεατρική και λογοτεχνική».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης