Σπυριδωνία Κρανιώτη

Το νέο βιβλίο του Γιάννη Σιώτου, «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά», εστιάζει στη ζωή των προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά, από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα που όμως μπορεί να διαβαστεί και ως ντοκουμέντο αλλά και ως  πεζογράφημα.

Ο αξιόλογος συγγραφέας  βασιζόμενος  σε πραγματικά γεγονότα και στοιχεία τα οποία προέκυψαν μέσα από πολύχρονη έρευνά του, έψαξε να βρει την αλήθεια για το πώς αντιμετώπισε η Ελλάδα τους πρόσφυγες, αποδεικνύοντας πως όλες οι συμπεριφορές των ισχυρών απέναντι στους αδύναμους είναι πανομοιότυπες.

«Η λέξη πατρίδα είναι ένα εφεύρημα των ανθρώπων για να περιγράψουν κάτι. Εκεί  που θα πρέπει μάλλον  να εστιάσουμε το βλέμμα μας, είναι σε αυτούς  οι οποίοι διαχειρίζονται τις τύχες των υπολοίπων. Και τις διαχειρίζονται με χίλιους δυο τρόπους, με τις πολιτικές αποφάσεις τους, νομοθετώντας, εφαρμόζοντας τη νομοθεσία, εξασκώντας οικονομική δραστηριότητα…» αναφέρει ο Γιάννης Σιώτος στη Zougla και συμπληρώνει: «Όλες οι συμπεριφορές των ισχυρών απέναντι στους αδύναμους είναι πανομοιότυπες…εξακολουθούμε να είμαστε θεατές στο ίδιο έργο».

Ακούστε τη συνέντευξη:

Το νέο μυθιστόρημα σας «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά το οποίο κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες εστιάζει στη ζωή των προσφύγων, στην Αθήνα και στον Πειραιά, από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο ζήτημα και τι είχατε κατά νου όταν ξεκινήσατε να γράφετε το βιβλίο σας;

Ψάχνοντας για να γράψω ένα βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε πριν από πέντε χρόνια το «Ματωμένο κεραμίδι» ανακάλυψα σε μία εφημερίδα το κείμενο του πρωτοκόλλου της σύμβασης χρηματοδότησης του προσφυγικού δανείου. Μου φάνηκαν παράξενα αυτά που διάβαζα γιατί δεν απείχαν και πάρα πολύ από τα πρόσφατα μνημόνια που ζήσαμε από το 2010 και ουσιαστικά τα απόνερα τους εξακολουθούμε να τα ζούμε σήμερα. Αυτό το πράγμα μου κέντρισε την περιέργεια. Για το ίδιο βιβλίο έπεσε στα χέρια μου εντελώς τυχαία ένα παλιό περιοδικό του 1962, το οποίο ήτανε τα «Σύγχρονα θέματα» που ήταν αφιερωμένα στο στεγαστικό πρόβλημα στην Ελλάδα από το 1920 μέχρι και εκείνη τη στιγμή που εκδόθηκε το περιοδικό και αφορούσε μάλιστα ένα συνέδριο των αρχιτεκτόνων που έγινε εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη. Εκεί λοιπόν ανακάλυψα  τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης όχι μόνο των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα το 1922 αλλά και των Ελλήνων πριν και κατά τη διάρκεια της άφιξης των προσφύγων. Όλα αυτά τα πράγματα άρχισαν να γυρνάνε στο μυαλό μου, συνέχισα να ψάχνω και άρχισε να σχηματίζεται μια εικόνα εντελώς διαφορετική από αυτή που έχουμε όλοι στο μυαλό μας, δηλαδή για μια υποδοχή των προσφύγων από ένα κράτος μάλλον φιλόξενο, μία συμπεριφορά των ανθρώπων της μητροπολιτικής Ελλάδας απέναντι στους νεοφερμένους ανθρώπους, η οποία ήταν αν όχι φιλική τουλάχιστον ουδέτερη, και ξαφνικά άρχισα να βλέπω μέσα από τα στοιχεία της έρευνας που συνέχιζα, μια εντελώς  διαφορετική εικόνα, η οποία περιείχε απανθρωπιά, εκμετάλλευση, απονιά, αδιαφορία και εκείνη την ώρα μου γεννήθηκε η διάθεση να συνεχίσω να ψάχνω.

Γιάννης Σιώτος

Με όλα αυτά διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο σας,  βλέπει ότι προσπαθείτε  να αναδείξετε και  τις πολιτικές επιλογές που έκανε το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο εκείνης της εποχής. Και με όλα αυτά που μου είπατε αυτό το πράγμα είναι ξεκάθαρο. Αναδεικνύεται  δηλαδή και η κερδοσκοπία και το προσφυγικό  δάνειο όπως είπατε…

Σε ένα σημείο στην αρχή του βιβλίου λέω ότι το πολιτικό σύστημα ουσιαστικά έψαχνε τρόπο για να παραμείνει ανέπαφο από τις συνέπειες των τεράστιων λαθών που έκανε. Και διαβάζοντας την ελληνική  ιστορία από τότε που υπήρξε ελληνικό κράτος  μέχρι εκείνη τη στιγμή -δηλαδή μέχρι το 1922-θα δείτε ότι  ήταν μια κοινωνία, η οποία βασιζόταν σε μια εξόφθαλμη ανισότητα την οποία συντηρούσε και υποδαύλιζε το πολιτικό σύστημα. Το να αντιμετωπίσεις το θέμα των προσφύγων χωρίς να αναφερθείς στο πολιτικό σύστημα, νομίζω ότι είναι και μεθοδολογικό και ουσιαστικό λάθος. Επομένως όλο αυτό το πράγμα δεν μπορούσε κάποιος να μην το εντάξει μέσα στο γενικότερο πολιτικό πλαίσιο.

Θα λέγατε πως η προσπάθεια σας να ρίξετε φως στην αλήθεια, στο πως αντιμετώπισε, στο πώς φέρθηκε η Ελλάδα στους πρόσφυγες, στους ξεριζωμένους Έλληνες, με έναν τρόπο είναι σαν να προσπαθείτε να υπερασπισθείτε τα δικαιώματα αυτών των ανθρώπων που καταπατήθηκαν; Είναι σαν ένας φόρος τιμής για εσάς;

Καταρχάς να διατυπώσω τη διαφωνία μου σε μία λέξη, στη λέξη «αλήθεια». Δεν υπάρχει μία «αλήθεια»,υπάρχουν πολλές «αλήθειες». Ο καθένας έχει τις «αλήθειες» του. Εγώ προσπάθησα να αποτυπώσω μία πραγματικότητα. Και αν προσπαθείς να αποτυπώσεις μία πραγματικότητα, έχεις τη δυνατότητα και παρέχεις στον άλλον που θέλει να μοιραστεί μαζί σου αυτήν την πραγματικότητα που του περιγράφεις, να κάνει παραπομπές, να κάνει συσχετισμούς του τότε με το τώρα. Αυτό προσπάθησα να κάνω. Δηλαδή να δείξω ότι αυτό που ζούμε σήμερα έχει επαναληφθεί μία και δύο και τρεις φορές, λίγο πιο τραγικό ή με λίγες καλύτερες συνθήκες αλλά η ουσία, ο πυρήνας είναι πάντα ο ίδιος. Δηλαδή έχουμε τις εξουσίες κάθε λογής εξουσίες: πολιτικές, οικονομικές, οι οποίες ουσιαστικά ζουν και απομυζούν και μεγαλώνουν από τις αγωνίες…

Ευνοούν τους λίγους και αδικούν τους περισσότερους, καταπιέζουν τους πολλούς, σαν να μην έχει αλλάξει η ιστορία, δηλαδή τα πράγματα συνεχώς δίνουν την αίσθηση της επανάληψης

Εσείς δεν το βλέπετε;

Ναι. Αυτό αποτυπώνεται μέσα στο βιβλίο σας τελικά, αν θέλουμε να βρούμε μια αντιστοιχία στο σήμερα.

Παρακολουθείτε τα γεγονότα όχι μόνο τα τωρινά αλλά και πριν από πέντε και πριν από δέκα χρόνια. Αν αλλάξετε τη μόδα της εποχής εννοώ στα ρούχα, αν αλλάξετε τους τόπους και τους τρόπους με τους οποίους διασκεδάζουν οι άνθρωποι, πώς ζουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητα, δε βλέπετε ότι εξακολουθούμε να είμαστε θεατές στο ίδιο έργο;

Άλλωστε και ο τίτλος σας το υποδηλώνει αυτό το «κακιά μητριά» (Μάνα πατρίδα κακιά μητριά). Τελικά είναι και σήμερα η Ελλάδα μια «κακιά μητριά» αφού αφήνει τα παιδιά της να φεύγουν μακριά…

Νομίζω  ότι ο τίτλος είναι αρκετά θεωρητικός, στα όρια του ποιητικού λόγου. Η πραγματικότητα είναι ότι η πατρίδα δεν αντιπροσωπεύει τίποτα. Η λέξη πατρίδα είναι ένα εφεύρημα των ανθρώπων για να περιγράψουν κάτι. Σε αυτό μάλλον  που θα πρέπει να εστιάσουμε το βλέμμα είναι αυτοί οι οποίοι διαχειρίζονται τις τύχες των υπολοίπων. Και τις διαχειρίζονται με χίλιους δυο τρόπους, με τις πολιτικές αποφάσεις, νομοθετώντας, εφαρμόζοντας τη νομοθεσία, εξασκώντας οικονομική δραστηριότητα… Όλες οι συμπεριφορές των ισχυρών απέναντι στους αδύναμους είναι πανομοιότυπες.

Θεωρείτε ότι αυτό το βιβλίο είναι για εσάς ένα έργο ζωής; Έχετε ασχοληθεί περίπου 4 χρόνια με τη συγγραφή του;

Έχω ασχοληθεί γύρω στα τρεισήμισι χρόνια με την έρευνα και γύρω στον ενάμισι χρόνο με το γράψιμο και τη διόρθωση.

Διαβάσατε τα φύλλα επτά εφημερίδων από το 1920 έως το 1925, δηλαδή πάνω από 10.000 τεύχη…

Ναι και όχι μόνο

Θα το χαρακτηρίζατε λοιπόν έργο ζωής. Πέρα από τη λογοτεχνική του αξία είναι και ένα ντοκουμέντο, το οποίο περιγράφει το πολιτικό κλίμα της εποχής.

Αυτός ο οποίος ουσιαστικά ξεκίνησε αυτή τη μορφή του ιστορικού μυθιστορήματος – ντοκουμέντου ήταν ο Dοs Passos ο Αμερικάνος, με την τριλογία του U.S.A. λοιπόν το θέμα είναι ότι εγώ πάτησα στις τεχνικές και στην οπτική αυτού του τεράστιου συγγραφέα. Από κει και πέρα άμα πω ότι είναι έργο ζωής θα πρέπει να σταματήσω να γράφω.

Θα το βλέπατε σε μια μεταφορά στον κινηματογράφο ή στη μικρή οθόνη;

Το αντέχει ο κινηματογράφος και η μικρή οθόνη είναι το ερώτημα. Αν το αντέχει εγώ το αντέχω πάντως.

Είστε γενικότερα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα του βιβλίου; Αυτό που θέλατε να πείτε ειπώθηκε;

Εγώ, και πιστεύω κάθε γραφιάς αυτό που προσπαθεί, είναι να μεταφέρει κάτι. Από εκεί και πέρα εισπράττει ικανοποίηση από τους ανθρώπους, από τους αναγνώστες. Επομένως θεωρώ ότι είμαι ο τελευταίος που μπορώ να πω αν είμαι ικανοποιημένος ή όχι. Θεωρώ ότι με τα εργαλεία που είχα, με το χρόνο που διέθεσα, έκανα σχεδόν ό,τι μπορούσα να κάνω για αυτό που είχα αποφασίσει να κάνω. Από εκεί και πέρα την ικανοποίηση νομίζω ότι την εισπράττει ο άνθρωπος από τις αντιδράσεις των άλλων ανθρώπων.

Το βιβλίο μιλάει για τους πρόσφυγες, αλλά δεν είναι μια ιστορική κατάθεση μόνο, είναι και λογοτεχνία, έχει και στοιχεία που θα λειτουργήσουν με τη μορφή της απόλαυσης για τους αναγνώστες. Η υπόθεση πώς είναι δομημένη ; Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια γι αυτό;

Το ένα εύρημα είναι ότι χρησιμοποιώ αφηγητές – κεντρικούς χαρακτήρες, δε χρησιμοποιώ Έλληνες αλλά ξένους και μάλιστα τρεις ξένους δημοσιογράφους, οι οποίοι κουβαλάνε πάνω τους διαφορετικές εμπειρίες. Ο ένας είναι βετεράνος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου επομένως μπορεί να καταλάβει τη φρίκη του πολέμου, των αποτελεσμάτων του πολέμου, ο δεύτερος είναι Γάλλος, ο οποίος είναι ιδεολόγος, έχει μεγαλώσει στο Παρίσι με τις μυρωδιές της γαλλικής κομμούνας, έχει διαμορφωθεί ο χαρακτήρας του από ανθρώπους, οι οποίοι ήταν πρωταγωνιστές στη γαλλική εξέγερση και ο οποίος περιπλανάται στον κόσμο αναζητώντας την αδικία. Ο τρίτος είναι ένας Άγγλος δημοσιογράφος τυχοδιώκτης, ο οποίος γεύεται την ανακατωσούρα για να αισθάνεται αυτός καλά.

Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν περιγράφουν τι βλέπουν, τι βιώνουν όχι μόνο στην Ελλάδα. Ο Βρετανός για παράδειγμα πηγαίνει στη Σμύρνη τις ημέρες της καταστροφής, πηγαίνει στη Βυρηττό, όπου έχουν βρει καταφύγιο χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ζουν σε τραγικές συνθήκες. Καταγράφοντας λοιπόν όλο αυτό το πράγμα που βλέπουνε οι άνθρωποι αυτοί στην πραγματικότητα ανακαλύπτουν και βλέπουν καταστάσεις που εξελίσσονται, οι οποίες κινούνται από την απανθρωπιά μέχρι το πιο βαρύ έγκλημα που είναι η εμπορία των ανθρώπων. Και πάνω σε αυτό το σκηνικό στήνεται όλη η υπόθεση του βιβλίου. Η τεχνική που χρησιμοποιώ είναι ότι έχω χτίσει ένα πραγματικό ημερολόγιο των γεγονότων σχεδόν σε καθημερινή βάση στη διάρκεια του χρόνου αυτού που είναι ο καθρέφτης που αναμετρώνται τα συναισθήματα και η πραγματικότητα. Τα συναισθήματα που νιώθουν οι κεντρικοί ήρωες και η πραγματικότητα που βιώνουν.

Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την περίοδο;

Ναι.

Πείτε μας λίγα λόγια και γι΄ αυτό

Όχι. (Χαχαχα)

Δε θέλετε;

Όχι. Είμαι προληπτικός μέχρι εκεί  που δεν μπορείτε να φανταστείτε.

«Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά». Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Καστανιώτη.