Ο ηθοποιός Γιώργος Λιάντος παρακολούθησε τα εννέα επεισόδια της σειράς «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, η οποία πλέον είναι διαθέσιμη στο Netflix και μοιράστηκε την κριτική του σκέψη στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook.
Στις 19 Δεκεμβρίου Tο «Maestro» ξεκίνησε το ταξίδι του στο Netflix κι έγινε η πρώτη ελληνική σειρά που εντάχθηκε στη δημοφιλή πλατφόρμα, ενώ φιγουράρει ήδη στην 1η θέση του ελληνικού top 10 chart.
H «ψαγμένη» κριτική του Γιώργου Λιάντου για το Maestro
«ΜΑΕΣΤΡΟ»
Αφού το είδα ολόκληρο στο νέτφλιξ. Το αν θα μας αρέσει κάποια ταινία, σειρά κλπ, έχει να κάνει με την ηλικία μας ασφαλώς αλλά και με το πολιτικοϊδεολογικό μας σύμπλεγμα. Είναι σχεδόν προαποφασισμένο. Για να μπω απευθείας στο ψητό, ο Παπακαλιάτης δυσκολότερα αρέσει σε ένα κοινό που θέλει να δείχνει ψαγμένο. Επίσης δύσκολα θα αρέσει στο αντρουά κοινό που θέλει να δείχνει σκληρό και παίζει άμυνα απέναντι στην «ευαίσθητη» θεματολογία. Αν κάποιος έχει διάθεση για κανιβαλισμό μπορεί να κανιβαλίσει ό,τι γουστάρει.
Οδηγία Νο1: αν θέλετε να παρασυρθείτε από μια ταινία «κοινωνικοερωτικού» περιεχομένου, δείτε την μόνοι σας.
Ο Πακλ πάντως ξέρει τον τρόπο να χακάρει τις παραπάνω κατηγορίες. Πετάει ας πούμε μια Ανδρεουλάτου και…πλοκαταμπλίφφφ…μπλοκάρει ο μηχανισμός άμυνας στο αντρουά κοινό. Δίνει στους ψαγμένους θεατροφίλ την Γουλιώτη, τον Λούλη και μια Καβογιάννη και τους κάνει λιώμα. Με τον Τσορτέκη μάλιστα τους πετάει και τα μυαλά στον μίξερ. Υιοθετεί όλη την αριστερή και ορθοπολιτική οπτική στην θεματολογία του και μαλακώνει κι ο ζαιος που είχε παλιά μια απέχθεια στα Μωραϊτόπουλα..
Δεν το κρύβω πως το Μαέστρο μου άρεσε, γιατί μου έδωσε ερείσματα και εμένα του φιλελέρα. Μου έδωσε Νέτφλιξ. Μου έδωσε άνοιγμα στην διεθνή αγορά. Μου έδωσε ισχυρές δόσεις τελειομανίας και αξιοκρατίας εδώ που τα λέμε που τα έχω χούι. Είδα τα λατρεμένα υλικά αγαθά του υπαρκτού καπιταλισμού φάτσα φορά, αμαρτωλές βίλες, απάνθρωπα λιαρ τζετ, φρικτά κότερα, και είχα ρεύση με το θρασύτατο Riva. Είδα καλούς ηθοποιούς να παίζουν σε μια πραγματικά πολύ καλή παραγωγή διεθνούς επιπέδου. Είδα το πέμπτο στοιχείο την Κλέλια κι όχι καμιά εναλλακτική δοντού με τατουαζ φυλακής. Όμως αν συνεχίσω να λέω μόνο τα καλά δεν θα με διαβάσετε παλιοκανίβαλοι, γι’ αυτό ο σχολιασμός θα πιάσει τον πλάγιο δεύτερο..
Στο Μαέστρο όλα τα γεγονότα συμβαίνουν, αν κρίνω από τον φωτισμό, καλοκαίρι από τις 7 το απόγευμα μέχρι τις 7 το πρωί, βία. Θαρρείς και στους Παξούς κατοικούν υβρίδια βρυκολάκων που περιμένουν το σούρουπο για να αρχίσουν τις τσάρκες. Αν έβλεπα να σκάει και η Τίλντα Σουΐντον μαζί με τον Τζάρμους σε καμιά παραλία με το Riva, δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση. Δεν είναι βέβαια τυχαίος ο πορτοκαλί «πλάγιος» φωτισμός. Εξαφανίζει τις οξείς φωτοσκιάσεις και το κάψιμο των χρωμάτων και βοηθά να φτιαχτεί ένα ζεστό οπτικό κουκούλι για την όραση του τηλεθεατή. Αυτό που λέμε γενικώς «ωραία φωτογραφία». Παρακολουθείς πιο εύκολα μια υπόθεση που εξελίσσεται μέσα σε μια ειδυλλιακή φωτό, από αυτές τις ωραίες που βάζουμε στο ΦΒ όταν βαριόμαστε να γράψουμε. Σε όλες δε τις νυχτερινές εσωτερικές σκηνές μπαίνει απ το παράθυρο, μια μαγική ακτίνα φωτός σαν κι αυτές που έκανε κάποτε πάνω τους σερφ ο Άγγελος με τον κρίνο. Το φεγγάρι κάνει υπερωρίες στους Παξούς και σε βρίσκει σε όλα τα δωμάτια για να γίνεται το δρώμενο τρισδιάστατο και βαθύ..
Στις ταινίες του Πακλ είναι όλα σφουγγαρισμένα. Όπως στους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Ντρέπεσαι να πατήσεις. Δεν υπάρχουν σκουπίδια, δεν υπάρχουν αποτσίγαρα, δεν υπάρχει ιδρώτας, δεν βρωμάει τίποτα, ούτε τα χνώτα των ηθοποιών το πρωί. Ακόμα κι ο Τσορτέκης ο κακός το έχει κάνει το μπανάκι του πριν τέσσερεις μέρες. Καμιά κακόγουστη επιγραφή δεν σκίζει τον ορίζοντα. Δεν υπάρχουν άσχημοι πουθενά. Κάστινγκ ευγονικής. Γενικώς το βλέμμα του θεατή πρέπει να ξεκουράζεται σε ένα οπτικό μαξιλαράκι ώστε να ακούει τους διδακτικούς διαλόγους απερίσπαστος. Οι ρόλοι μιλούν ωραία στρογγυλά ελληνικά, χωρίς συντακτικά και γραμματικά λάθη. Δεν υπάρχουν αυθεντικοί τύποι ομιλίας «τύπων». Ακούς αθηναϊκή μαίνστριμ. Δεν ακούς επιπλέον ούτε τα κρητικά του σασμού, ούτε τα κυπριακά της Μάνης. Τα Επτάνησα δεν καταδέχτηκαν να δανείσουν το αξάν τους. Ευτυχώς!
Το Μαέστρο ακολουθεί πίστα την αρχιτεκτονική του Νέτφλιξ. Δεν είναι τυχαίο που επιλέχθηκε. Καπιταλισμός κατηγορεί καπιταλισμό. Νεόπλουτοι σε νεόπλουτη υπαρξιακή αγωνία. Κατηχητικό ορθοπολιτικής. Δεν θα μου κάνει εντύπωση αν στην δεύτερη σεζόν δω να παίζει ένας ηθοποιός μαύρος, ένας ηθοποιός κινέζος και ένα ζευγάρι γκέϊ γυναικών που έλειψε ομολογουμένως από την πρώτη σεζόν. (Χριστόφορε παίζω και τον μαύρο και τον κινέζο, όσο για το τρίτο το συζητάμε). .Ο Λάκης παλιά έκανε μόδα την συγκίνηση μέσω της απότισης φόρου τιμής σε βιντατζ ηθοποιούς, τραγούδια, αντικείμενα ακόμα και ιδεολογία. Αυτό που λέει ο λαός «με ξένα κόλυβα» κλάμα. Ο Πακλ ως πιο έξυπνος και ρεαλιστής χρησιμοποιεί αυτήν την πρακτική τόσο όσο. Ο ήρωας δεν θα νοικιάσει ένα Τογιότα Γιάρις φτάνοντας στο νησί, αλλά ένα θαλασσί σαραβαλάκι, που για να το βρει η παραγωγή θα πρέπει να ξοδέψει περισσότερα χρήματα από το να νοικιάσει Τζάγκουαρ. Αυτό βεβαίως προσδίδει στον ήρωα άποψη, βάθος και δραματικότητα με μια δόση γλυκιάς τσαχπινιάς. Όπως και κάθε αντικείμενο παλαιό ή τραγούδι που χρησιμοποιεί. Παλιά στα πλούσια σαλόνια κρέμαγαν στους τοίχους τα οικογενειακά τάχα μπακίρια για να αποκτήσουν παρελθόν. Τώρα ο ρόλος αποκτά βάθος με μια παλιά γραφομηχανή, ένα παλιό ζευγάρι γυαλιά, ένα παλιό βιβλίο, καμιά ξύλινη πινακωτή ή καμιά θεριζοαλωνιστική μηχανή που θυμίζει κάμπο την εποχή του πασοκ. Η δικιά μας η γενιά του 60 ήταν στραμμένη στο μέλλον. Ονειρευόταν διαστημόπλοια. Οι σημερινές γενιές στρέφονται στο παρελθόν. Το βιντατζ πασούμι σε νέες φαντασιώσεις. Ο Πακλ φτιάχνει λίστες τραγουδιών όπως εμείς κάποτε γράφαμε τραγούδια σε κασέτες για να τα δώσουμε στην αγαπημένη μας και να την συγκινήσουμε. Παρότι λάτρης του Χατζιδακι, δεν αντέχω άλλο βαλς των χαμένων ονείρων. Δεν αντέχω τους συνειρμούς με τους οποίους μας φλόμωσαν οι μαλθακής ιδιοσυγκρασίας επαναστάτριες θείες με τα ευκόλως πολιτικοποιημένα «Κεμάλ κοιμήσου δεν θα στείλει», την δεκαετία της κρίσης. Μας έκλεψαν τον Χατζιδακι και τον έκαναν γιαγιά με άνοια που χαϊδεύει απεγνωσμένα γάτες. Ψάξε λίγο παραπάνω την δισκογραφία του Μάνου ρε φίλε.
Το Μαέστρο αρέσει. Μου άρεσε κι εμένα εφόσον αποδέχτηκα τις συμβάσεις. Δηλαδή αποδέχτηκα όσα στερεότυπα υπήρχαν και έκανα πως δεν βλέπω το κρυφό χέρι του ταχυδαχτυλουργού που κρύβει το νόμισμα. Όπως αφήνεσαι στην Κοκκινοσκουφίτσα την πολλοστή φορά, παρότι ξέρεις μέχρι και που κλάνει ο λύκος. Αφέθηκα. Ο Πακλ διηγείται καλά, ξέρει τα κόλπα. Ξέρει να διαλέγει ηθοποιούς και να τους βγάζει το καλύτερο τους. Ξέρει να φτιάχνει άρτιες παραγωγές, παρότι υπερβολικά σαπουνισμένες. Δεν υπάρχουν κακοί ηθοποιοί στις δουλειές του Πακλ, ούτε κακοί κομπάρσοι, η μεγάλη πληγή των μεγάλων παραγωγών στην Ελλάδα. Το «χωστον κι αυτόν κάπου», στον Πακλ, δεν υπάρχει. Είναι τεχνικά άψογος. Πουθενά δεν νιώθεις τσιγκουνιά, πουθενά δεν νιώθεις ότι τεχνικά σε κλέβει. Λιγάκι μόνο στο συναίσθημα, αλλά δεν βαριέσαι!
Ο Πακλ δεν ισχυρίζεται ότι κάνει πρωτοποριακό σινεμά. Οπότε το αν μια σκηνή χρωστάει κάτι σε κάποιον άλλον δημιουργό δεν μου λέει τίποτα. Το 99% των μαίνστριμ ταινιών, των σίριαλ, για να μην μιλήσουμε και για το Νέτφλιξ, αποτελούνται από δάνεια και στερεότυπα, που ήταν κάποτε τολμηρές εμπνεύσεις κάποιου δημιουργού. Η αρχιτεκτονική της διήγησης του τηλεοπτικού παραμυθιού, έχει χτιστεί πάνω στο χιλιοειπωμένο «μια φορά κι έναν καιρό» και στο «δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει», για να μην μιλήσουμε και για το «και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα». Το παραμύθι να κυλάει…και στον Πακλ, κυλάει.».