Σάββατο 22 Νοεμβρίου
Ο Tony Allen είναι ο νιγηριανός ντράμερ, συνθέτης και τραγουδοποιός που, μαζί με τον Fela Kuti, εισήγαγε στα μέσα της δεκαετίας του 60 τη γνωστή ως afrobeat μουσική, ένα νέο πάντρεμα τζαζ και παραδοσιακής αφρικανικής μουσικής. Κατά τη δεκαετία του 70 ήταν, εκτός από βασικός ντράμερ, ο μουσικός διευθυντής των Fela Kuti & Africa 70, αφήνοντας πίσω του ιστορικούς πλέον δίσκους όπως τα Jealousy and Progress, No Accomodation for Lagos και No Discrimination.
Η πρώτη του επαγγελματική δουλειά, ως μουσικός, ήρθε το 1964 σε ηλικία 18 ετών. Ενώ εργαζόταν ως τεχνικός σε ραδιόφωνο, ταυτόχρονα έπαιζε claves (κλασικό αφρικανικό όργανο) στην μπάντα των Cool Cats. Όταν, λίγο αργότερα, ο ντράμερ εγκατέλειψε την μπάντα, τη θέση του πήρε ο Tony Allen για να ξεκινήσει από εκείνη τη στιγμή μία εντυπωσιακή καλλιτεχνική πορεία. Την ίδια χρονιά, κλήθηκε σε οντισιόν από τους Koola Lobitos, την μπάντα του νεαρού Fela Kuti, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από τις μουσικές σπουδές του στο Λονδίνο. Η χημεία μεταξύ τους έγινε αισθητή από την πρώτη στιγμή με τον Kuti να λέει ότι ο Tony Allen «παίζει σαν πέντε ντράμερ σε έναν». Αν ο Fela ήταν το μυαλό και το στόμα του afrobeat, o Tony Allen ήταν τα χέρια και τα πόδια. Ο τρόπος με τον οποίο έδινε ρυθμό στα ντραμς έσπρωχνε τη μουσική πέρα από τα καθιερωμένα. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η δηλώση του Fela Kuti ότι «χωρίς τον Tony δεν θα υπήρχε afrobeat».
O Tony Allen εγκατέλειψε το group του Fela Kuti to 1978, επειδή δεν μπόρεσε να αντέξει το κόστος της επιτυχίας ενάντια στη δημιουργικότητά του. Πολλοί λένε ότι, σε αντίθεση με τον Kuti, προτιμά να είσαι ένας αυθεντικός διασκεδαστής και όχι να ταυτίζεται η μουσική του με την πολιτική. «Όταν κάτι με αποσπά από τη διάθεσή μου για δημιουργία, αποσύρομαι. Δεν θυσιάζω τη μουσική για κανενός είδους επιτυχίας και φήμης. Ποτέ δεν ήθελα να ταυτιστεί η τέχνη μου με την πολιτική.»
To 1980 εγκαθίσταται στο Παρίσι, συμμετέχει σε διάφορα projects, κυκλοφορεί δύο σόλο άλμπουμ (Black Voices και Home Cooking) και συνεργάζεται με τον Damon Albarn των Blur.
Το 2006, επέστρεψε δυναμικά στη δισκογραφία (και στις μουσικές ρίζες του) με το άλμπουμ Lagos No Shaking, ενώ το 2007 αυτοσυστήνεται ξανά ως μέλος των The Good, the Bad and the Queen, συμμετέχοντας ως ντράμερ φυσικά- σε ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς, σύμφωνα με τον εγχώριο και διεθνή μουσικό Τύπο.
Με χαρακτηριστικά του τους funky, groovy ρυθμούς και τον σκληρό στίχο, ο Tony Allen συνδυάζει σήμερα την παράδοση του afrobeat με σύγχρονα ρεύματα όπως το funk και το hip-hop.
Έχει καταφέρει να παντρέψει πολλά διαφορετικά είδη μουσικής στη διάρκεια της καριέρας του και αυτό προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις αρχικά. «Πάντα υπάρχουν αντιδράσεις από κάποιους όταν γεννιέται κάτι καινούριο, είτε γιατί δεν το καταλαβαίνουν, είτε γιατί το φοβούνται. Αν η καινοτομία δεν προκαλούσε αντιδράσεις δεν θα ήταν καινοτομία, θα ήταν κοινοτυπία. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να εξελίξω και να φτιάξω καλή μουσική.»