Σαν σήμερα γεννήθηκε ο κορυφαίος Ιταλός ηθοποιός Βιτόριο Γκάσμαν (1η Σεπτεμβρίου 1922), ο οποίος άφησε εποχή σε ταινίες όπως «Ο Φανφαρόνος», «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», «Άρωμα Γυναίκας», «Ο Μεγάλος Πόλεμος», «Ο Κλέψας του Κλέψαντος», «Η Ταράτσα». Έπαιξε και σε πολλά άλλα καλά φιλμ, αλλά πάντα προτιμούσε να τιμά τη φιλία των μέγιστων Ντίνο Ρίζι και Μάριο Μονιτσέλι, αλλά και του Ετόρε Σκόλα. Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες της Ιταλίας και του παγκόσμιου κινηματογράφου, αλλά η εμμονή του να τιμά τη φιλία τού στέρησε κάποιες πιθανές άλλες συνεργασίες με μεγάλους δημιουργούς. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Φεντερίκο Φελίνι, με τον οποίο δεν συνεργάστηκαν ποτέ. Αν κάποιος έχασε από αυτό ήταν ο maestro…
Από το μπάσκετ στο σανίδι
Ο Γκάσμαν, που είχε το έμφυτο χάρισμα του ηθοποιού, αλλά και εξαιρετική παιδεία, θα πίστευε κανείς ότι μας έρχεται από τη μεγάλη λαϊκή σχολή ηθοποιίας του ιταλικού νότου. Άλλωστε ο ίδιος είχε πει εύστοχα ότι «σε μια λαϊκή αγορά της Νάπολης βρίσκεις περισσότερο ταλέντο απ’ ότι σε όλο το Χόλιγουντ». Κι όμως, είχε γεννηθεί (1η Σεπτεμβρίου 1922) στη Γένοβα, από Γερμανό πατέρα και Εβραία μητέρα. Γρήγορα ανακάλυψε την κλίση του και πήγε στη Ρώμη για να σπουδάσει στην Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, παρότι είχε ταλέντο και στο μπάσκετ, έχοντας και το προνόμιο του ύψους.
Ο Βιτόριο Γκάσμαν, αν ήταν απολαυστικός στη μεγάλη οθόνη, στο σανίδι, για όσους είχαν την τύχη να τον δουν, ήταν ένα πραγματικό θηρίο, μία μοναδική εμπειρία. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1942, ενώ δέκα χρόνια μετά -αφού συνεργάστηκε, για μερικά χρόνια με τον Λουκίνο Βισκόντι-, θα δημιουργήσει το δικό του θίασο, το ιταλικό Θέατρο Τέχνης, ανεβάζοντας κλασικά έργα, από Αισχύλο και Σενέκα, μέχρι Ίψεν, Σαίξπηρ και Ανουίγ.
Πικρό Ρύζι
Ο πρώτος του αξιόλογος ρόλος στο σινεμά ήταν αυτός του Τζάκομο Καζανόβα το 1947 στο «Il Cavaliere Misterioso» του Ρικάρντο Φρέντα, έχοντας δίπλα του την Ιβόν Σανσόν. Δύο χρόνια αργότερα θα παίξει στο περίφημο «Πικρό Ρύζι» του σημαντικού Τζουζέπε ντε Σάντις, όπου ο νεορεαλισμός κολλάει με τη σεξουαλικότητα, έχοντας ως συμπαραστάτες τον Ραλφ Βαλόνε και τη αλησμόνητη Σιλβάνα Μάγκανο. Θα ξανασυναντηθούν οι τρεις τους το 1951 στην «Άννα», μια ταινία που θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία. Η Μάγκανο μαγεύει χορεύοντας και ο Γκάσμαν ως αλητήριος έδειξε τι μπορούμε να περιμένουμε από το ταλέντο του.
Η Αμερική και ο θρίαμβος της επιστροφής
Μετά από μία πετυχημένη περιπέτεια στην Αμερική για πέντε έξι χρόνια, όπου γύρισε αρκετές ταινίες και παντρεύτηκε τη Σέλεϊ Γουίντερς, ο Γκάσμαν θα επιστρέψει στην Ιταλία για να κάνει θαύματα. Η αρχή του προσωπικού του θριάμβου θα αρχίσει το 1958 στην κλασική κωμωδία «Ο Κλέψας του Κλέψαντος» του Μονιτσέλι, έχοντας δίπλα του τους Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Τοτό, Κλάουντια Καρντινάλε και μια σειρά από εκπληκτικούς καρατερίστες. Στο ρόλο του παλικαρά, αποτυχημένου μποξέρ και γόη είναι κάτι παραπάνω από συγκλονιστικός. Συμπυκνώνει όλη την “ κομέντια ντελ άρτε” μέσα σε λίγα λεπτά. Την επόμενη χρονιά, ξανά με τον Μονιτσέλι, θα πρωταγωνιστήσει, μαζί με τον Αλμπέρτο Σόρντι, στο αντιπολεμικό αριστούργημα «Ο Μεγάλος Πόλεμος».
Ο Φανφαρόνος
Τη δεκαετία του ‘60 άρχισε να γίνεται ιδιαιτέρως επιλεκτικός, παίζοντας μόνο σε πέντε ταινίες. Μία απ’ αυτές όμως ήταν και η περίφημη πικρή κωμωδία «Ο Φανφαρόνος» του Ντίνο Ρίζι, όπου δίνει τα ρέστα του, τρέχοντας με την ανοικτή Alfa Romeo του, έχοντας δίπλα του τον νεαρό Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Όλο το πνεύμα της μεταπολεμικής Ιταλίας σε δυο ώρες. Θα παίξει και στο αγαπημένο σπονδυλωτό φιλμ του Ρίζι «Τα Τέρατα», έχοντας δίπλα του τον εξαίσιο Ούγκο Τονιάτσι. Θα ακολουθήσει η απολαυστική κωμωδία του Μονιτσέλι «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», που μοιάζει με προοίμιο των ταινιών των Μόντι Πάιθονς. Το 1969 θα πρωταγωνιστήσει στο χαριτωμένο «Η Ωραία και ο Ναπολιτάνος», που έχει τη δική του αξία καθώς θα συνυπάρξει με την Σοφία Λόρεν.
Άρωμα μεγαλείου
Τη δεκαετία του ‘70 θα γυρίσει κάποιες ταινίες, πολλές φορές με την πανέμορφη Μόνικα Βίτι, ενώ γίνεται φανερό ότι είναι κοντά η εποχή κρίσης του ιταλικού σινεμά, με την κυριαρχία της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και την εξάντληση μιας γενιάς δημιουργών, που έγραψαν τη δική τους ιστορία στον σινεμά. Ωστόσο, θα γυρίσει το «Άρωμα Γυναίκας» του Ντίνο Ρίζι δίνοντας ρεσιτάλ ως τυφλός απόστρατος. Το ρόλο επανέλαβε μετά από 20 χρόνια ο Αλ Πατσίνο, χαρίζοντάς του δικαίως το Όσκαρ Α’ Ρόλου. Κι όμως ο Γκάσμαν ήταν καλύτερος.
Ψηλός, με αθλητικό παράστημα, ψηλό μέτωπο, κατάμαυρα μαλλιά και εκφραστικά μαύρα μάτια, ο Βιτόριο Γκάσμαν με το αρχοντικό του στυλ ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στον γυναικόκοσμο της Ιταλίας. Ήταν ένας σύγχρονος Καζανόβας που συναγωνιζόταν τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι σε κατακτήσεις. Το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει οι συμπατριώτες του ήταν «Ο Αττίλας του Φεγγαρόφωτου».
Προσωπική ζωή
Το 1944 ο Γκάσμαν παντρεύτηκε τη συμπρωταγωνίστριά του στο θέατρο Νόρα Ρίτσι, με την οποία απέκτησε μία κόρη. Το 1952 μπήκε στη ζωή του η Αμερικανίδα ηθοποιός Σέλεϊ Γουίντερς, η οποία παραθέριζε στη Ρώμη με τον αρραβωνιαστικό της Φάρλεϊ Γκρέιντζερ. Ο Γκάσμαν χώρισε τη Ρίτσι και παντρεύτηκε την Αμερικανίδα σταρ, με την οποία απέκτησε μία κόρη, προτού πάρουν διαζύγιο δύο χρόνια αργότερα. Αιτία του χωρισμού τους, η σχέση του με τη νεαρή ηθοποιό Άννα Μαρία Φερέρο, η οποία υποδυόταν την Οφηλία στην παράσταση του «Άμλετ» στην οποία πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Το 1972 παντρεύτηκε για τρίτη φορά με την ηθοποιό Ντιλέτα Ντ’ Αντρέα, με την οποία απέκτησε ένα γιο. Ενδιάμεσα είχε αποκτήσει ακόμη ένα γιο από τη σχέση του με τη Γαλλίδα ηθοποιό Ζιλιέτ Μενιέλ.
Ο Βιτόριο Γκάσμαν πέθανε στη Ρώμη στις 29 Ιουνίου 2000 έπειτα από έμφραγμα. Ωστόσο, είχε ταλαιπωρηθεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του από σοβαρή κατάθλιψη και στη συνέχεια από συμπτώματα της νόσου Αλτσχάιμερ.