Συνέντευξη στη Σπυριδωνία Κρανιώτη

Η διεθνούς φήμης μέτζο σοπράνο Μαρίτα Παπαρίζου είναι αδιαμφισβήτητα μια χαρισματική καλλιτέχνις. Η φωνή της προσαρμόζεται ανάλογα με αυτό που έχει να τραγουδήσει και μπορεί να ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά ρεπερτόρια. Έτσι μπορεί να ερμηνεύσει εξίσου καλά μπαρόκ, μπελκάντο, αλλά και γαλλικό ρεπερτόριο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η διακεκριμένη καλλιτέχνις, στις 10 Δεκεμβρίου, θα ανέβει στη σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος με τους Σολίστες της Βενετίας (I Solisti Veneti), την πιο φημισμένη Ορχήστρα Δωματίου της Ιταλίας και θα ερμηνεύσει με μοναδικό τρόπο άριες από όπερες του Βιβάλντι.

Η Μαρίτα Παπαρίζου έχει συνεργαστεί με τους Σολίστες της Βενετίας, πραγματοποιώντας διάφορες συναυλίες ανά την Ευρώπη, καθώς και στον βραβευμένο προσωπικό της δίσκο Vivaldi Ma non Solo.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Με αφορμή τη συναυλία που θα δώσουν οι Σολίστες της Βενετίας στο ΚΠΙΣΝ, η οποία είναι αφιερωμένη στον ιδρυτή και, για περισσότερο από μισό αιώνα, αρχιμουσικό τους, Claudio Scimone που απεβίωσε πρόσφατα, η Μαρίτα Παπαρίζου μίλησε στο zougla.gr για την καλλιτεχνική της διαδρομή στην Ελλάδα και στο εξωτερικο, τον ρόλο της τέχνης στη ζωή μας και αποκάλυψε τα μελλοντικά της σχέδια.



Μιλήστε μας για τη συνεργασία σας με τους Σολίστες της Βενετίας, την πιο φημισμένη Ορχήστρα Δωματίου της Ιταλίας. Ποια η εμπειρία σας από αυτήν τη συνεργασία;

Η συνεργασία μου ξεκίνησε, αρχικά, με τον αλησμόνητο μαέστρο τους Claudio Scimone, στη μνήμη του οποίου πραγματοποιείται και η συναυλία. Θυμάμαι ότι ήμουνα στο σπίτι ένα μεσημέρι και χτυπά το τηλέφωνο, το απαντά ο σύζυγός μου και μου λέει κάποιος μιλάει ιταλικά. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν στην άλλη άκρη της γραμμής αυτός ο τεράστιος μαέστρος με ρωτά αν είμαι διαθέσιμη για ένα κονσέρτο στο θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι ως μοναδική σολίστ! Από εκεί και πέρα ακολούθησε η συνεργασία και με την ορχήστρα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με μια διπλή συναυλία, εμφανίσεις στην Ιταλία και φυσικά δισκογραφία ,η οποία βραβεύτηκε και στηρίχτηκε στην προσωπική συλλογή από χειρόγραφα του Βιβάλντι, του Χέντελ και του Μπερτόνι, από την προσωπική συλλογή του μαέστρου. Μπορώ, λοιπόν, να πω πως η συνεργασία μου μαζί τους ήταν σαν ένα ένα ταξίδι στο όνειρο και στον χωροχρόνο.

Τη Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος θα ερμηνεύσετε άριες από όπερες του Βιβάλντι. Έχει ιδιαίτερες δυσκολίες αυτό σας το εγχείρημα;

Το συγκεκριμένο ρεπερτόριο έχει την ιδιαιτερότητα ότι πρέπει από τη μια να μένεις πιστή στη μελωδική γραμμή, που απαιτεί συγκεκριμένη τεχνική, και από την άλλη να εμπλουτίσεις το τραγούδι σου με όλα εκείνα τα συναισθήματα που περιγράφονται από τα λόγια, χωρίς όμως να καταφύγεις στην υπερβολή ρομαντισμού ή αργότερα του βερισμού. Πρέπει με απλά λόγια να κάνεις, όπως λέμε οι μουσικοί, καλό τραγούδι. Από την άλλη όμως η μεγαλύτερη δυσκολία είναι η συγκινησιακή, μιας και θα είμαι στη σκηνή χωρίς τον μαέστρο μου, την ορχήστρα θα διευθύνει από τη θέση του το πρώτο βιολί.

Η φωνή σας προσαρμόζεται ανάλογα με αυτό που έχετε να τραγουδήσετε και μπορεί να ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά ρεπερτόρια. Έτσι μπορείτε να τραγουδήσετε εξίσου καλά μπαρόκ, μπελκάντο, αλλά και γαλλικό ρεπερτόριο. Εσείς από όλα τα ρεπερτόρια τι προτιμάτε περισσότερο να ερμηνεύετε;

Θα σας το πω με ένα απλό παράδειγμα. Οι αγαπημένοι μου συνθέτες είναι ο Βιβάλντι και ο Ροσίνι, ο πρώτος έγραψε τις διάσημες 4 Εποχές, κάπως έτσι νιώθω κι εγώ με τα ρεπερτόρια, σαν εναλλαγή εποχών, όσο κι αν μου αρέσει κάποιο περισσότερο από τα άλλα, δεν μπορώ να μένω συνέχεια σε αυτό. Θεωρώ την εναλλαγή ως απαραίτητο στοιχείο δημιουργικότητας του καλλιτέχνη.



Ένα μεγάλο κομμάτι του βιογραφικού σας περιέχει μπαρόκ μουσική. Μιλήστε μας γι’ αυτό.

Το μπαρόκ είναι ο παράδεισος της κοντράλτο, έχει ρόλους για τη φωνή μου αντρικούς και γυναικείους, δραματικούς και κωμικούς, γραμμές γεμάτες πυκνές κολορατούρες, όπου πραγματικά νιώθεις πως θα εκραγεί το διάφραγμά σου και άλλες με απόλυτο λεγκάτο, που αγγίζουν το όριο της μυσταγωγίας. Μπορεί στην ίδια παράσταση να κληθείς να τραγουδήσεις τόσο ετερόκλητα πράγματα, που πραγματικά είναι σαν να περπατάς σε τεντωμένο σκοινί. Ένας τέτοιος χαρακτηριστικός ρόλος είναι αυτός του Μαινόμενου Ορλάνδου,που αναβίωσε στη σύγχρονη εποχή ο Claudio Scimone και τον οποίο μερικοί χαρακτηρίζουν ως την Ατσουτσένα του μπαρόκ.

Πείτε μας λίγα λόγια για την καλλιτεχνική σας πορεία στο εξωτερικό.

Η πορεία μου ξεκίνησε στο εξωτερικό. Θυμάμαι ότι η πρώτη μου συναυλία ήταν στην Κύπρο, πριν πάρω ακόμα το δίπλωμά μου, και στη συνέχεια, αφού είχα πάρει την υποτροφία του κληροδοτήματος «Αλεξάνδρα Τριάντη» από τον ΟΜΜΑ, έκλεισα το πρώτο μου συμβόλαιο στην Ιταλία, με μια παραγωγή μπαρόκ. Ήταν η πρώτη παγκόσμια αναβίωση της «Αριάδνης στη Νάξο» του Πόρπορα. Έκτοτε ακολούθησε η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, το Μονακό, η Κύπρος και φυσικά η Ελλάδα, όμως η επαγγελματική μου αρχή ήταν στο εξωτερικό, πήγα λίγο ανάποδα, πάντα όμως με τα ρεπερτόρια που γνωρίζετε, δηλαδή μπαρόκ, μπελκάντο και γαλλική μουσική.

Ποιους ρόλους ονειρεύεστε να ερμηνεύσετε ακόμα;

Χμ! δύσκολη ερώτηση γιατί είναι πολλοί, αν όμως ξεχώριζα κάποιους από κάθε ρεπερτόριο θα έλεγα τον ομώνυμο ρόλο από τον «Ρινάλντο» του Χέντελ, την Κλαρίτσε από τη «Λυδία λίθο» και τον ομώνυμο ρόλο από το «Σιγισμούνδο» του Ροσίνι και τη Δαλιδά από την όπερα «Σαμψών και Δαλιδά» του Καμίγ Σαιν-Σανς.

Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι το ελληνικό κοινό έρχεται πιο κοντά στην όπερα τα τελευταία χρόνια;

Με χαρά, μιας και πιστεύω πως όλη μας η γενιά, αλλά και η αμέσως προηγούμενη βάλαμε το χεράκι μας σε αυτό. Η όπερα απόκτησε, δηλαδή, την πραγματική της υπόσταση ως θέαμα και όχι απλά ως ακρόαμα με όμορφα κουστούμια. Όλοι οι σύγχρονοι ερμηνευτές όπερας «παίζουν» επί σκηνής και δεν στέκονται απλά να τραγουδήσουν, όπως έκαναν στην προ Κάλλας εποχή. Εκεί πιστεύω οφείλεται η μεγαλύτερη προσέλευση του κοινού, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως. Η εποχή έχει αλλάξει και υπάρχει ένας καταιγισμός νέων σκηνοθετών, που φέρνουν το χθες στο σήμερα, αυτό δε γίνεται άλλωστε και με το αρχαίο ελληνικό δράμα, τον Σαίξπηρ, τον Ρακίνα και τόσους άλλους;

Πιστεύετε πως αυτήν την εποχή η τέχνη είναι είδος πολυτελείας;

Η τέχνη είναι ψυχαγωγία, αγωγή της ψυχής, είναι αυτή που μας ανεβάζει επίπεδα, από το ζωικό στο ανθρώπινο και από το ανθρώπινο στο θεϊκό. Ο άνθρωπος για να διατηρεί την ταυτότητά του χρειάζεται και πνευματική τροφή και αυτόν ακριβώς τον ρόλο αναλαμβάνει να καλύψει η τέχνη. Αν λοιπόν για κάποιους είναι πολυτέλεια ίσως θα έπρεπε να βάλουν το επίθετο «αναγκαία» ως πρόθεμα.

Ποια τα μελλοντικά σας σχέδια;

Υπάρχει μια σειρά συναυλιών αφιερωμένη στο Ροσίνι, με τα «Αμαρτήματα των γηρατειών», μια δεύτερη σειρά με αναγεννησιακή μουσικό και ισπανικό μπαρόκ, μια δισκογραφία, που ετοιμάζεται, ένα ορατόριο ενός Έλληνα συνθέτη, του κ. Κ. Μουστάκα, στο ΚΠΙΣΝ στις 17 Δεκεμβρίου και γενικά πολλή πολλή μελέτη.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης