Με τον όρο οργασμική δυσλειτουργία χαρακτηρίζεται η δυσκολία ενός ατόμου να φτάσει σε οργασμό, παρόλο που έχει δεχθεί επαρκή σεξουαλικό ερεθισμό κι έχει διεγερθεί. Ο οργασμός είναι το έντονο αίσθημα ευχαρίστησης που συνοδεύεται από συσπάσεις του πυελικού εδάφους κατά την κορύφωση της σεξουαλικής διέγερσης. Η οργασμική δυσλειτουργία είναι επίσης γνωστή ως ανοργασμία.

Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι οργασμικής δυσλειτουργίας. Οι δύο βασικοί είναι η πρωτογενής οργασμική δυσλειτουργία, που συμβαίνει όταν το άτομο δεν είχε ποτέ οργασμό, και η δευτερογενής, κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει δυσκολία στην κορύφωση, αλλά έχει καταφέρει να φτάσει σε οργασμό. Η οργασμική δυσλειτουργία μπορεί επίσης να είναι γενική, δηλαδή το άτομο να μην μπορεί να φτάσει σε οργασμό υπό καμία συνθήκη παρά την επαρκή σεξουαλική διέγερση, ενδέχεται όμως να εμφανίζεται και μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες και με συγκεκριμένα είδη σεξουαλικών ερεθισμάτων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η οργασμική δυσλειτουργία μπορεί να επηρεάσει και τα δύο φύλα, είναι όμως πιο συχνή στις γυναίκες. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η γυναικεία οργασμική διαταραχή μπορεί να επηρεάσει το 11%-41% των γυναικών. Η Εταιρεία Εμμηνόπαυσης της Βορείου Αμερικής αναφέρει ότι το 5% όλων των γυναικών δυσκολεύεται να φτάσει σε οργασμό.

Μια μελέτη του 2018 βρήκε ότι το 18,4% των γυναικών δήλωσε ότι μπορούσε να φτάσει σε οργασμό μόνο μέσω της συνουσίας. Η ίδια μελέτη έδειξε ότι το 36,6% των γυναικών χρειαζόταν κλειτοριδικό ερεθισμό, έτσι ώστε να φτάσει σε οργασμό κατά τη διάρκεια της συνουσίας.

Η οργασμική δυσλειτουργία μπορεί να επηρεάσει την αυτοεκτίμηση των ατόμων, την ψυχική τους υγεία, καθώς και την ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αξίζει να διευκρινιστεί ότι η εμπειρία του οργασμού και ο χρόνος που χρειάζεται για να επιτευχθεί διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από άτομο σε άτομο. Όταν όμως έχει κάποιος οργασμική δυσλειτουργία, χρειάζεται πολύ χρόνο για να φτάσει στη σεξουαλική κορύφωση, με αποτέλεσμα αυτή να μην είναι ικανοποιητική ή να μην επιτυγχάνεται καθόλου.

Οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι αναφορικά με το τι προκαλεί την οργασμική δυσλειτουργία, αλλά θεωρούν ότι οι ακόλουθοι παράγοντες συμβάλλουν σημαντικά στο πρόβλημα:

– προβλήματα στη σχέση

– κάποια προβλήματα υγείας, όπως ο διαβήτης

– ιστορικό γυναικολογικών χειρουργείων

– κάποια φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων των αντικαταθλιπτικών

– ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης

– θρησκευτικές και πολιτισμικές πεποιθήσεις σχετικά με το σεξ και τη σεξουαλικότητα

– κατάθλιψη

– άγχος

– στρες

– χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Επίσης, οι γυναίκες άνω των 45 έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης οργασμικής δυσλειτουργίας σε σύγκριση με τις νεότερές τους. Αυτό εξηγείται μέσω των αλλαγών που επιφέρει η εμμηνόπαυση στις ορμόνες και στην περιοχή του κόλπου. Παράλληλα, όταν κάποιος δυσκολεύεται να φτάσει σε οργασμό, πολύ συχνά η σεξουαλική επαφή επιφέρει άγχος και στρες που επιδεινώνουν την οργασμική δυσλειτουργία δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο.

Πριν τεθεί η διάγνωση της οργασμικής δυσλειτουργίας ο ιατρός είναι πολύ πιθανό να ρωτήσει σχετικά με τα συμπτώματα και τη χρονική τους διάρκεια, καθώς και για την ύπαρξη παραγόντων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εμφάνιση της δυσλειτουργίας, όπως είναι μια υποκείμενη νόσος ή κάποια αγωγή που το άτομο ενδεχομένως λαμβάνει. Ο ιατρός μπορεί επίσης να διεξαγάγει μια φυσική εξέταση και σε κάποιες περιπτώσεις να παραπέμψει το άτομο σε έναν ειδικό της σεξουαλικής ιατρικής ή έναν γυναικολόγο.

Η αντιμετώπιση της οργασμικής δυσλειτουργίας εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία. Ο ιατρός μπορεί να συστήσει την αντιμετώπιση της συνυπάρχουσας νοσηρότητας εάν υπάρχει ή την τροποποίηση μιας αγωγής που ενδεχομένως επιβαρύνει τη σεξουαλική λειτουργία. Πολύ συχνά μπορεί να παραπέμψει σε ειδικό θεραπευτή σεξουαλικών διαταραχών ή σε σύμβουλο ζευγαριών.

Ένας εξειδικευμένος θεραπευτής σεξουαλικών διαταραχών μπορεί να επικεντρωθεί στις ανησυχίες και στα συναισθήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική λειτουργία. Η θεραπεία μπορεί να διεξάγεται σε ατομικό επίπεδο ή σε επίπεδο ζεύγους.

Η συμβουλευτική ζεύγους επικεντρώνεται στα ζητήματα της σχέσης που μπορεί να επηρεάσουν τη σεξουαλική λειτουργία ενός ατόμου και την ικανότητά του να φτάσει σε οργασμό.

Σε κάποιες περιπτώσεις, ο ειδικός μπορεί να προτείνει διάφορους εναλλακτικούς τύπους σεξουαλικού ερεθισμού, όπως είναι ο αυνανισμός ή ο ερεθισμός της κλειτορίδας κατά τη διάρκεια της συνουσίας. Σε κάποιες άλλες προτείνεται η χρήση ελαίων και θερμαντικών λοσιόν.

Η ορμονοθεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική σε κάποιες γυναίκες, κυρίως όταν η αδυναμία οργασμού συνδέεται με την έναρξη της εμμηνόπαυσης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ιατρός μπορεί να προτείνει τη λήψη οιστρογόνων σε μορφή κρέμας, επιθέματος ή χαπιού. Τα οιστρογόνα μπορούν να ανακουφίσουν κάποια από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης και να βελτιώσουν τη σεξουαλική απόκριση.

Σε κάθε περίπτωση, τα άτομα που δυσκολεύονται να φτάσουν σε οργασμό μπορούν να βελτιώσουν τη σεξουαλική τους υγεία, όταν με τη βοήθεια του ειδικού εντοπίσουν την αίτια του προβλήματος.

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ. Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης