Μία τεράστια γυποφωλιά ήταν. Ένας τόπος παρθένος, ανέγγιχτος, που τότε, στα μέσα του 19ου αι., ευνοούσε τη ζωή και τη φιλοξενία του γύπα (σ.σ. για την ακρίβεια του γυπαετού, που ενδημούσε στην ελληνική φύση). Στην πραγματικότητα, τα Τουρκοβούνια ήταν εκείνα που πληρούσαν τις προϋποθέσεις της αναπαραγωγής του συγκεκριμένου είδους της πτηνοπανίδας και η… χάρη του είχε κατηφορίσει ίσαμε τις παρυφές των βασιλικών στάβλων, στο Πεδίο του Άρεως. Γι’ αυτό και η περιοχή ονομαζόταν Γυψέλη.
Κυψέλη κατέληξε στις αρχές του 20ού αι. εκ σοφής -ως απεδείχθη- παραφθοράς. Διότι η ανοικοδόμηση εκτόπισε τους γυπαετούς και ο τόπος μπήκε σε τροχιά προσομοίωσης περισσότερο πολύβουου ανθρώπινου μελισσιού (οπότε η μετατροπή του συμφώνου ήρθε κι έδεσε), παρά ήρεμης αλώβητης φύσης… «Η Γυψέλη, σημαίνουσα γυποφωλεάν εξ ης η Κυψέλη· εκλήθη δε το χωρίον τούτο Γυψέλη από τους εμφωλεύοντας εις τον χώρον αυτόν γύπας» θα γράψει το 1834 ο αγωνιστής του 1821, ιστορικός Δ. Σουρμελής, στην «Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας αγώνα».
Μία αραιή συστάδα παραπηγμάτων ανάμεσα σε μποστάνια και αμπέλια είναι μετά την απελευθέρωση η Γυψέλη. Ο δρόμος των Πατησίων, που από τους πρώτους θα δρομολογηθεί για αξιοποίηση, θα αλλάξει και το ριζικό της, μετατρέποντάς την από τις αρχές του 20ού αι. σε μία από τις πλέον πυκνοκατοικημένες δημοφιλείς συνοικίες. Για την ώρα, ένα διαμαντάκι μόνο λάμπει ανάμεσα στις αγροικίες της φωλιάς των γυπαετών. Η έπαυλη του Σκωτσέζου ναυάρχου Μάλκολμ. Από το 1831, γοητευμένος από το κλίμα της Αθήνας και κυρίως από τον φυσικό πλούτο της Γυψέλης, που -κατά πως λέει- του θυμίζει τοπία της πατρίδας του, ο αρχηγός του βρετανικού στόλου στη Μεσόγειο έχει παραλάβει περιχαρής από τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Σάουμπερτ την εξοχική έπαυλή του σε χωράφι, το οποίο έναν αιώνα μετά, το θαύμα της ρυμοτομίας θα εγκαταστήσει στον αριθμό 39, κάποιας οδού, ονόματι Αγίας Ζώνης…
Έτσι κι αλλιώς, από τα μέσα του 19ου αι. η Γυψέλη αποτελεί τόπο ξεκούρασης και διακοπών. Εδώ, στο παραδεισένιο τοπίο στα ριζά του λόφου του Ελικώνος, καταθέτει ο αρχιτέκτονας Κ. Μπίρης, έφερνε για τη θερινή ραστώνη την οικογένειά του ο πατέρας Καμπούρογλου, δημιουργώντας όμορφες μνήμες στο μυαλό του ανήλικου γιου του, κατοπινού ιστορικού και χρονικογράφου. Ένα απλό δωμάτιο με ένα παράθυρο βορεινό κι ένα μεσημβρινό ζητούσε ο αρθρογράφος πατήρ Καμπούρογλου για να κάθεται σ΄ ένα τραπέζι τοποθετημένο ανάμεσά τους και να εμπνέεται. Αυτή την ιδανική συνθήκη βρήκε το 1862 στο διώροφο σπιτάκι μιας Υδραίας, της κυρα Μπετενιάς, που ζούσε στο ισόγειο και νοίκιαζε στην οικογένεια τον επάνω όροφο.
ΤΟ ΜΕΛΙΣΣΙ ΕΡΧΕΤΑΙ, ΟΙ ΓΥΠΑΕΤΟΙ ΦΕΥΓΟΥΝ…
Το 1920, η απογραφή δείχνει 293.000 κατοίκους στην Αθήνα, εκ των οποίων οι 5.184 στην Κυψέλη. Σε εμβαδόν 822,72 στρεμμάτων αντιστοιχούν στο κάθε στρέμμα περισσότεροι από 6 κάτοικοι. Έως το 1930 η ζωή παραμένει ανθρώπινη. Εξελίσσεται σε μονοκατοικίες με κήπο πέριξ των δύο ρεμάτων, Κυκλοβόρου και Λεβίδη, που οριοθετούν την περιοχή. Το 1925 ένα υπέροχο διώροφο νεοκλασικό θα χτιστεί στο 18 της οδού Άνδρου για να στεγάσει την πρώτη λειτουργία του Κολλεγίου Αθηνών. Σ’ αυτό το ίδιο κτήριο θα φιλοξενείται ανεπίσημα για τις θερινές διακοπές του τη δεκαετία του ’30 ο Αιθίοπας αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ.
Η άφιξη των προσφύγων από τη Μικρασία, μετά το ’22, θα γεννήσει ανάγκες στέγασης, που θα αρχίσουν να ικανοποιούνται από τις παρυφές της Κυψέλης, στην πλαγιά των Τουρκοβουνίων, στη συνοικία Πολύγωνο. Το νέο «φρούτο» που καλείται να αντιμετωπίσει δραστικά τη ζήτηση στέγης λέγεται «πολυκατοικία» και ασφαλώς έρχεται από τη Δύση, όπου ήδη έχει δοκιμαστεί επιτυχώς.
Στην καρδιά της Κυψέλης, πάντως, στη Φωκίωνος Νέγρη, τον δρόμο που εκτείνεται κατά μήκος του ρέματος Λεβίδη, η πρώτη μορφή μοντέρνας αστικής πολυκατοικίας εμφανίζεται το 1932, στον αριθμό 7 και φέρει τη σφραγίδα του αρχιτέκτονα Ν. Παπαδάκη, ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο στη διασταύρωση με την Αγαθουπόλεως υψώνεται η πολυκατοικία Πρωτόπαππα, η πρώτη κατασκευή που υπακούει με πειθαρχία στις επιταγές του μοντερνισμού. Το 1935, στη διασταύρωση με τη Θήρας, ο πολιτικός μηχανικός Μιχάλης Κανάκης θα παρουσιάσει το δικό του δημιούργημα, την τρίφατση πολυκατοικία, που θα κατοχυρωθεί στο όνομά του. Χαρακτηριστικό της είναι η πολύ στενή τρίτη πλευρά της. Εδώ, σε ένα από τα καταστήματα του ισογείου, θα ανατείλει το βασίλειο του ζαχαροπλαστείου Select, που είκοσι και πλέον χρόνια μετά (1956) θα μετακομίσει στη γωνία της Φωκίωνος με την Επταλόφου κι εκεί θα μείνει ίσαμε σήμερα.
Στο μεταξύ, επί δημαρχίας Κοτζιά (1834-1936) αποφασίζεται η κάλυψη των ρεμάτων και η δημιουργία της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης (1935) στο ύψος της Σποράδων και το 1937 ο εξωραϊσμός της Φωκίωνος Νέγρη. Το σχέδιο, που φέρει την υπογραφή ενός εξαιρετικά δημοφιλή αρχιτέκτονα του μεσοπολέμου, του Βασίλη Τσαγρή, περιλαμβάνει έναν επιμήκη κήπο με δένδρα, θάμνους, σιντριβάνια και χώρους ξεκούρασης ανάμεσα σε δύο ασφαλτοστρωμένους δρόμους.
Η ευρύτερη περιοχή της Κυψέλης έχει προσελκύσει την εύπορη μεσοαστική τάξη και οικογένειες της ανώτερης, κυρίως πνευματικής. Επιλέγουν να χτίσουν εδώ τις προσεγμένες μονώροφες και διώροφες κατοικίες τους, με εσωτερικές αυλές και κήπους, συνδυάζοντας αρχιτεκτονικές τάσεις της εποχής. Μία σειρά εντυπωσιακών μονοκατοικιών με ευθείες αναφορές σε ρυθμούς που αναπολούν το κλασικό (νεοκλασικισμός), σε art nouveau (νατουραλιστική αποτύπωση διακοσμητικών λεπτομερειών δανεισμένων από τη φύση), σε art deco (ροπή προς τα γεωμετρικά σχήματα και σε στιλιζαρισμένα φυσικά μοτίβα από το φυτικό βασίλειο) ή σε κάτι απ’ όλα μαζί (εκλεκτικισμός) εμφανίζονται στους δρόμους της Κυψέλης. Η αλήθεια είναι πως αυτήν την εποχή του μεσοπολέμου η αισθητική της κατοικίας στην Ελλάδα, έτσι όπως αποτυπώνεται στην «προθήκη» ρυθμών της συγκεκριμένη περιοχής, εμφανίζεται κάπως ασταθής. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες, που κατά κανόνα έχουν σπουδάσει και δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, φέρνουν τις μοντέρνες τάσεις, προσπαθώντας να τις συνταιριάσουν με τον συντηρητισμό και ενίοτε μικροαστισμό της πατρίδας τους. Χονδρικά, τα οικήματα που σχεδιάζονται είναι ογκώδη με κεντρικό προθάλαμο και δύο χώρους εκατέρωθεν στο εσωτερικό, και πρόσοψη επηρεασμένη από ποικίλες τάσεις που αναπτύσσονται στη Δύση.
Αλλά και στις πολυκατοικίες της Κυψέλης -όπως όλων των αναπτυσσόμενων αυτήν την εποχή περιοχών- οι καθαρές καμπύλες και τα έρκερ (η εξέλιξη του σαχνισιού, της προεξοχής από την κάθετη γραμμή της όψης ενός οικήματος) στην πρόσοψη των κτηρίων προσφέρουν μία νέα αισθητική αντίληψη, στη διαμόρφωση της οποίας έχουν συνδράμει σημαντικά οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, που είναι ήδη εξοικειωμένοι με τις διαφορετικές αισθητικές των νεοσύστατων κοινωνικών τάξεων.
Το έρκερ στην Κυψέλη απαντάται ήδη στο τριώροφο εντυπωσιακό Μέγαρο Μεταξά (κατοικήθηκε από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά), στη διασταύρωση των δρόμων Πατησίων, Αγίου Μελετίου και Φωκίωνος Νέγρη, που υψώθηκε το 1928 και χαρακτηρίζεται από συμπαγή δομή με λεπτομέρειες, στην όψη, πρώιμου art deco. Ακόμη νωρίτερα, μεταξύ 1900 και 1920, στη συμβολή των οδών Κυψέλης και Παξών έχει χτιστεί το έξοχο νεοαναγεννησιακό κτήριο της Βασιλικής Ιταλικής Σχολής Καλών Τεχνών για να στεγάσει σχολή καλογραιών, σε σχέδια του πολιτικού μηχανικού Carlo Buscaglione, μέλους της ομάδας του εκλεκτικιστή αρχιτέκτονα Florestano Di Fausto. Έναν αιώνα μετά (σήμερα) θα στεγάζει το 15ο Γενικό Λύκειο Αθήνας.
Ενίοτε, πάντως, σε αυτήν την Ελλάδα της ταχύτατης οικιστικής ανάπτυξης, με την ανερχόμενη μεγαλοαστική τάξη να επιδιώκει την αποτύπωση του επιτυχημένου βίου στις εστίες της, το μέτρο χάνεται. Σε κατοικίες ιδιοκτητών μίας οικονομικής επιφάνειας καταγράφεται φλύαρη όψη με αντίστοιχα πληθωρικό πομπώδη διάκοσμο, που εξυπηρετεί ανάγκες επίδειξης…
Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΦΩΚΙΩΝΟΣ ΝΕΓΡΗ
Στην ελκυστική Φωκίωνος Νέγρη εξακολουθούν την εμφάνισή τους πολυκατοικίες, που εντυπωσιάζουν με τον σχεδιασμό τους και τις προσεγμένες εισόδους τους. Το 1938 η μοντέρνα πολυκατοικία Λαναρά (στη γωνία με την Επτανήσου) με την πλαστική στιβαρότητα των όγκων της, επιμελημένη από τον πολιτικό μηχανικό Ι. Ζολώτα, υψώνεται μεγαλόπρεπη ως το πρώτο αστικό θαύμα της Κυψέλης. Κάποιοι συγκρίνουν το εκτόπισμά της με εκείνο της σχεδόν σύγχρονής της (1933) μοντέρνας μπλε πολυκατοικίας των Εξαρχείων, καθώς οι δυο τους φέρονται να ανοίγουν τον δρόμο προς την κοσμοπολίτικη αστικοποίηση των συνοικιών της πρωτεύουσας. Η μόνη διαφορά είναι ότι παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο κοσμογυρισμένος δραστήριος βιομήχανος Λαναράς πιάνει στην ατμόσφαιρα οσμή μπαρούτης και ζητά από τον Ζολώτα να συμπεριλάβει και καταφύγιο στα σχέδια της πολυκατοικίας του. Αυτό το καταφύγιο θα σώσει κάμποσο κόσμο τα επικίνδυνα χρόνια…
Η εκλεκτικιστική κατοικία με τα έντονα νεοκλασικά στοιχεία, του Σπύρου Βρεττού στον αριθμό 10 της οδού Θήρας, αποτελεί ένα από τα αρχιτεκτονικά κοσμήματα της περιοχής, που χρόνο με τον χρόνο προσθέτει στη φαρέτρα της νέα όπλα για τη μάχη των εντυπώσεων. Χαρακτηριστικό δείγμα συνδυασμού εκλεκτικισμού και στοιχείων art deco αποτελεί η πολυκατοικία Ρεμέντζου (1937), σε σχέδια του πανεπιστημιακού, αρχιτέκτονα Τάκη Μάρθα, στη συμβολή των δρόμων Κυψέλης και Κιμώλου, ενώ πολλά ακόμη αρχιτεκτονικά διαμαντάκια, αγνώστων ηλικίας και κατασκευαστή, θα ξεπεταχτούν στους δρόμους της παλιάς γυπαετοφωλιάς, της οποίας πλέον ο πληθυσμός συνθέτει το πιο ενδιαφέρον patchwork: Ένα κομμάτι της αθηναϊκής αφρόκρεμας, που επιδιώκει να επενδύσει στη νέα μοντέρνα γειτονιά, μεσοαστούς με παράδες που κοιτούν να αφήσουν το αποτύπωμά τους σε φρέσκα στέκια, νεαρόκοσμο που δεν «χωράει» στα ήδη φτασμένα και ακριβά Εξάρχεια και αναζητά κάτι οικονομικότερο αλλά αντίστοιχα ψαγμένο…
Η Κυψέλη ήδη έχει αποκτήσει ταυτότητα. Είναι η γοητευτική γειτονιά του οικιστικού θαύματος, μία ακόμη καρδιά της πρωτεύουσας, αντίστοιχα ζωηρή και δραστήρια με εκείνη που χτυπά στο κέντρο της πόλης.
Μία διαχρονικότητα στη γοητευτική εικόνα της Φωκίωνος Νέγρη θα επιχειρήσει να περιγράψει στο «Αύριο και για πάντα» ο Γιάννης Μαρής: «Ήταν Οκτώβρης αλλά στην οδό Πατησίων έπαιζαν ακόμη οι θερινοί κινηματογράφοι, στους δρόμους κυκλοφορούσαν οι άνθρωποι με ελαφρά κοστούμια -και μερικοί με πουκάμισα- και τις νύχτες, στα “Νερά” της Φωκίωνος Νέγρη, το Σελέκτ άπλωνε στα πεζοδρόμια τα τραπέζια του…».
ΕΝΑΣ ΤΑΙΡΑΣΤΙΟΣ ΚΑΦΕΝΕΣ ΣΥΝΔΙΑΛΑΓΗΣ, ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ…
Παγκόσμιος πόλεμος, Δεκεμβριανά, εμφύλιος θα καταγραφούν με μελανά χρώματα και στα δικά της κιτάπια, αλλά τη δεκαετία του ’50 η Κυψέλη θα εγκαινιάσει τη χρυσή εποχή του βίου της. Άνθρωποι της τέχνης και του πνεύματος θα εγκατασταθούν εδώ και θα τη μετατρέψουν σε πεδίο έμπνευσης και δημιουργίας. Στα σοκάκια της θα αφήσουν φωνές και ανάσες, στα καφέ και τα ζαχαροπλαστεία της θα γράψουν ιστορία…
Τις δεκαετίες ’50 και ’60 τα οικιστικά «πειράματα» των μοντέρνων αρχιτεκτόνων θα προαχθούν σε «επώνυμες» κατοικίες ή στέκια. Αν μπεις στην τυχερή σου μέρα στο καφενείο «Ηραίον» στη συμβολή Πατησίων και Αγίου Μελετίου, θα δεις σε μια γωνιά ένα μπουκέτο πνευματικών ανδρών, αποτελούμενο από τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον Γκάτσο, τον Εγγονόπουλο να «ξιφουλκούν» θορυβωδώς με τα επιχειρήματά τους σε μία φιλολογική διαφωνία.
Αν πάλι περάσεις απογευματάκι από το Select, ίσως συναντήσεις τον Νίκο Τσιφόρο να σκαρώνει σε ένα από τα τραπέζια κάποιο από τα χρονογραφήματά του. Εδώ εμπνεύστηκε, άλλωστε, και την Ιταλίδα από την Κυψέλη, που έγινε κινηματογραφική επιτυχία. Εδώ έκλεισε, λένε, το 1965 και η συμφωνία με τον Άλκη Γιαννακά, που θα υποδυόταν «Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη».
Εδώ θα συναντήσεις τη Μαρινέλλα να κλείνει συμφωνίες για νυχτερινές εμφανίσεις, εδώ και τον Δομάζο να «ζυμώνεται» με τους φανατικούς θαυμαστές του.
Εδώ εξελίσσονται και οι περίφημες πλάκες του Αλέκου Σακελλάριου, μία από τις οποίες θα διηγηθεί χρόνια μετά σε συνέντευξή του στην ελληνική τηλεόραση:
«Καθόμαστε με τον Τσιφόρο στο Select. Καταμεσής του πρασίνου μπροστά μας είναι ένα περίπτερο που ό,τι έχει βάλει τηλέφωνο. Δύσκολη υπόθεση να έχεις τηλέφωνο εκείνη την εποχή… Τηλέφωνο όμως έχει και το Select. Κάθε τέταρτο μπαίνω μέσα και τηλεφωνώ στον περιπτερά. “Μου δίνετε τον κύριο Σακελλάριο;” λέω με σοβαρό ύφος. “Δεν έχουμε εδώ Σακελλάριο” απαντά στην αρχή ευγενικά. Κάθε τέταρτο, το ίδιο τηλεφώνημα, το ίδιο αίτημα και ο περιπτεράς δεν μπορεί πλέον να συγκρατήσει τον θυμό του και βρίζει! Μετά από καμμία ώρα, πάω στο περίπτερο και του λέω: Σακελλάριος. Μήπως με ζήτησε κανένας;;; Αν δεν γινόμασταν φίλοι στην πορεία των χρόνων, νομίζω ότι ακόμα θα με κυνηγούσε…».
Η πεζοδρόμηση της Φωκίωνος Νέγρη τη δεκαετία του ’70 θα φέρει ακόμη μεγαλύτερη αίγλη στην περιοχή, όπου, στο μεταξύ, έχουν βρει φιλόξενες στέγες τα περισσότερα θέατρα της πρωτεύουσας. Η περιοχή ικανοποιεί και τις πιο υψηλές απαιτήσεις σε «άρτο και θέαμα». Τα καταστήματα εστίασης εκατέρωθεν της ήδη πρασινοσπαρμένης και πεζοδρομημένης πλέον Φωκίωνος βλέπουν την υπεραξία τους να σκαρφαλώνει, καθώς ως «κυψέλη τέχνης» και επίσημα πια, η πάλαι ποτέ Γυψέλη μετατρέπεται σε μία τεράστια σκηνή, όπου από νωρίς το πρωί ίσαμε το άλλο πρωί παρελαύνουν αστέρες. Είναι, βλέπεις, εδώ ψηλά στο 82 της Φωκίωνος και η περίφημη «Κουίντα», το πρώτο κλαμπ της Αθήνας με παρισινές προδιαγραφές, που προσελκύει όλη την… «καλή κοινωνία» της εποχής, από τον Ωνάση ως τον Ομάρ Σαρίφ, τον Μπελμοντό, τον Λούτσιο Ντάλα, τον Ντέμι Ρούσο, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και άλλους πολλούς.
Εδώ στη Φωκίωνος, όπου κατοικούν, θα συναντήσεις σε κάποια από τα περιδιαβάσματά τους τον Τόνι Μαρούδα, τον Ορέστη Λάσκο και τη Μπεάτα Ασημακοπούλου, τον Νίκο Σταυρίδη, τις αδελφές Καλουτά, τον Κώστα Καζάκο, τον Θύμιο Καρακατσάνη. Και λίγο πιο κάτω, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Γιώργο Κωνσταντίνου, τη Μάρθα Καραγιάννη, τη Τζένη Καρέζη, τον Λουκιανό Κηλαϊδόνη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Απόστολο Καλδάρα, την Κική Δημουλά, αλλά και τον Μένη Κουμανταρέα που συγκρατημένα θα αναπολήσει στο έργο του «Σε λίγο θα είμαστε όλοι ξένοι…»: «Μπορεί παλιότερα να κυλούσαν γάργαρα νερά σ΄ αυτόν τον δρόμο, μπορεί να ήταν σημείο συνάντησης κάποιων καλλιτεχνών, μπορεί οι αστοί τότε να βρίσκονταν στο απώγειό τους. Όμως και τώρα πόσο ενδιαφέρον έχει ο πεζόδρομος και πόση ποικιλία…».
Ακολουθώντας τη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, γεννήθηκε, μπουσούλησε, μεγάλωσε, θέριεψε και συρρικνώθηκε. Μπροστά στο ενδεχόμενο ενός θανάτου, που άλλωστε απείλησε ολόκληρη τη χώρα τα πέτρινα χρόνια της κρίσης, η Κυψέλη κατάφερε να επιβιώσει μπαίνοντας σε μία νέα περίοδο αναβίωσης μία παλιάς αίγλης με νέα χαρακτηριστικά. Τώρα πια είναι μία καταξιωμένη, αριστοκράτισσα μεγαλοκόρη που βγάζει απ’ το μπαούλο τις παλιές τουαλέτες της για να υποδεχθεί το μελίσσι που δεν συνθέτει μόνο η γενιά των Ελλήνων με τα τόσο ποικίλα ερεθίσματα και τις τόσο διαφορετικές απαιτήσεις, αλλά κι ένα μωσαϊκό ανθρώπων διαφορετικών φυλών και διαλέκτων, με ξεχωριστά ήθη και έθιμα.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ