Μια μεγάλη διεθνής μελέτη με στόχο την απάντηση στο ερώτημα πότε πρέπει ένας φορέας του HIV να ξεκινήσει τη θεραπεία για το ΑIDS, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσο πιο γρήγορα το κάνει τόσο καλύτερα θα είναι τα αποτελέσματα.
Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι τα άτομα που ξεκίνησαν την αγωγή ενώ το ανοσοποιητικό τους σύστημα ήταν δυνατό ήταν λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν AIDS ή κάποια άλλη ασθένεια, σε σύγκριση με αυτούς που περίμεναν οι αιματολογικές εξετάσεις να δείξουν την αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού τους προκειμένω να ξεκινήσουν θεραπεία.
Αν και πρόκειται για προκαταρτικά ευρήματα, κρίθηκαν από τους ειδικούς τόσο ισχυρά και σημαντικά, έτσι ώστε η μελέτη να σταματήσει ένα χρόνο πριν από την προγραμματισμένη λήξη της προκειμένω να έχουν όλοι οι συμμετέχοντες πρόσβαση στη θεραπεία άμεσα, ενώ παράλληλα, οι ερευνητές θα παρακολουθούν την πορεία της υγείας τους.
Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες στις ΗΠΑ συστήνουν ήδη την πρώιμη θεραπεία του HIV, αλλά τα παρόντα ευρήματα θα μπορούσαν να τροποποιήσουν την φροντίδα όσων έχουν προσβληθεί από τον HIV σε άλλες χώρες.
Ο HIV μπορεί να μην πυροδοτήσει την εμφάνιση συμπτωμάτων για πολλά χρόνια, γεγονός που εγείρει το ερώτημα του πόσο σύντομα μετά τη διάγνωση οι ασθενείς θα πρέπει να ξεκινήσουν μια ακριβή αγωγή με πιθανές παρενέργειες. Προηγούμενες μελέτες έχουν ξεκαθαρίσει ότι η πρώιμη θεραπεία μειώνει δραματικά την εξάπλωση του ιού από ένα φορέα στο σεξουαλικό του σύντροφο. Υπήρχαν όμως μέχρι στιγμής πολύ λιγότερα δεδομένα σχετικά με τα οφέλη της θεραπείας για τον ίδιο το φορέα.
Στη νέα μελέτη η οποία προσπάθησε να απαντήσει το παραπάνω ερώτημα συμμετείχαν υγιείς φορείς, οι οποίοι χωριστήκαν με τυχαίο τρόπο σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ξεκινούσαν άμεσα την αγωγή και στη δεύτερη περίμεναν μέχρι να πέσουν ανησυχητικά τα επίπεδα των CD4 κυττάρων, τα οποία συνιστούν ένα δείκτη της υγείας του ανοσοποιητικού.
Ενώ στις ΗΠΑ οι κατευθυντήριες οδηγίες συστήνουν την έναρξη της θεραπείας άμεσα μετά τη διάγνωση, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των CD4, οι κατευθυντήριες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας συστήνουν την έναρξη της θεραπείας όταν τα επίπεδα των CD4 φτάσουν στο 500 ή και χαμηλότερα. Στην πραγματικότητα όμως, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει στις φτωχές χώρες όπου τα άτομα αρρωσταίνουν πριν λάβουν θεραπεία και η χρηματοδότηση της φροντίδας υγείας είναι περιορισμένη.
Ακόμα όμως και στις ΗΠΑ είναι πολλά τα άτομα που δε λαμβάνουν τη φροντίδα που χρειάζονται. Σύμφωνα με τις αρμόδιες πηγές μάλιστα, μόνο το 30% των αμερικανών με HIV έχουν καταφέρει να θέσουν υπό έλεγχο τον ιό.
Στη μελέτη συμμετείχαν 4. 685 άτομα από 35 χώρες, τα οποία είχαν διαγνωστεί με λοίμωξη από HIV, αλλά τα επίπεδα των κυττάρων CD4 ήταν φυσιολογικά και δεν είχαν πάρει ποτέ αντιρετροϊκή αγωγή. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τους συμμετέχοντες και κατέγραψαν τους θανάτους, την πορεία των ασθενειών που σχετίζονταν με το AIDS, καθώς και την εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων υγείας, όπως είναι ο καρκίνος.
Βρέθηκε ότι μέσα σε μια χρονική περίοδο 3 ετών ο κίνδυνος σοβαρής ασθενείας ή θανάτου μειώθηκε κατά 53% στην ομάδα που έλαβε άμεσα θεραπεία. Σε γενικές γραμμές τα ποσοστά θανάτων και ασθενειών ήταν χαμηλά και στις δυο ομάδες δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες που έλαβαν μέρος στη μελέτη ήταν υγιείς. Συνολικά ο θάνατος ή η ασθένεια προέκυψε σε 41 περιπτώσεις στην ομάδα της άμεσης θεραπείας και σε 86 περιπτώσεις στην ομάδα της καθυστερημένης θεραπείας.
Περεταίρω έρευνα χρειάζεται ώστε να εξεταστεί εξονυχιστικά εάν τα ευρήματα αυτά έχουν εφαρμογή και στα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα των CD4 κυττάρων.
Οι συγγραφείς της μελέτης δηλώνουν ακόμα σχετικά ανήσυχοι για το γεγονός ότι χορηγούν θεραπεία σε όλους, αλλά επισημαίνουν ότι τα ευρήματα τους δίνουν ακόμα ένα κίνητρο για τακτικό προληπτικό έλεγχο. Όσο πιο νωρίς γίνει η διάγνωση τόσο περισσότερο μπορεί ένας φορέας του HIV να επωφεληθεί από την αντιρετροϊκή αγωγή.
Πηγή : hosted.ap.org
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr