Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα πρωτοδημοσιεύτηκε σε σειρά επιφυλλίδων στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 14 Αυγούστου έως τις 5 Σεπτεμβρίου του 1893. Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα διηγείται την ιστορία της γρια-Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα, επιχόλερα καράβια), προκειμένου να σώσει το γιο της. Ιστορικός πυρήνας του διηγήματος είναι η χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865 και τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης που έλαβε τότε η ελληνική κυβέρνηση.

Ο Παπαδιαμάντης με την απαράμιλλη γραφή του διηγείται το χρονικό του έκτακτου λοιμοκαθαρτηρίου στην «επιχόλερον νήσον»Τσουγκριά, περιγράφοντας συγχρόνως χαρακτήρες και καταστάσεις με ήρεμο και ενίοτε θυμόσοφο τρόπο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Παραθέτουμε περίληψη και αποσπάσματα του διηγήματος.

Η γρια-Σκεύω συλλογιζόταν τον μοναχογιό της Σταύρο «εικοσαετής, άγαμος, ήτο λοστρόμος μ΄εν εντόπιον καράβι. Το καράβι είχε καταπλεύσει από τον Ποταμόν (σημ.σ. Δούναβη) και είχε καταβή εις την Πόλιν. Το είχε μάθει προ μηνός, ότε έλαβε γράμμα. Το καράβι ήτον να καταβή εις την Άσπρη-Θάλασσα». Και ενώ είχε την ελπίδα ότι το καράβι θα περνούσε από το νησί (Σκιάθο) «ήρχισεν έξαφνα ν΄ακούεται χολέρα εις τα μέρη της Αραπιάς και εις το Μισίρι, χολέρα και εις την Ανατολήν και εις την Σμύρνην και αλλού. Είπαν πώς πήγεν η χολέρα και εις την Πόλιν. Ο Θεός να φυλάξη τους χριστιανούς και δεύτερον το παιδάκι της, εκεί που είναι, καλή του ώρα..». Η γειτόνισσα, η Λενιώ η Γαρμπίνα, μία γραία, ήτις συνήθιζε συχνά να βλέπη οπτασίας, είχεν ιδή εφέτος πάλιν μίαν φοβεράν, ολοφάνερα, με τα μάτια της.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Τρεις γυναίκες με τα μαύρα είχαν παρουσιασθή, ημέρα μεσημέρι, εις το σταυροδρόμιον, σιμά εις την οικίαν της. Η πρώτη τούτων ήτο μαύρη, κατάμαυρη το πρόσωπον, η δευτέρα ήτο κίτρινη φλωρί, η τρίτη ήτο κόκκινη κρεμέζι. Κανείς δεν τας εγνώριζεν, αν και ολίγοι τας είδον, και ήτο προφανές, ότι ήτον οπτασία, όραμα υπερφυσικόν. Τας είχεν ιδή αυτή, η Λενιώ η Γαρμπίνα, η γειτόνισσά της η Ζαχαρού η φουρνάρισσα, και μία επταέτις κορασίς, η Δεσποινιώ, η θυγάτηρ της Πεπερούς. Ήτο πρόδηλον ότι η πρώτη των τριών εξωτικών γυναικών, η μαύρη, ήτο βεβαίως η Πανούκλα. Η δευτέρα, η κίτρινη, ήτο βεβαίως η Χολέρα. Και η άλλη, η κόκκινη, ήτο χωρίς άλλο η Οστρακιά. Είχαν έλθει εις το χωρίον μυστηριωδώς, ίσως δια να δώσουν είδησιν, ότι δεν είναι μακράν. Ίσως να ήτο και δια καλόν- εσχολίαζεν η γριά Σκεύω- δια να λάβουν είδησι οι χριστιανοί και σπεύσουν να μετανοήσωσιν.

  Ένα πρωί ένα καράβι αντί να καταπλεύσει στο λιμάνι αράζει ανάμεσα σε δύο ερημονήσια «τα καλούμενα Μικρός Τσουγκριάς και Μεγάλος Τσουγκριάς» στην είσοδο του λιμανιού. Το καράβι είναι σπόρκο. Η κυβέρνηση είχε διατάξει « εκτός του υπάρχοντος λαζαρέτου εις την νήσον να γίνει προσωρινόν έκτακτον λαζαρέτον η ερημόνησος Τσουγκριάς . Το έκτακτον τούτο λαζαρέτον ωνόμαζόν τινες λοιμοκομείον, ενώ το άλλο, το σύνηθες, ήτο  λοιμοκαθαρτήριον. Εις το λοιμοκομείον θα έμενον τα πλοία και οι επιβάται εικοσιμίαν ημέρας, εις το λοιμοκαθαρτήριον άλλας ένδεκα. Το όλον τριανταδύο ημέρας καραντίνα. Έως τώρα είχον φθάσει δύο τρία μεγάλα πλοία και πέντε ή εξ μικρά εις τον Τσουγκριάν. Επεριμένοντο όμως και άλλα και άλλα..».  Ένα βράδυ, ενώ η γριά-Σκεύω ανέβαινε τον παραθαλάσσιον ανηφορικόν δρόμον για το σπιτάκι της «πόσον της εκακοφάνη, όταν μία βαρκούλα επλησίασε» και ένα παιδί από τη βάρκα «της εφώναξε σκληρώς.Θειά Σκεύω! Ο γιός σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά, από χολέρα!».

«Το 1865 η χολέρα εκομίσθη το θέρος εις την Ανατολικήν Ευρώπην, πιθανώς, όπως πάντοτε, δια των μουσουλμάνων προσκυνητών της Μέκκας. Αι δύο «μεγάλαι μουσουλμανικαί δυνάμεις», η μία με το χρυσοφόρον ινδικόν κράτος της, η άλλη με τας προσοδοφόρους της κτήσεις εν Αλγερία, δεν απεφάσισαν ποτέ να θέσωσι περιορισμούς τινας εις τα ταξίδια των μωαμεθανών υπηκόων των, και δεν εύρον ποτέ συμφέρον να βιάσωσι την Πύλην, όπως εφαρμόση τελεσφόρα υγειονομικά μέτρα εις την κοιτίδα του μωαμεθανισμού, εν Αραβία. Η ταλαίπωρος Ανατολή υπήρξε και τότε, ως τώρα και πάντοτε, υπό τε γεωγραφικήν και κοινωνικήν, υπό πολιτικήν και θρησκευτικήν έποψιν, άφρακτος αμπελών. … Εναντίον της χολέρας του 1865 διετάχθησαν εν Ελλάδι μακραί και αυστηραί καθάρσεις.

Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια του τόπου δεν ήρκεσαν πλέον και δεν εκρίθησαν κατάλληλα δια τον σκοπόν των καθάρσεων, και διετάχθη, προς τοις άλλοις, να συσταθή έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον επί της ερημονήσου Τσουγκρια. Τας πρώτας ημέρας του Αυγούστου είχον καταπλεύσει ολίγα πλοία, μετά δύο ή τρεις ημέρας ο αριθμός των κατάπλων εδιπλασιάσθη. Την επομένην εβδομάδα είχον έλθει πλείονα των 30 μεγάλων ιστιοφόρων και πάμπολλα μικρά καΐκια. Περί τα μέσα του Αυγούστου ο αριθμός των βρικίων και μεγάλων σκουνών, των καθαριζομένων περί την νήσον Τσουγκριάν, ανήλθεν εις πεντήκοντα, και τα μικρά καΐκια υπερέβησαν τα εκατόν. Τα εκατόν πεντήκοντα ταύτα πλοία είχον φέρει πλείονας των τρισχιλίων επιβατών, εκτός του αριθμού των πληρωμάτων. Έξω, εις τον Τσουγκριάν, μεγάλη δραστηριότης επεκράτει. …».

Στο νησάκι χτίστηκαν πρόχειρα παραπήγματα για να στεγάσουν τους σπορκαρισμένους. «Η συρροή των ταξιδιωτών ήτο μεγάλη. …Πάμπολαι ελληνικαί οικογένειαι είχον έλθει εσπευσμένως επί του πρώτου ελληνικού ιστιοφόρου, το οποίο ηδυνήθησαν να εύρωσιν, ολίγαι οικογένειαι δυτικών και λεβαντίνων, και τινες εβραϊκαί. Πολλοί των πλοιάρχων εξήσκουν την φιλανθρωπίαν με το αζημίωτον, επιβιβάζοντες εις τα σκάφη των όσον το δυνατόν πλείονας επιβάτας. Όπως συμβαίνει πάντοτε εν καιρώ πανικού φόβου, μέγας συνωστισμός και σπουδή αλόγιστος και τυφλή φυγή είχον επέλθει. Ο πρώτος σαστισμός της φυγής είχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, στον σαστισμόν των επειγόντων μέτρων εις τα ελληνικά παράλια. …» .

Στο λοιμοκαθαρτήριο της Τσουγκριάς το κρέας, ο άρτος, ο οίνος, το νερό πωλούντο σε υπέρογκες τιμές «υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοσκόπων». «Πρωί και εσπέρας καθ΄εκάστην κατέπλεον πλοιάρια εις την ερημόνησον, εκεί εις την άκραν της κρημνώδους ακτής. …Οι κερδοσκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των (τρόφιμα), ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα,αλλ΄εις τα χρήματα όχι.» Η στέρηση των στοιχειωδών αγαθών είχε ως αποτέλεσμα οι υπό κάθαρση (καραντίνα) άνθρωποι, πτωχοί και εύποροι «όλοι πάσχοντες, εσκληρύνοντο κατ΄αλλήλων εις επίμετρον, και καθίστων την δεινοπάθειαν απείρως μεγαλυτέραν». Μέσα σε αυτό το σκηνικό η γριά-Σκεύω αφού «προσευχήθη επί μακρόν για το παιδί της, … συνέλαβε μίαν απόφασιν και είπε μεγαλοφώνως: Βαρδιάνος στα σπόρκα θα πάω. Βαρδιάνος στα σπόρκα!». Και πράγματι, φορά τα ρούχα του μακαρίτη ναυτικού άντρα της, παρουσιάζεται στην επιτροπή ως άντρας – με το όνομα πεθαμένου πριν από χρόνια συντοπίτη της- και διορίζεται βαρδιάνος στη Τσουγκριά!

Εκεί βρίσκει τον άρρωστο γιό της και τον περιθάλπει με στοργή και αυταπάρνηση με τη βοήθεια του Βαυαρού γιατρού που έχει στείλει η Κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της διαμονής της στο μαρτυρικό νησάκι η γριά-Σκεύω «Είχεν ιδεί αρκετά από ημερών, αλλά δεν τα διηγείτο εις τον υιόν της. Ο άγγελος με την φλογίνην ρομφαίαν, την έχουσαν τας επτά κόψεις, οπού τον λέγουν Χάρον, ως έφερε χαρά εις άλλους, παρά εις τους κληρονόμους των φιλαργύρων γεροντίων, είχεν επισκεφθεί πάλιν και πάλιν την μικράν νήσον. Είχεν ακούσει πάλιν κλαυθμούς και θρήνους εντός ολίγων ημερών, όσους δεν ήκουσεν πριν εις όλην της την ζωήν. Είχεν ιδεί σπαραγμούς και βασάνους, και είχε παρευρεθή εις αγωνίας και μαρτύρια, τόσον οπού το στήθος της εστόμωσε πλέον, ως να εφράχθη ολόγυρα από χάλυβα και δεν ησθάνετο ειμή κατά το ήμισυ και ως εν ονείρω και δεν επαθαίνετο ευκόλως από τας συμφοράς.»

Μια νύχτα του Σεπτέμβρη ομάδα εκατόν είκοσι ανθρώπων που ήσαν σε καραντίνα στο νησί, από τους οποίους ορισμένοι έλεγαν ότι είχαν συμπληρώσει τις 21 ημέρες, όλοι δε απηυδισμένοι από τη στέρηση τροφίμων και τη κακοδιοίκηση, παίρνουν καμιά δεκαριά βάρκες και αποπειρώνται να φτάσουν στην πολίχνη (Σκιάθο). Γίνονται, όμως, αντιληπτοί από τους κατοίκους, οι οποίοι ξυπνούν από τις καμπάνες και τη κραυγή «Έρχονται οι χολεριασμένοι» και τους αποκρούουν με πέτρες και τουφεκιές, ευτυχώς χωρίς θύματα.

Ο δήμαρχος «κατώρθωσε δια μειλιχίου τρόπου να ειρηνεύση τους ανθρώπους και να αποπέμψη τας λέμβους με υποσχέσεις ταχείας ελευθέρας κοινωνίας και βελτιώσεως εν γένει των πραγμάτων». Την επομένη όσοι ήσαν σε καραντίνα 21 ημέρες παίρνουν άδεια να φύγουν. Μετά τρεις ημέρες αποχωρεί από το νησάκι και η γριά- Σκεύω με τον υγιή πλέον γιό της και «μετά μίαν εβδομάδα τα τελευταία καθαρισθέντα πλοία απέπλευσαν εκ της νήσου».

Επιμέλεια: Σωτήρης Σκουλούδης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης