Η Μόνικα Βίτι, η Ιταλίδα ηθοποιός που φώτισε το έργο του Μικελάντζελο Αντονιόνι, πέθανε σε ηλικία 90 ετών. Σύμφωνα με την Corriere Della Sera, η ηθοποιός που έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ, πέθανε την Τετάρτη.
Στην αίθουσα Τύπου του Φεστιβάλ Ιταλικού Τραγουδιού του Σανρέμο, το οποίο άρχισε χθες, όλοι οι δημοσιογράφοι, μόλις πληροφορήθηκαν την είδηση της Μόνικα Βίτι, σηκώθηκαν όρθιοι και -εμφανώς συγκινημένοι- τίμησαν τη μνήμη της με παρατεταμένο χειροκρότημα.
«Αντίο Μόνικα Βίτι, αντίο στην βασίλισσα το ιταλικού σινεμά. Η σημερινή είναι μία ημέρα μεγάλης θλίψης, μία μεγάλη καλλιτέχνις και μία μεγάλη Ιταλίδα χάθηκε», αναφέρει στην ανακοίνωσή του ο υπουργός Πολιτισμού της χώρας, Ντάριο Φραντσεσκίνι.
Ο πρώην δήμαρχος της Ρώμης και κριτικός κινηματογράφου Βάλτερ Βελτρόνι, γνωστοποίησε την είδηση μέσα από ανάρτησή του στο Twitter. «Ο Ρομπέρτο Ρούσο, σύντροφός της όλα αυτά τα χρόνια μου ζητά να επικοινωνήσω ότι η Μόνικα Βίττι δεν είναι πια μαζί μας. Το κάνω με μεγάλη θλίψη, στοργή και νοσταλγία», έγραψε στον λογαριασμό του στη δημοφιλή πλατφόρμα.
Η Μόνικα Βίτι εδώ και περίπου δύο δεκαετίες είχε αποσυρθεί από την δημόσια και καλλιτεχνική ζωή, λόγω νευρολογικής, εκφυλιστικής ασθένειας. «Μούσα» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, παρτενέρ του γνωστού ηθοποιού Αλμπέρτο Σόρντι, με μια ιδιαίτερη, αναγνωρίσιμη βραχνή φωνή.
Είχε παίξει σε πάνω από 50 έργα και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας την είχε τιμήσει με Χρυσό Λέοντα για το σύνολο της καριέρας της, ενώ είχε λάβει και πέντε βραβεία «Ντάβιντ Ντι Ντονατέλο», ως καλύτερη Ιταλίδα ηθοποιός.
«Είχε καταφέρει να γίνει αγαπητή, να επικρατήσει και ως κωμική ηθοποιός, κάτι το πολύ σπάνιο για μια γυναίκα», έλεγε ο Αλμπέρτο Σόρντι, ενώ είχε διευθύνει και η ίδια, ως σκηνοθέτης, κινηματογραφικά έργα. Ο Ιταλικός Τύπος γράφει σήμερα ότι «η Μόνικα κατάφερνε να είναι συγχρόνως θελκτική, πνευματώδης, αινιγματική, λαϊκή και πανέξυπνη».
Στο θέατρο είχε ερμηνεύει Σαίξπηρ, Μολιέρο και Μπρέχτ. Παράλληλα, διέπρεψε και στο χώρο της μεταγλώττισης. Με την ιδιαίτερη φωνή της, προκάλεσε το ενδιαφέρον σκηνοθετών και παραγωγών και μπόρεσε να μετατραπεί σε πρωταγωνίστρια του ιταλικού κινηματογράφου. Βλέποντας την να μεταγλωττίζει, ο Μικελάντζελο Αντονιόνι είπε την καθοριστική για την πορεία της φράση: «αυτή η κοπέλα έχει ωραίο κεφάλι, θα μπορούσε να κάνει και σινεμά».
Η Νύχτα, η Έκλειψη, Κόκκινη Έρημος, είναι ορισμένες μόνον από τις μεγάλες της επιτυχίες. Οι Γάλλοι, της έδειχναν την ίδια αγάπη και εκτίμηση με τους συμπατριώτες της και οι κριτικοί κινηματογράφου στο Παρίσι με κάθε ευκαιρία υπογράμμιζαν την εκφραστικότητα και το έντονο βλέμμα της Μόνικα Βίτι, το ότι κατάφερνε να επικοινωνεί χωρίς να πρέπει να προφέρει ούτε μια λέξη.
Άλλες αξιοσημείωτες δουλειές της ηθοποιού ήταν οι: «On My Way to the Crusades, I Met a Girl Who…» (1967) με τον Τόνι Κέρτις, «The Girl with a Pistol» (1968) με τον Στάνλεϊ Μπέικερ, «The Bitch Wants Blood» (1969) και «Help Me, My Love» (1969) με τον Σόρντι. Με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι συμπρωταγωνίστησε στην επιτυχημένη ρωμαντική κωμωδία «Dramma della gelosia» (1970). Επιπλέον συμμετείχε στις «Le coppie» (1970) με τον Σόρντι, «The Pacifist» (1970), «La supertestimone» (1971), «That’s How We Women Are» (1971), και «Orders Are Orders» (1972). Συμμετείχε και σε μια εκδοχή της «La Tosca» (1973) και στην ταινία του Σόρντι «Polvere di stelle» (1973) για την οποία κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού.
Συμπρωταγωνίστησε με την Κλαούντια Καρντινάλε στις ταινίες «The Immortal Bachelor» (1975) και «Blonde in Black Leather» (1975). Η δεύτερη αγγλόφωνη ταινία της Βιτι ήταν η «An Almost Perfect Affair» (1979) σε σκηνοθεσία Μάικλ Ρίτσι, η οποία διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
Τον Ρούσο τον παντρεύτηκε το 2000, με τον οποίο ήταν σε σχέση από το 1973. Η τελευταία της δημόσια εμφάνιση ήταν το 2002 στην παριζιάνικη πρεμιέρα του θεατρικού μιούζικαλ «Notre-Dame de Paris». Το 2018, ο σύζυγός της επιβεβαίωσε την είδηση ότι ζούσε μαζί του στο σπίτι τους στη Ρώμη και την πρόσεχε με τη βοήθεια φροντιστή.
Συλληπητήριο μήνυμα στην οικογένεια της Βίτι έστειλε και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι. «Ήταν μια ηθοποιός με μεγάλη ειρωνεία και εξαιρετικό ταλέντο. Κατέκτησε γενιές Ιταλών με την ομορφιά της, το πνεύμα της, την υποκριτική της ικανότητα. Συνέβαλε στην λάμψη του ιταλικού κινηματογράφου», έγραψε ο Ιταλός πρωθυπουργός.
«Ήταν η πρώτη που με ενθάρρυνε να συνεχίσω αυτή την δουλειά. Οι νέες ηθοποιοί πρέπει να μελετήσουν πολύ προσεκτικά τις ερμηνείες της, αποτελούν περιουσία ανεκτίμητη», τόνισε ο Ιταλός ηθοποιός Κάρλο Βερντόνε.
Η σορός της αναμένεται να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα και, αν η οικογένεια δώσει τη συναίνεσή της, η κηδεία της μεγάλης ηθοποιού θα τελεσθεί σε κεντρική εκκλησία της Ρώμης.