Ο Νίκο Πιροσμάνι (Niko Pirosmani, 1862-1918), ο λαϊκός ζωγράφος από την Τυφλίδα, θεωρείται από πολλούς ο Θεόφιλος της Γεωργίας. Έμεινε στην ιστορία για τα πριμιτίβ έργα του ζωγραφισμένα πάνω σε μαύρο ύφασμα, μια τεχνική που ανέπτυξε λόγω της αβάσταχτης ένδειας.

 Αυτοπροσωπογραφία

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η αλυσίδα των τραγικών γεγονότων της ζωής του ξεκίνησε από την ηλικία των οκτώ ετών, όταν έμεινε τελείως ορφανός. Αναγκάστηκε να εργαστεί ως βοσκός, παραπαίδι, αργότερα στον υπερκαυκάσιο σιδηρόδρομο, αλλά και ως γαλατάς. Ωστόσο, η αποτυχία του για την εξασφάλιση μίας σταθερής επαγγελματικής απασχόλησης, τον άφησε ανέστιο, περιπλανώμενο και σε μια διαρκή προσπάθεια για επιβίωση.

Το ταλέντο του ζωγράφου, που χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους αυτοδίδακτους καλλιτέχνες όλων των εποχών, εμφανίστηκε από πολύ νωρίς. Μικρός συνήθιζε να ζωγραφίζει στους τοίχους του σπιτιού του εικόνες από παραμύθια που ταυτόχρονα αφηγούνταν στα παιδιά της γειτονιάς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για εκείνον, η ζωγραφική αποτελούσε το όχημα για έναν ελεύθερο και ανεξάρτητο βίο. Έτσι, γύρω στα 1900 πήρε την απόφαση να ζήσει αποκλειστικά ως ζωγράφος, ξεκινώντας την περιπλάνησή του στα προάστια και την επαρχία της Γεωργίας, αποτυπώνοντας στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής.

Χωρικοί, ζώα, καθημερινά αντικείμενα και σκηνές από παραδοσιακά έθιμα, αλλά και βασιλιάδες, συνθέτουν τη θεματολογία του, ενώ παράλληλα σχεδιάζει επιγραφές για καπηλειά, πανδοχεία και εμπορικά καταστήματα. Η πληρωμή του πάντα σε είδος· κρασί και φαγητό.

Σταθμός στη ζωή του η γνωριμία με τη Μαργαρίτα, καλλιτέχνιδα του Café Santan

Η Γαλλίδα ηθοποιός-χορεύτρια Marguerite de Sèvres

Το 1905 αναγγέλθηκε ότι φθάνει στην Τυφλίδα η διάσημη εκπρόσωπος μιας πρωτόγνωρης στη Ρωσία τέχνης, που σήμερα θα την έλεγαν μιούζικαλ, η Μαργαρίτα. Το γεγονός ότι  χόρευε και τραγουδούσε παράλληλα, ενθουσίασε τον Πιροσμάνι, ο οποίος καταγοητευμένος από την ομορφιά της, ζωγράφισε το πορτρέτο της. Ο πίνακας απεικονίζει τη λαμπερή, μέσα στο λευκό φόρεμά της, ηθοποιό, που κρατάει ένα μπουκέτο, ενώ πουλιά στροβιλίζονται γύρω από το κεφάλι της.

Ο μύθος θέλει τον ερωτευμένο Πιροσμάνι να πουλάει τα τελευταία υπάρχοντά του για να τις προσφέρει εκατοντάδες τριαντάφυλλα. Εκείνη τον εγκατέλειψε πολύ σύντομα, φεύγοντας για το Παρίσι. Έκτοτε, ξεκίνησε η περιπλάνησή του σε καπηλειά, πανδοχεία και ταβέρνες, προκειμένου να βρει ένα μέρος για να κοιμηθεί και να ζωγραφίσει. Οι θαμώνες των χαμαιτυπείων με τους ζωγραφισμένους τοίχους δεν έβλεπαν σε αυτά παρά μόνο τα έργα ενός άστεγου μέθυσου. Υπήρξαν κάποιοι από τους σύγχρονούς του που ενδιαφέρθηκαν για τα έργα του, αλλά κανείς δεν προσφέρθηκε να τον βοηθήσει.

 «Θα έπρεπε να αγοράσουμε ένα μεγάλο τραπέζι και ένα μεγάλο σαμοβάρι, και να πίνουμε τσάι, μιλώντας για τη ζωγραφική και την τέχνη. Αλλά δε θέλετε κάτι τέτοιο. Εσάς σας ενδιαφέρουν άλλα πράγματα», έλεγε ο απογοητευμένος Πιροσμάνι στους συναδέλφους του κατά την πρώτη συνάντηση της Γεωργιανής Κοινότητας Τέχνης το 1916.

 Ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος βρήκε τον Πιροσμάνι, όχι μόνο φτωχό και άσημο, αλλά και με ιδιαιτέρως επιβαρυμένη υγεία. Οι δυσκολίες στη ζωή του και ο συνεχής μόχθος για επιβίωση συνεχίστηκε μέχρι το τέλος.

Άφησε την τελευταία του πνοή το 1918 παραμονές του Πάσχα. Ύστερα από μια ζωή περιπλάνησης στο κοινωνικό περιθώριο πέθανε μόνος και περιφρονημένος, στο υγρό υπόγειο μιας ταβέρνας.

Η καλλιτεχνική του αξία αναγνωρίστηκε πολλά χρόνια αργότερα.

Η ιστορία της ζωής του ενέπνευσε το σκηνοθέτη Γκεόργκι Σεγκελάγια, ο οποίος το 1969 τη γύρισε σε ταινία.

Μαρία Μίσσια, Λούκια Σταύρου

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης