Από τα πλέον επιφανή μέλη της μεγάλης βρετανικής υποκριτικής σχολής, ο Τσαρλς Λότον άφησε εποχή για τις ερμηνείες του στον κινηματογράφο, καθώς η πληθωρική του εμφάνιση αλλά και η εγκάρδια ταύτισή του με τους χαρακτήρες που υποδυόταν, μαγνήτιζαν τη ματιά του θεατή.
Βεβαίως, όλοι όσοι τον είχαν δει στο θέατρο, υποστήριζαν ότι ήταν ένας ανυπέρβλητος ηθοποιός, που πήγαινε σε άλλη διάσταση την υποκριτική. Η διαπεραστική του φωνή κυριαρχούσε, το σανίδι έτριζε, οι προβολείς πύρωναν από την ερμηνευτική του ικανότητα. Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ένας μεγάλος ηθοποιός αναδείκνυε το μέγεθος του ταλέντου του στο θέατρο, εν αντιθέσει με τις μετριότητες, που μπορεί να «έγραφαν» στη μεγάλη οθόνη, αλλά στο παλκοσένικο αποκάλυπταν τις αδυναμίες τους, έμεναν γυμνοί, χωρίς τη φροντίδα ενός επιτελείου τεχνικών του κινηματογράφου, που κρύβουν τις ατέλειες των ηθοποιών.
Ο Τσαρλς Λότον, κατάφερε να μπει στον – η αλήθεια είναι – μεγάλο κύκλο των σπουδαίων Βρετανών ηθοποιών, έχοντας προβληματική εμφάνιση για πρωταγωνιστή. Ήταν σχεδόν δύσμορφος, παχύσαρκος, με μικρά μάτια και μεγάλα μάγουλα και φουσκωμένα χείλια, αραιά μαλλιά, λιπαρή επιδερμίδα και όλα αυτά να τονίζονται στη μεγάλη οθόνη, ορισμένες φορές και σε υπέρμετρο βαθμό. Είχε όμως κι ένα ταλέντο που ξεχείλιζε, μία ερμηνευτική δεινότητα, αρπάζοντας τον χαρακτήρα που υποδυόταν και τον έκανε δικό του, ενώ με τη χαρακτηριστική φωνή του μπορούσε ταυτόχρονα να γίνεται τραχύς, απειλητικός, αγαπησιάρης, γι’ αυτό δεν ήταν και λίγες οι ηχογραφήσεις που έκανε, από χριστουγεννιάτικες ιστορίες και Σαίξπηρ, μέχρι θρησκευτικά κείμενα και κλασικό ρεπερτόριο.
Ο Τσαρλς Λότον πέθανε πριν από 60 χρόνια, στις 15 Δεκεμβρίου του 1962, σε ηλικία 63 ετών, από καρκίνο, αφήνοντας πίσω του μία τεράστια πολιτιστική κληρονομιά, άυλη, όπως είναι η τεχνική του, το ερμηνευτικό του μεγαλείο στο θέατρο, αλλά ευτυχώς και πολλές ταινίες και ηχογραφήσεις με τις οποίες μπορούμε να χαιρόμαστε το υποκριτικό του χάρισμα και να διαπιστώνουμε, για μια ακόμη φορά, ότι σπουδαίος ηθοποιός γεννιέσαι δεν γίνεσαι.
Από το ξενοδοχείο στο Old Vic
Ο Τσαρλς Λότον γεννήθηκε στο Σκάρμπορο του Γιόρκσιρ το 1899, από γονείς που διατηρούσαν ξενοδοχείο. Η μητέρα του Ελίζαμπεθ, που ήταν ιρλανδικής καταγωγής και καθολική, τον έστειλε στο Κελέγιο Στόντχερστ, γνωστό ιησουιτικό σχολείο της Αγγλίας. Θα πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όταν επιστρέψει στην Αγγλία θα αρχίσει να δουλεύει στο ξενοδοχείο των γονιών του, ενώ παράλληλα συμμετείχε σε ερασιτεχνικούς θιάσους. Το 1925, θα αρχίσει να σπουδάζει στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών και την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο θα την κάνει το 1926 σε μια κωμωδία. Παρά την άσχημη εμφάνισή του, θα εντυπωσιάσει το κοινό στα κλασικά έργα του Άντον Τσέχοφ «Ο Βυσσινόκηπος» και «Οι Τρεις Αδελφές». Το 1931 θα κάνει την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ, ενώ θα επιστρέψει τον επόμενο χρόνο για να ερμηνεύσει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε έργα του Σέξπιρ στο Old Vic.
Μπαινοβγαίνοντας στο σινεμά
Ταυτόχρονα, λίγο πριν από το 1930 ξεκίνησε και τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, σε κάποιες βωβές κωμωδίες, στις οποίες πρωταγωνιστούσε η σύζυγός του Έλσα Λάντσεστερ. Κατά την περιοδεία του στις ΗΠΑ δέχθηκε προτάσεις από το Χόλιγουντ, κάτι που αποδέχθηκε παίζοντας για πρώτη φορά στην ταινία τρόμου «Το Σπίτι του Μυστηρίου». Θα ακολουθήσει η πολεμική περιπέτεια «Ο Δαίμον του Υποβρυχίου» παίζοντας δίπλα σε Ταλούλα Μπάνκχεντ, Γκάρι Κούπερ και Κάρι Γκραντ, ενώ καθιερώθηκε όταν ερμήνευσε τον ρόλο του Νέρωνα στην επική παραγωγή του Σεσίλ Ντε Μιλ «Το Σημείο του Σταυρού».
Ο Ερρίκος Η και το Όσκαρ
Θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες πυρετωδώς μέχρι να γυρίσει στην Αγγλία για να εγκαινιάσει τη συνεργασία του με τον περίφημο σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κόρντα στην κλασική ταινία «Η Ιδιωτική Ζωή του Ερρίκου ‘Η», με την οποία κέρδισε το Όσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου. Μία ταινία, που στάθηκε τεράστια εμπορική επιτυχία κι έδωσε τεράστια ώθηση στη σταδιοδρομία του Λότον, αλλά και του συμπρωταγωνιστή του Μερλ Όμπερον και αποτέλεσε την πρώτη βρετανική παραγωγή που προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Το Όσκαρ άνοιξε κι άλλους δρόμους στον Λότον, που άρχισε να εμφανίζεται συχνότερα στον κινηματογράφο, παρά στο θέατρο. Επέστρεψε στο Χόλιγουντ, όπου έπαιξε δίπλα στην Κάρολ Λομπάρντ στο δραματικό «Λευκή Γυναίκα», τον επιθεωρητή Ιαβέρη στους «Άθλιους» και τον σκληρόκαρδο Κάπτεν Μπλάι, σε έναν από τους πιο γνωστούς ρόλους του, στην εξωτική περιπέτεια «Ναυτική Ανταρσία». Μια ταινία που του έδωσε τη δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ, αλλά έχασε από τον εξαιρετικό Βίκτορ ΜακΛάγκλεν, στον «Καταδότη» του Τζον Φορντ.
Ο Χίτσκοκ και η επιβολή της Μορίν
Το 1936 θα επιστρέψει στην Αγγλία, για να παίξει στη βιογραφική ταινία του Κόρντα «Η Ζωή του Ρέμπραντ», ενώ δυστυχώς η επόμενη συνεργασία τους, για το «Εγώ ο Κλαύδιος», θα μείνει ανολοκλήρωτη, εξαιτίας ενός ατυχήματος του συμπρωταγωνιστή Μερλ Όμπερον. Το 1939 θα πρωταγωνιστήσει στην ταινία του Χίτσκοκ «Η Ταβέρνα της Τζαμάικα» επιβάλλοντας τη νεαρά Μορίν Ο’Χάρα ως συμπρωταγωνίστρια, την οποία βοήθησε να ανέλθει στο κινηματογραφικό στερέωμα με μία «πατρική» στοργή. Άλλωστε θα την έχει συμπρωταγωνίστρια ως Εσμεράλδα και στο κλασικό φιλμ «Η Παναγία των Παρισίων», που γύρισε για την RCO, η επιτυχία της οποίας γλύτωσε την εταιρεία από τη χρεοκοπία. Ο ίδιος θα κρατήσει τον ρόλο του Κουασιμόδου, κάνοντας μια ανεπανάληπτη ερμηνεία, καθιστώντας τον τερατόμορφο ήρωα έναν από τους πιο αγαπημένους του κινηματογράφου.
Δύο αξιομνημόνευτοι ρόλοι
Θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες ασταμάτητα, αλλά σίγουρα μέχρι το πρόωρο τέλος του, δύο είναι οι αξιομνημόνευτες ερμηνείες του. Η πρώτη, θα είναι για το αριστουργηματικό δραματικό φιλμ «Το Ξύπνημα του Σκλάβου», που γύρισε ο Ζαν Ρενουάρ το 1943 και ο Λότον κρατά τον ρόλο ενός δειλού διευθυντή σχολείου στην κατεχόμενη Ευρώπη από τους Γερμανούς ναζιστές. Ενός δασκάλου που η αγάπη του για την πατρίδα του και μια δασκάλα (Μορίν Ο’ Χάρα) θα τον κάνουν σύμβολο της αντίστασης. Η δεύτερη, θα είναι το θαυμάσιο πανούργο δικαστικό δράμα «Μάρτυρας Κατηγορίας» που γύρισε το 1957 ο Μπίλι Γουάιλντερ, έχοντας ως συμπρωταγωνιστές τη Μάρλεν Ντίντριχ και τον Τάιρον Πάουερ. Ο Λότον στον ρόλο του βετεράνου δικηγόρου, που ζει υπό τον άγρυπνο έλεγχο μιας νοσοκόμας, λόγω προβλημάτων υγείας, δίνει πραγματικά τα ρέστα του και εξαφανίζει από την οθόνη οτιδήποτε άλλο.
Η Νύχτα του Κυνηγού
Ο Τσαρλς Λότον, που έζησε για 33 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του, με τη γυναίκα του ηθοποιό και συμπρωταγωνίστριά του σε πολλές ταινίες, Έλσα Λάντσεστερ, με την οποία δεν απέκτησαν παιδιά, κάποιοι υποστηρίζουν λόγο της αμφιφυλοφιλίας του, κάτι που διέψευσε η Μορίν Ο’Χάρα, θα σκηνοθετήσει το 1955 τη μία και μοναδική ταινία του, το περίφημο φιλμ νουάρ «Η Νύχτα του Κυνηγού». Ένα φιλμ, που στάθηκε μεγάλη αποτυχία στην εποχή του, αλλά αποκαταστάθηκε χρόνια μετά, για τη γοητεία που εκπέμπει, αν και πράγματι ο Λότον στριμώχνει πολλά διαφορετικά είδη στην φιλόδοξη παραγωγή, έχοντας ως πρωταγωνιστή τον σαγηνευτικά απειλητικό Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Ωστόσο, ο Τσαρλς Λότον θα μείνει για πάντα ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της εποχής του, μπαίνοντας δίπλα σε όλα τα κορυφαία ονόματα της περίφημης βρετανικής σχολής, όπως οι Λόρενς Ολιβιέ, Μάικλ Κέιν, Άλαν Μπέιτς, Πίτερ Ο’Τουλ, Πίτερ Σέλερς, που συνεχίζουν να εμπνέουν και τις νεότερες γενιές πρωταγωνιστών μέχρι και σήμερα.