Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (ΜΑΛΝΗ) είναι μια πάθηση του ήπατος όπου το λίπος συσσωρεύεται στο ήπαρ χωρίς την μακροχρόνια επίδραση του αλκοόλ, των ναρκωτικών ή άλλων ηπατικών παθήσεων. Κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή, οδηγώντας δυνητικά σε κίρρωση του ήπατος ή και καρκίνο. Στους κύριους παράγοντες κινδύνου για την ΜΑΛΝΗ περιλαμβάνονται η παχυσαρκία και ο διαβήτης τύπου 2, παθήσεις οι οποίες αυξάνουν επίσης τις πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη και μεταβολικού συνδρόμου. Ωστόσο, η απώλεια βάρους μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση.
Η γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία (ΓΣΔ) περιλαμβάνει δυσκολίες με τη σεξουαλική επιθυμία, τη διέγερση, την κολπική λίπανση, τον οργασμό ή τον πόνο (δυσπαρεύνια) κατά τη διάρκεια της συνουσίας, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα ζωής της γυναίκας. Η διάγνωση της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας είναι πολύπλοκη και πιο δύσκολη από την ανδρική σεξουαλική δυσλειτουργία, επειδή πολλές γυναίκες μπορεί να αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα αλλά παραμένουν σεξουαλικά ενεργές.
Ενώ η ΜΑΛΝΗ επηρεάζει την ποιότητα ζωής, δεν είναι σαφές αν συμβάλλει άμεσα στη σεξουαλική δυσλειτουργία. Ως εκ τούτου, μια νέα μελέτη είχε ως στόχο να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της μη αλκοολικής λιπώδους ηπατικής νόσου και της σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε νεαρές Αιγύπτιες γυναίκες χρησιμοποιώντας ένα ειδικό ερωτηματολόγιο σεξουαλικής υγείας.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τον Ιανουάριο του 2019 έως τον Νοέμβριο του 2022 στο Νοσοκομείο του Εθνικού Ινστιτούτου Ήπατος του Πανεπιστημίου Menoufia, με δεοντολογική έγκριση. Συμμετείχαν προεμμηνοπαυσιακές παντρεμένες γυναίκες που ήταν σεξουαλικά ενεργές και γνώριζαν να διαβάζουν αραβικά. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες με βάση το αν έπασχαν από μη αλκοολική λιπωδη νόσο ή όχι. Οι γυναίκες που έπασχαν αξιολογήθηκαν με υπερηχογράφημα και εξετάσεις ηπατικής λειτουργίας, ενώ εκείνες ελεύθερες νόσου συμπεριλήφθηκαν ως ομάδα ελέγχου, εφόσον δεν παρουσίαζαν ενδείξεις ηπατικής ή συστηματικής νόσου.
Οι συμμετέχουσες συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο Arabic Female Sexual Function Index (ArFSFI) για να αξιολογήσουν τη σεξουαλική τους λειτουργία. Στόχος της μελέτης ήταν η σύγκριση των βαθμολογιών της σεξουαλικής λειτουργίας μεταξύ γυναικών με και χωρίς μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με τη χρήση στατιστικών μεθόδων για τον προσδιορισμό τυχόν σημαντικών διαφορών στη σεξουαλική υγεία μεταξύ των δυο ομάδων.
Σε διάστημα σχεδόν τεσσάρων ετών, περίπου 2.000 προεμμηνοπαυσιακές έγγαμες γυναίκες επισκέφθηκαν το ιατρείο ελέγχου ΜΛΝΗ και 1.175 συμφώνησαν να συμμετάσχουν σε αυτή τη μελέτη. Οι γυναίκες από αστικές περιοχές και εκείνες με ανώτερη εκπαίδευση παρουσίασαν περισσότερες πιθανότητες να συμμετάσχουν. Τελικά, 995 γυναίκες πληρούσαν τα κριτήρια για να συμπεριληφθούν στη μελέτη, εκ των οποίων οι 487 έπασχαν από ΜΑΛΝΗ και οι 508 όχι. Οι γυναίκες με ΜΑΛΝΗ είχαν υψηλότερη περιφέρεια μέσης, δείκτη μάζας σώματος, σάκχαρο στο αίμα, χοληστερόλη και δείκτη λιπώδους ήπατος σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.
Σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο ArFSFI, οι γυναίκες με ΜΑΛΝΗ σημείωσαν σημαντικά χαμηλότερη βαθμολογία στη διέγερση, την κολπική λίπανση, τον οργασμό, την ικανοποίηση και τον πόνο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, αν και δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στη σεξουαλική επιθυμία. Σχεδόν όλες οι γυναίκες με ΜΑΛΝΗ (98,5%) έπασχαν και από σεξουαλική δυσλειτουργία, σε σύγκριση με το 82,1% της ομάδας ελέγχου. Οι περισσότερες γυναίκες με ΜΑΛΝΗ είχαν ήπια έως μέτρια δυσλειτουργία, ενώ οι υγιείς γυναίκες είχαν κυρίως ελάχιστη σεξουαλική δυσλειτουργία.
Ενώ ο συνολικός επιπολασμός της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας ήταν γενικά πολύ υψηλός και στις δύο ομάδες, οι ασθενείς με ΜΑΛΝΗ είχαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερο ποσοστό σοβαρής δυσλειτουργίας. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη συσχέτιση της ΜΑΛΝΗ με το μεταβολικό σύνδρομο, το οποίο συνδέεται με τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν την ανάγκη για περισσότερη έρευνα σχετικά με τη σχέση μεταξύ της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος και της σεξουαλικής υγείας, λαμβάνοντας υπόψη τους πολιτιστικούς και κοινωνικούς πριορισμούς.