Από την αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού, έχει δημοσιευτεί μια μεγάλη ποσότητα δεδομένων για να περιγράψει την παθολογία, τις κλινικές εκδηλώσεις και την πρόγνωση σε ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον SARS- CoV-2. Παρόλο που ο ιός έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί συστηματική φλεγμονή που προδιαθέτει την εμπλοκή πολλών οργάνων, ο μηχανισμός μέσω του οποίου επηρεάζει το ουρογεννητικό σύστημα δεν έχει τεκμηριωθεί καλά.
Η πρόσφατη δημοσίευση μιας μελέτης περίπτωσης παρουσιάζει την κλινική πορεία δύο ανδρών ασθενών με COVID-19 που εμφάνισαν σεξουαλική δυσλειτουργία και συγκεκριμένα ανοργασμία, μετά την ανάρρωση τους. Αν και δεν μπορεί να εντοπιστεί ένδειξη αντιγραφής του ιού ή φλεγμονώδους εμπλοκής στα ουρογεννητικά όργανα αυτών των ασθενών , η έλλειψη άλλων γνωστών παραγόντων κινδύνου για την ανοργασμία αναδεικνύει τον ρόλο του COVID-19 ως παράγοντα που συμβάλλει στην εμφάνισή της.
Εξωπνευμονικές εκδηλώσεις του COVID-19 αναφέρονται όλο και περισσότερο στη βιβλιογραφία. Ωστόσο, λίγες μελέτες έχουν αναφέρει την παθοφυσιολογική συμμετοχή του SARS-CoV-2 στο ανδρικό αναπαραγωγικό σύστημα. Η μελέτη των La Marca, et al. ανέλυσε την πιθανή εμπλοκή των όρχεων στο COVID-19 αναφέροντας τον πόνο των όρχεων ως εκδήλωση του COVID-19 σε έναν 43χρονο άνδρα. Ωστόσο, οι μελέτες που χρησιμοποίησαν απεικονιστικές και μικροβιολογικές εξετάσεις δεν παρείχαν απόδειξη της παρουσίας του ιού στο σπέρμα ή τους όρχεις. Ομοίως, προηγούμενες μελέτες που χρησιμοποιούν τεχνικές αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR) δεν μπόρεσαν να απομονώσουν το SARS-CoV-2 στις γεννητικές εκκρίσεις ατόμων με επιβεβαιωμένο εργαστηριακό COVID-19. Επίσης αυτές οι μελέτες δεν ανέφεραν σημάδια προσβολής των γεννητικών οργάνων από το SARS -CoV-2 και το μόνο σύμπτωμα ήταν η ανοργασμία.
Μια πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη έδειξε ότι όχι η ίδια η μόλυνση αλλά οι ευρύτερες επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, επηρέασαν αρνητικά τη σεξουαλική συμπεριφορά ζευγαριών ηλικίας κάτω των 35 ετών. Από αυτά, πολλά άτομα είχαν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία που οδηγούσε σε χαμηλότερη συχνότητα σεξουαλικών επαφών. Ωστόσο, οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως η στυτική δυσλειτουργία, η ανοργασμία ή η πρόωρη εκσπερμάτωση δεν ήταν το πεδίο αυτής της έρευνας.
Από όσο γνωρίζουν οι συγγραφείς, αυτή είναι η πρώτη αναφορά της ανοργασμίας στους επιζώντες του COVID-19. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της μόλυνσης με SARS-Cov-2 στη σεξουαλική δυσλειτουργία είναι άγνωστες. Επιπλέον, ο υποκείμενος μηχανισμός για μια τέτοια σεξουαλική δυσλειτουργία δεν είναι γνωστός σε ασθενείς με πρόσφατη νοσηλεία λόγω του COVID-19, αλλά με αρνητική PCR παρακολούθησης, χωρίς σύνδρομο κόπωσης μετά το νοσοκομείο και χωρίς διαταραχή της λίμπιντο ή άλλες ψυχοσεξουαλικές διαταραχές.
Παρόλο που μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση αυτών των αγχογόνων συνυπαρχουσών νοσηροτήτων μπορεί να εξηγήσει την εμφάνιση ανοργασμίας σε επιζώντες του COVID-19, δικαιολογείται η ανάγκη να διεξαχθούν μελέτες για τη διερεύνηση των γνωστών παραγόντων κινδύνου εμφάνισης σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών. Καθώς η πανδημία COVID-19 επεκτείνεται χρονικά, η αυξανόμενη προσοχή στην ποιότητα ζωής των ασθενών που επιβιώνουν από αυτήν τη λοίμωξη είναι υψίστης σημασίας και δεν χρειάζεται να υπογραμμιστεί η σεξουαλική ευημερία ως ζωτικός συντελεστής.