Καθημερινή αθλητική στήλη,
αποκλειστικά για χουλιγκάνους, λοβοτομημένους και κάφρους

*** Χουλιγκάνοι, Λοβοτομημένοι και Κάφροι όλων των ομάδων,
όλων των κομμάτων
και όλων των θρησκειών,
σάς χαιρετώ…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

*** Παίδες,
τα ποδοσφαιρικά θέματα που προανήγγειλα χθες ότι θα συζητούσαμε,
μεταφέρονται για αύριο.
Ετούτη εδώ τη μέρα έχουμε το Δημοκρατικό Χρέος, το Ηθικό Χρέος,
να την αφιερώσουμε στον δολοφονημένο από τούς νεοναζί, Παύλο Φύσσα.
Ήταν 18 Σεπτεμβρίου 2013.


Βρισκόμουν επί ώρες σε περίσκεψη και περισυλλογή,
διότι ήθελα να γράψω
για όλες τις αδικίες και τις ύβρεις που υπέστη μετά θάνατον ο Παύλος Φύσσας,
χωρίς όμως να γίνω καταχρηστικός και κάπηλος τού γεγονότος·
σε «Στιγμές Μνήμης» όπως αυτή,
κάθε λέξη αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα και ευθύνη
από αυτές που συνήθως διαθέτει.

Αρχικώς σκέφτηκα,
ότι σε περίπτωση που υπάρχει κάποια άλλη διάσταση
στην οποία μεταφερόμαστε όταν φεύγουμε από αυτήν τη ζωή,
ο Παύλος Φύσσας θα ήθελε να μιλήσει,
θα ήθελε να μάθουμε τις πικρίες και τις ενστάσεις του
για όσα ακολούθησαν τον βίαιο θάνατό του.
Η περίπτωση να τού έβαζα λόγια στο στόμα,
μού εφάνηκε ως μία αποτρόπαια, απαράδεκτη και ανίερη επιλογή·
θα άγγιζα την «περιΰβριση νεκρού» αν έπραττα με τέτοιον τρόπο.
Έτσι, απεφάσισα να εκφράσω όσα νοιώθω μέσα από μία αλληγορία,
η οποία θα μετέλθει τη «Διακριτικότητα τού Παραλληλισμού»
προκειμένου να πει σκληρές αλήθειες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ
—————-
*** Σήμερα έλαβα ένα μεταφυσικό μήνυμα, ένα μεταφυσικό γράμμα,
από έναν καλλιτέχνη και οπαδό τού Παναθηναϊκού,
ο οποίος δολοφονήθηκε από τούς νεοναζί.
Το γράμμα λέει τα εξής..:

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στα Εξάρχεια.
Μεγάλωσα σε αυτήν την πόλη, γαλουχήθηκα με όσα συμβολίζει,
συνειδητοποίησα από μικρός την αξία τού στίχου τού Παλαμά
«Αθήνα διαμαντόπετρα, στης Γης το δαχτυλίδι».

Έπαιξα στους δρόμους της, στις γειτονιές της,
και ως «Παιδί τής Πρωτεύουσας»
αγάπησα με πάθος την «Ομάδα τής Πρωτεύουσας».
Έγινα Παναθηναϊκός και αυτό υπήρξε ένα μεγάλο καμάρι τής ζωής μου.
Η Αθήνα Μου και ο Παναθηναϊκός Μου,
μού δίναν’ το Δικαίωμα στο Όνειρο και στην Υπερηφάνεια!

Όσο μεγάλωνα, τόσο αισθανόμουν ότι η ζωή γινόταν όλο και πιο σκληρή·
για όλους γινόταν σκληρή, όχι μόνο για μένα.
Η Αθήνα Μου, η Κοιτίδα τής Δημοκρατίας,
μετατρεπόταν ολοένα και περισσότερο
σε ένα πεδίο αντιπαραθέσεων με τούς φασίστες και τούς ναζιστές.

Αν ακολουθούσα το ρεύμα τής εποχής, θα γινόμουν τόσο σκληρός,
που ενδεχομένως να καταντούσα κι εγώ φασίστας και ναζιστής.
Μπορούσα να γίνω «τόσο σκληρός» αλλά δεν ήθελα, δεν μού άξιζε.
Έτσι,
απεφάσισα να φερθώ τρυφερά προς την ίδια την εποχή μου·
η Τέχνη είναι το χάδι που απαλύνει την Εποχή.
Χωρίς να το καταλάβω, χωρίς καν να το επιδιώξω,
με έναν τρόπο που μόνο ως Προ-Ορισμός μπορούσε να περιγραφεί,
βρέθηκα να είμαι καλλιτέχνης.

Με τούς στίχους και εν’ γένει με τα τραγούδια μου,
έκρουα τούς κώδωνες τού κινδύνου·
δεν ήταν οι λέξεις μου σκληρές·
απλώς, κατέγραφαν την Εποχή.

Και μετά, ήρθε εκείνη η 18η τού Σεπτέμβρη.
Οι φασίστες και οι ναζιστές με μισούσαν
διότι τούς ξεμπρόστιαζα τον εαυτό τους·
ήρθαν αποφασισμένοι να με σκοτώσουν,
χωρίς να έχουν διδαχθεί από την πρόσφατη ιστορία τους
ότι κάθε νεκρός από τα χέρια τους
γίνεται μία ακόμη ταφόπλακα για τα ποταπά και απάνθρωπα «πιστεύω» τους.

Όταν το μαχαίρι τους μού τρύπησε την καρδιά,
όταν πλέον ψυχορραγούσα
και είχα συνειδητοποιήσει πως η ζωή ήταν ένα ταξίδι
που για μένα έφτανε εκείνη την ώρα στο τέλος του,
πρόλαβα να σκεφτώ την οικογένειά μου, τούς φίλους μου, το κορίτσι μου,
την Αθήνα Μου, την Πανάθα Μου.
Και μετά… πέθανα.

Έκτοτε,
κλαίω συνέχεια εδώ που είμαι,
συμμετέχοντας στο αέναο κλάμα τής μάνας μου και τού πατέρα μου·
η ζωή τους τελείωσε όταν πέθανα
και ζουν μόνο για να υπερασπίζονται τη μνήμη μου.
Και οι φίλοι μου με θυμούνται και με τιμούν συνέχεια·
να…, και σήμερα κάνουν «Συγκέντρωση Μνήμης» για εμένα.
Και τα κορίτσια που αγάπησα και μ’ αγάπησαν,
κι αυτά με σκέφτονται,
και αφήνουν πού και πού ένα δάκρυ να κυλήσει·
τα δάκρυα μυραίνουν τον Θάνατο, τα δάκρυα μυραίνουν τη Μοίρα!

Όμως, έχω και τις πικρίες μου εδώ που βρίσκομαι.
Το Ελληνικό Κράτος, η Ελλάδα Μου, η Πατρίδα Μου,
θα μπορούσε να έχει σώσει τη ζωή μου,
αλλά η Αστυνομία εκαθυστέρησε να επέμβει.
Θανάσιμη αργοπορία.

Επίσης, και η Δικαιοσύνη δεν με σέβεται.
Πέντε χρόνια μετά,
συνεχίζει να σέρνει στις αίθουσές της τούς θλιμμένους γονείς μου,
συνεχίζει να ταλαιπωρεί τούς χαροκαμμένους γονείς.

Αχ, ρε Μάνα, πού να ήξερες τι θα τραβούσες για μένα όταν με γένναγες;
Συγγνώμη, ρε Μάνα.
Αν ήξερα ότι θα σάς προκαλούσα τόσον πόνο,
ίσως να γινόμουν δειλός.
Μα τι λέω· εσύ και ο μπαμπάς με προτιμάτε Νεκρό παρά Δειλό.
Έτσι δεν είναι, ρε Μάνα..;

Κατά βάθος, όσος κι αν είναι ο πόνος σας,
πάντα θα νοιώθετε Τεράστια Υπερηφάνεια·
ο γυιος σας τα κατέφερε·
οι άνθρωποι περπατούν στη μνήμη μου, Μάνα·
έγινα δρόμος εκεί στη γειτονιά μας.

Μα η πιο μεγάλη πίκρα μου, οφείλεται στην Πανάθα Μου.
Πήγαινα συνέχεια στο γήπεδο,
είχα διαρκώς έγνοια για τον Παναθηναϊκό Μου,
ήμουν ευτυχής όταν νικούσαμε,
ήμουν δυστυχής όταν χάναμε,
γινόμουν αψύς, ευέξαπτος, όταν μού τον πειράζανε·
για εμένα δεν ήταν απλώς η ομάδα μου,
αλλά η πρόσβασή μου στην Ιερότητα τού Παιδιού.

Η θυσία μου στον Βωμό τής Δημοκρατίας
τιμήθηκε από τις θύρες των φανατικών
τού Ολυμπιακού, τής Α.Ε.Κ., τού Π.Α.Ο.Κ. και πολλών ακόμη ομάδων·
όλες υψώσαν’ και συνεχίζουν να υψώνουν πανό στη μνήμη μου
τέτοιες μέρες.
Όλες εκτός από μία·
ο Παναθηναϊκός Μου,
η ομάδα για την οποία αισθανόμουν ότι θα μπορούσα να δώσω και τη ζωή μου,
διέπραξε κάτι πολύ χειρότερο από τη Λησμονιά·
με αγνοεί επιδεικτικά.
Κανένα πανό στη μνήμη μου από τούς συνοπαδούς μου,
καμία αναφορά σε εμένα.

Είμαι βαθιά πικραμένος εδώ που είμαι.
Δεν γνώριζα ότι πάνω από κάθε άνθρωπο
που δολοφονείται από τούς φασίστες και τούς ναζιστές,
υπάρχει ένα «No Politica» που αθωώνει διά τής σιωπής.

Ας είναι…
Ακόμη και μετά θάνατον παίρνω μαθήματα ζωής.
Εγώ συνεχίζω να φωνάζω «ΠΑ-ΝΑ-ΘΗ-ΝΑ-Ϊ-ΚΟΣ»
κι ας μην εφώναξε έστω μια φορά ο Παναθηναϊκός το όνομά μου.
Το φωνάζουν τα παιδιά των άλλων ομάδων
και μού απαλύνουν τον πόνο!

Υ.Γ. Μάνα,
ξέρω ότι ξαφνιάζεσαι που διαπιστώνεις ότι γράφουν κι οι νεκροί υστερόγραφα.
Για Εσένα είναι αυτό το υστερόγραφο, Μάνα.
Έμαθα ότι είπες στα κανάλια
πως σού έχει λείψει να με ακούς να σε αποκαλώ «Μάνα»
και θέλησα να απομονωθούμε λίγο από τον μπαμπά,
για να σε προσφωνήσω με τον τρόπο που σού έδινε ζωή.

Μού λείπεις, ρε Μάνα…
Δεν παίζει ρόλο που πέθανα. Μού λείπεις, ρε Μάνα…

Ο Αθλητάμπουρας

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης