«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δεν θα’ μια πια εγώ. Θα’ ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατο τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν» είχε γράψει μεταξύ άλλων στο βιβλίο του ο Νικόλας Άσιμος, και σήμερα 69 χρόνια από τη γέννηση του εξακολουθεί να συγκινεί με τα τραγούδια του και να θεωρείται ένας  ασυμβίβαστος και ιδιαίτερος καλλιτέχνης. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο τραγουδοποιός Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε  στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την «ταξινόμηση» σε κάποια ιδεολογία. Ο Άσιμος ήταν αρχικά αριστερός, απέκτησε όμως αναρχική συνείδηση λίγο αργότερα και στη συνέχεια ξεπέρασε και τον αναρχισμό, καθώς δεν επιθυμούσε να του «κολλούν ταμπέλες».

Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος. Οι γονείς του ήταν από την Κοζάνη, όπου ο Νικόλας έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το σχολείο. Ως έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965, καθώς και στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα, του έγινε επίσημη πρόταση από την ομάδα της Κοζάνης, αλλά τελικά η συμφωνία ναυάγησε.

Το 1967 εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια. Τον Δεκέμβριο του 1972 πρωτοεμφανίστηκε στο κοινό ως τραγουδοποιός, αλλά και ως ηθοποιός (ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ) στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Αρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος. Το 1974 σκηνοθέτησε μία βραχύβια μουσικοθεατρική παράσταση στη μπουάτ «Εντεκάτη Εντολή», χωρίς ανταπόκριση από το κοινό.

Το 1975 σημειώθηκε η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Τον έβγαλε η εταιρεία «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά (1912 – 1981) και έπεσε θύμα λογοκρισίας: δηλαδή μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει στα δισκοπωλεία, αλλά απαγορευόταν η μετάδοσή του από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Την ίδια χρονιά ο Άσιμος συμμετείχε στο πρόγραμμα του Μουσικού Καφενείου «Σούσουρο» (υπόγειο στην οδό Αδριανού 134 στην Πλάκα), ενός, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικού καμπαρέ της Μεταπολίτευσης.

Το 1976 απέκτησε μία κόρη από την εκτός γάμου σχέση του με τη Λίλιαν Χαριτάκη.

Tο 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες – συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο».

Το 1978 ξεκίνησε η περιπέτειά του για να αποφύγει την στράτευση. Πήρε απαλλαγή προσποιούμενος τον ψυχοπαθή και κατάφερε να του αναγνωριστεί ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Οπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», ιδιωτική έκδοση με πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων, την οποία τύπωσε το 1980 και διακινούσε ο ίδιος, υιοθέτησε αυτήν τη συμπεριφορά γιατί ήταν αντίθετος προς τη στράτευση.

Από τον Σεπτέμβριο του 1978 έως τον Μάρτιο του 1987 κυκλοφόρησε οκτώ παράνομες κασέτες με, λιγότερο ή περισσότερο, πρόχειρες ηχογραφήσεις τραγουδιών του. Τις διακινούσε κυρίως ο ίδιος, στα κάγκελα του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, τριγυρνώντας σε μαγαζιά, νυχτερινά κέντρα και μπαρ, ή στα «μαγαζόσπιτα» όπου ζούσε κατά καιρούς, με πιο χαρακτηριστικό το ημιυπόγειο επί της οδού Αραχώβης 41 στα Εξάρχεια, την περίφημη «υπόγα» του Άσιμου, εκεί όπου διέμεινε από το φθινόπωρο του 1978 έως την άνοιξη του 1983.

Το Νοέμβριο του 1982 κυκλοφόρησε από την εταιρεία δίσκων «Μίνως» ο μοναδικός δίσκος 33 στροφών (LP) που έβγαλε όσο ζούσε, με τίτλο «Ο Ξαναπές», σε ενορχήστρωση του Θανάση Μπίκου και παραγωγή του Ηλία Μπενέτου. Συμμετείχαν η Χάρις Αλεξίου σε δύο τραγούδια («Άμα σε λέγαν Βάσω» και «Παπάκι»), ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε άλλα δύο («Πιάστηκα Σχοινί Κορδόνι» και «Της Επανάστασης») και η Αθηναΐκή Κομπανία σε ένα τραγούδι («Σεισμός»).

Έστηνε αυτοσχέδιες παραστάσεις στον δρόμο (happenings) στο κέντρο της Αθήνας, για τις οποίες είχε επινοήσει τους όρους «Κροκ» (στη δεκαετία του ’70) και «Βόλτα» (στη δεκαετία του ’80 στον Λόφο του Στρέφη), ακολουθούμενος από περιστασιακούς συνοδοιπόρους του στο πλαίσιο μιας αρχηγικής καλλιτεχνικής και πολιτικής παρέμβασης. Έκανε σύντομα περάσματα σε κινηματογραφικές ταινίες. Έφτιαξε δύο βραχύβια μουσικά συγκροτήματα, την «Exarchia Square Band», με τον Χρήστο Ζυγομαλά, και τους «Νικόλας  Άσιμος και οι Εναπομείναντες» με τον Τόλη Βουλτζάτη και τη Λίτσα Περράκη.

Τον Απρίλιο του 1987 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγούδησε στον δίσκο του «Χαιρετίσματα» πέντε τραγούδια του Άσιμου : «Ο σάλιαγκας κι ο μάλιαγκας», «Αγαπάω κι αδιαφορώ», «Θα ‘ρθω να σε βρώ», «Θα νικήσουμε (Venceremos)», «Καταρρέω».

Ο Νικόλας Άσιμος τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξέφρασε μεταφυσικές ανησυχίες, απέκτησε εμμονή με το έργο του Αμερικανού ανθρωπολόγου και συγγραφέα Κάρλος Καστανιέδα (1925 – 1998) και, σύμφωνα με μαρτυρίες, πίστεψε ότι διέθετε ικανότητες σαμάνου και έκανε «πειράματα αθανασίας» σκοτώνοντας άτυχα κατοικίδια ζώα τα οποία μετά προσπαθούσε να «αναστήσει».

Το 1987 οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και λίγο αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού, με την κατηγορία του βιασμού. Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι’ αυτή την αβάσιμη κατηγορία, που δεν τεκμηριώθηκε ποτέ. Η εκκρεμούσα δίκη, μαζί με τ’ άλλα προβλήματα που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του… Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε κρεμασμένος στο σπίτι του.

Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Ο ίδιος είχε γράψει στο βιβλίο του:

Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δεν θα’ μια πια εγώ. Θα’ ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατο τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.

Όσο υπήρχα με φοβόσουν.
Όσο υπήρχα δεν με άντεχες.
Δεν είχες την δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά άμα στο ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.
Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με την φάτσα μου επάνω τυπωμένη.
Και σου φαίνεται γέλιο.
Και ας μου φαινόταν γελοίο.

Το 1995 ο Στέλιος Καζαντζίδης περιέλαβε ένα τραγούδι με τίτλο «Ο Φίλος μας» στο δίσκο «Τα βιώματά μου», σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη. Το τραγούδι αυτό, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου «είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας.

Ακούστε το τραγούδι:

 

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης