Τα χλαμύδια είναι μια σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη που προκαλείται από το βακτήριο Chlamydia trachomatis (C. Trachomatis) και θεωρείται η πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη βακτηριακή λοίμωξη σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μπορεί να επηρεάσει διάφορα όργανα συμπεριλαμβανομένων του πέους, του κόλπου, του τραχήλου, της ουρήθρας, του πρωκτού, των οφθαλμών και του λαιμού, ενώ παράλληλα ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα. Εάν ένα άτομο προσβληθεί από χλαμύδια είναι πολύ πιθανό να μην εμφανίσει κανένα σύμπτωμα. Εάν εμφανίσει, αυτό θα συμβεί 5-10 ημέρες μετά την προσβολή του. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι γυναίκες μπορεί να εμφανίσουν υπογάστριο πόνο, χαμηλό πυρετό, μεγάλες ποσότητες κίτρινων και δύσοσμων κολπικών υγρών, αιμορραγία στο ενδιάμεσο των περιόδων, πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή και αιμορραγία μετά από αυτή, αίσθημα καύσου κατά την ούρηση, οίδημα στην περιοχή του κόλπου και του πρωκτού,  καθώς και πιο συχνή ανάγκη για ούρηση. Στους άνδρες τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο και καύσο κατά την ούρηση, λευκή έκκριση από το πέος καθώς κι ευαισθησία ή οίδημα στους όρχεις. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί ερεθισμός του πρωκτού σε άνδρες και γυναίκες.  

Η θεραπεία της λοίμωξης είναι απαραίτητη γιατί διαφορετικά μπορεί να έχει σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όπως είναι η υπογονιμότητα και η έκτοπη κύηση. Τα αντιβιοτικά είναι αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση της λοίμωξης εάν ο ασθενής ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες του ιατρού του. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των γυναικών εάν η λοίμωξη δεν αντιμετωπιστεί, το 10-15% θα εμφανίσουν φλεγμονώδη νόσο του έντερου, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης τραχηλίτιδας ή σαλπιγγίτιδας. Η θεραπεία είναι εξίσου σημαντική στην περίπτωση των ανδρών, καθώς διαφορετικά η λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε ουρηθρίτιδα και επιδιδυμίτιδα. Παράλληλα μια πιθανή επιπλοκή που αφορά και τα δυο φύλα είναι η αντιδραστική αρθρίτιδα. 

Από τη στιγμή λοιπόν που τα περισσότερα άτομα είναι ασυμπτωματικά είναι πολύ σημαντικό να γίνονται τακτικοί προληπτικοί έλεγχοι. Πιο συγκεκριμένα συστήνεται τακτικός έλεγχος των γυναικών κάτω των 25, των εγκύων, καθώς και των ατόμων που έχουν αυξημένο κίνδυνο έκθεσης στο βακτήριο.  

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο έλεγχος γίνεται συνήθως με τεστ ουρών και στα δυο φύλα  ενώ στις γυναίκες μπορεί να ληφθεί κι επίχρισμα από τον κόλπο.  Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και λήψη επιχρίσματος από τον πρωκτό ή τον λαιμό, ιδιαίτερα σε ασθενείς με HIV. 

Ακριβώς επειδή πολλά άτομα που έχουν προσβληθεί είναι ασυμπτωματικά, είναι απαραίτητη η σωστή πρόληψη ώστε να αποφευχθούν οι σοβαρές επιπλοκές. Για μια αποτελεσματική πρόληψη είναι απαραίτητο να κατανοεί κανείς τον τρόπο μετάδοσης της λοίμωξης. Τονίζεται λοιπόν ότι το 70% των ατόμων που φέρουν το βακτήριο δεν έχουν κανένα σύμπτωμα και μεταφέρουν τη λοίμωξη στους σεξουαλικούς τους συντρόφους.  Η μετάδοση γίνεται και με την επαφή με τη γενετησία περιοχή χωρίς να είναι απαραίτητη η διείσδυση. Ωστόσο τα χλαμύδια δε μεταδίδονται μέσω της λεκάνης της τουαλέτας, της χρήσης σάουνας ή πισίνας, ούτε βεβαίως μέσω του αέρα και των κοινωνικών επαφών. 

Μια μητέρα που έχει προσβληθεί, όμως, μπορεί να μεταδώσει τη λοίμωξη στο μωρό κατά τον τοκετό κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές, όπως είναι η πνευμονία.  Εάν η έγκυος διαγνωστεί με χλαμύδια θα πρέπει να λάβει θεραπεία και να επανεξεταστεί μετά από 3-4 έβδομες ώστε να διασφαλιστεί ότι η λοίμωξη έχει υποχωρήσει πλήρως. 

 Τα βασικά μέτρα πρόληψης της λοίμωξης περιλαμβάνουν τη χρήση προφυλακτικού καθώς και τη χρήση οδοντικού φράγματος κατά τη διάρκεια στοματικού σεξ, παράλληλα με τον τακτικό προληπτικό έλεγχο. Εάν ένα άτομο λάβει αντιβιοτική αγωγή για τα χλαμύδια θα πρέπει να αποφύγει κάθε σεξουαλική επαφή για 7-10 ημέρες μετά τη θεραπεία. 

Η σωστή πρόληψη είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή επιπλοκών που απειλούν τόσο τη γενική όσο και την αναπαραγωγική υγεία των ατόμων. 

Πηγή: andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης