Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό δείχνει ότι η μόλυνση από χλαμύδια, ή γονόρροια κατά την έναρξη, ή τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο επιπλοκών, όπως είναι η παλίνδρομος κύηση, ή ο πρόωρος τοκετός.

Οι ερευνητές ανέλυσαν τα αρχεία 350.000 γυναικών, οι οποίες γέννησαν το πρώτο τους παιδί ανάμεσα στο 1999 και το 2008 στη Νέα Νότια Ουαλία της Αυστραλίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το ερευνητικό ερώτημα ήταν εάν η μόλυνση από χλαμύδια, ή γονόρροια στο ξεκίνημα, η κατά τη διάρκεια της κύησης έχει κάποια επίπτωση στο έμβρυο, ή την ίδια την κύηση, καθώς υπάρχει ενεργός επιστημονικός διάλογος αναφορικά με το ενδεχόμενο αύξησης του κινδύνου των επιπλοκών από τις εν λόγω μολύνσεις.

Από τις συμμετέχουσες το 1%, δηλαδή 3658 γυναίκες, βρέθηκε ότι είχαν ανιχνεύσιμη λοίμωξη από χλαμύδια πριν από τον τοκετό, το 82% των οποίων είχε διαγνωσθεί πριν τη σύλληψη. Επίσης μόλις 196 άτομα, δηλαδή το 0.6% των συμμετεχόντων είχε διαγνωσθεί με γονόρροια πριν τον τοκετό, εκ των οποίων στο 85% η διάγνωση είχε τεθεί πριν από τη σύλληψη. Οι μισές γυναίκες, μάλιστα, που είχαν διαγνωσθεί με γονόρροια είχαν ιστορικό λοίμωξης από χλαμύδια.

Πρόωρος τοκετός εμφανίστηκε στο 4% του συνόλου των γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη, το 12% γέννησε μωρά μικρού βάρους για την ηλικία κύησης κατά τον τοκετό, ενώ στο 0,6% η κύηση ήταν παλίνδρομος. Παράλληλα, παράγοντες όπως η ηλικία, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, και ιατρικές καταστάσεις, όπως είναι ο διαβήτης και η υπέρταση, μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών στις έγκυες γυναίκες. Αλλά ακόμα και μετά τον έλεγχο της επίδρασης των παραπάνω παραγόντων, η μόλυνση από χλαμύδα και γονόρροια εξακολουθούσε να αυξάνει το κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στις γυναίκες που είχαν χλαμύδια δε βρέθηκε αυξημένος ο κίνδυνος να γεννήσουν ελλιποβαρή νεογνά, αλλά ήταν 17% πιθανότερο να γεννήσουν πρόωρα και 40% πιο πιθανό να έχουν παλίνδρομο κύηση. Ο κίνδυνος της προωρότητας μάλιστα δε βρέθηκε να διαφέρει εάν η λοίμωξη είχε διαγνωσθεί ένα χρόνο πριν τη σύλληψη, ή ακόμα πιο πριν από αυτή. Οι γυναίκες που είχαν γονόρροια είχαν τη διπλάσια πιθανότητα να γεννήσουν πρόωρα, αλλά δεν είχαν αυξημένο κίνδυνο να γεννήσουν ένα νεογνό μικρότερου βάρους από αυτό που αντιστοιχεί στην ηλικία κύησης. Ο μικρός αριθμός των γυναικών με γονόρροια στο δείγμα δεν επέτρεψε την έγκυρη εκτίμηση της επίδρασης της λοίμωξης στο κίνδυνο εμφάνισης παλίνδρομου κυήσεως.

Ο τρόπος σχεδιασμού της συγκεκριμένης μελέτης δεν επιτρέπει την τεκμηρίωση μιας αιτιώδους σχέσης, με αποτέλεσμα οι συγγραφείς να καταλήγουν ότι οι λοιμώξεις αυτές μπορεί απλά να θεωρηθούν δείκτες που τοποθετούν τις έγκυες σε ομάδες υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση επιπλοκών.

Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι αν και η χρόνια λοίμωξη, κυρίως από χλαμύδια, μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό, η λήψη αντιβιοτικών δε φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο.

Οι ερευνητές ωστόσο, στα συμπεράσματα τους καταλήγουν πως οι σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις που διαγιγνώσκονται πριν τη σύλληψη, ή κατά την κύηση είναι σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες σοβαρών μαιευτικών επιπλοκών.

Πηγή: medicalnewstoday


Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης