Σύνταξη – Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Η παγκοσμιοποίηση, η εμπορευματοποίηση και ο σκληρός ανταγωνισμός έχουν σκοτώσει τον ρομαντισμό του ποδοσφαίρου – δημιουργώντας συγχρόνως τον καλύτερο ανταγωνισμό στον κόσμο των σπορ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο φιλόσοφος Roger Scruton κάποτε έγραψε ότι οι άνθρωποι γίνονται συντηρητικοί καθώς βιώνουν την απώλεια, την αίσθηση της προσωρινότητας, της διαδικασίας του θανάτου και τον ίδιο τον θάνατο. Η απώλεια τους δίνει μια αγάπη για τα πράγματα όπως είναι, μια επιθυμία να κρατούν, να προστατεύουν, να συντηρούν – ακόμα κι αν όλες οι προσπάθειες να το κάνουν έρχονται πιο αργά από ότι θα έπρεπε.

Αυτό συνέβη πρόσφατα όταν πολλοί από εμάς (τους ποδοσφαιρόφιλους) βρέθηκαν στην παράλογη κατάσταση να νιώσουν λύπη όταν ένας πολυεκατομμυριούχος Γάλλος ποδοσφαιριστής αποφάσισε να μην ενταχθεί στην πιο επιτυχημένη ομάδα του κόσμου. Γιατί να μας ένοιαζε που ο Kylian Mbappé είχε αποφασίσει να μείνει στην Παρί Σεν Ζερμέν αντί να υπογράψει συμβόλαιο με τη Ρεάλ Μαδρίτης (έναν σύλλογο που αρκετοί από εμάς δεν υποστηρίζουν ή ακόμα και δεν συμπαθούμε); Αφήστε που κατάφερε να κερδίσει στο τελικό του Champions League, την συμπαθέστατη και πολύ δημοφιλή ομάδα της Λίβερπουλ. Η απόφασή του σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής και μαζί της ήρθε η συνειδητοποίηση ότι αυτό το κάτι περνούσε οριστικά στο παρελθόν. Αυτό το κάτι ήταν η παλιά ιεραρχία, ο ρομαντισμός και η δόξα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ή μάλλον η αφελής πίστη σε αυτό.

Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, όπως και η ευρωπαϊκή κουλτούρα, διέπεται από μια ταξική δομή. Κάθε χώρα έχει τους ελίτ συλλόγους της που μαζί, σχηματίζουν ένα είδος πανευρωπαϊκής αριστοκρατίας – συλλόγους που παραδοσιακά, κατάφεραν να αποκτήσουν τους καλύτερους παίκτες του αθλήματος στην προσπάθειά τους για το απόλυτο έπαθλο: το Champions League. Παλαιότερα γνωστό ως Ευρωπαϊκό Κύπελλο, συνεχίζει να αποτελεί τον μεγαλύτερο συλλογικό αγώνα της χρονιάς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι ευρωπαϊκοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, σε αντίθεση με τους αμερικανικούς αθλητικούς συλλόγους, δεν μπορούν να αλλάξουν πόλεις – έχουν τις ρίζες τους εκεί που βρίσκονται, αντιπροσωπεύοντας όχι απλώς την τοποθεσία τους, αλλά συχνά και ορισμένες ιδέες για τις κοινότητές τους – τάξη, ταυτότητα ή θρησκεία. Στον φετινό τελικό του αγγλικού κυπέλλου, για παράδειγμα, οι οπαδοί της Λίβερπουλ αποδοκίμασαν τον εθνικό ύμνο της Βρετανίας, διαμαρτυρόμενοι για το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, το οποίο κατηγορούν – σωστά – για φρικτές καταχρήσεις εξουσίας τη δεκαετία του 1980 (η αστυνομία κακώς θεώρησε τους οπαδούς της Λίβερπουλ ως υπεύθυνους για μια καταστροφή στο στάδιο Hillsborough το 1989, στην οποία έχασαν τη ζωή τους 97 άνθρωποι). Το Λίβερπουλ πιστεύει ότι είναι μια αντικομφορμιστική, ριζοσπαστική πόλη – κάπως διαφορετική από την υπόλοιπη Αγγλία. Η αντίπαλός της στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, η Ρεάλ Μαδρίτης, εν τω μεταξύ, είναι κυριολεκτικά το ισπανικό κατεστημένο, που συμβολίζεται με ένα στέμμα στο έμβλημα, υποστηρίζεται από τη βασιλική οικογένεια και εκπροσωπεί την Ισπανία.

Αυτό είναι το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο – ή, τουλάχιστον, μια εξιδανικευμένη εκδοχή του: σύλλογοι που αντιπροσωπεύουν κάτι μεγαλύτερο από τους εαυτούς τους, προσφέροντας στις κοινότητες τους αφηγήματα για να συνενωθούν. Η πραγματικότητα, όμως είναι λιγότερο ρομαντική. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ μπορεί να αποδοκιμάζουν το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, αλλά ο σύλλογος τους είναι εδώ και καιρό μέρος του ποδοσφαιρικού κατεστημένου – αυτός και η Ρεάλ Μαδρίτης έχουν κερδίσει 19 τίτλους Champions League μεταξύ τους. Ο σύλλογος αναζωογονήθηκε περαιτέρω υπό την ιδιοκτησία ενός Αμερικανού δισεκατομμυριούχου, του John Henry, ο οποίος προσχώρησε σε μια λίστα άλλων ξένων  ιδιοκτητών που προσελκύονται από τις δυνατότητες και ευκαιρίες της αγγλικής Premier League, της πιο εμπορικά επιτυχημένης στον κόσμο. Η Λίβερπουλ μπορεί να περιφρονεί τη Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά ο σύλλογος είναι ένα είδος success story σούπερ Θατσερικού τύπου.

Η Λίβερπουλ, βέβαια, δεν είναι μόνη. Για να αγωνιστεί μια ομάδα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο σήμερα, χρειάζεται είτε έναν δισεκατομμυριούχο ιδιοκτήτη είτε μια παγκόσμια εμπορική επιχείρηση που να δημιουργεί τεράστια έσοδα τα οποία μπορούν να διοχετευτούν ξανά στην ομάδα, και αυτή η αλλαγή έχει διευρύνει τις τάξεις της ελίτ του αθλήματος. Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έγινε όλο και πιο εμπορευματοποιημένο στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, αλλά όλα άλλαξαν το 2003 όταν η Τσέλσι – που δεν ήταν μέρος της παραδοσιακής ευρωπαϊκής ελίτ – αγοράστηκε από τον Ρώσο δισεκατομμυριούχο Ρομάν Αμπράμοβιτς, κάτι που την μετέτρεψε αμέσως σε υπερσύλλογο – από άποψη πλούτου. Στη συνέχεια, το 2008, μια επενδυτική εταιρεία με στενούς δεσμούς με τη βασιλική οικογένεια του Άμπου Ντάμπι αγόρασε τη Μάντσεστερ Σίτι, καθιστώντας αμέσως μια ομάδα που βρισκόταν στην τρίτη κατηγορία της Αγγλίας – μόλις μια δεκαετία νωρίτερα – την πλουσιότερη ομάδα του κόσμου. Τρία χρόνια αργότερα, το κρατικό επενδυτικό ταμείο του Κατάρ αγόρασε την Παρί Σεν Ζερμέν, γνωστή παντού ως PSG. Από την αλλαγή της εξουσίας και μετά, η PSG – η ίδρυση της οποίας το 1970 την αφήνει εξαιρετικά νέα στις τάξεις της ελίτ της Ευρώπης – έχει κάνει τεράστια αύξηση δαπανών, σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ μεταγραφών δύο φορές και υπογράφοντας ίσως τον καλύτερο παίκτη όλων των εποχών, τον Λιονέλ Μέσι. 

Πιο πρόσφατα, η παραδοσιακή ροή των πραγμάτων του ποδοσφαίρου φαινόταν να επιβάλλεται ξανά, καθώς η Ρεάλ Μαδρίτης φλέρταρε – και φαινόταν να έχει πείσει –  τον αστέρα της PSG, Mbappé, να αλλάξει σύλλογο όταν θα έληγε το συμβόλαιό του αυτό το καλοκαίρι. Σε αντίθεση με τα αμερικανικά αθλήματα, οι σούπερ σταρ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου δεν φτάνουν απαραίτητα στο τέλος του συμβολαίου τους – αντίθετα  χρησιμοποιούν την εσωτερική τους μόχλευση για να «πουληθούν» από τον έναν σύλλογο στον άλλο, πριν συμφωνήσουν σε νέο συμβόλαιο με τη νέα τους ομάδα. Περιμένοντας μέχρι να γίνει «ελεύθερος πράκτορας», ο Mbappé ανέβασε την αξία του, παίζοντας με τους δύο μνηστήρες του. Το περασμένο Σαββατοκύριακο, προς σοκ του κόσμου του ποδοσφαίρου,  απέρριψε δημόσια τη Ρεάλ Μαδρίτης και υπέγραψε τριετή επέκταση συμβολαίου με την PSG, αποκαλύπτοντας την απόφασή του σε μια περίτεχνη συνέντευξη τύπου.

Η επιλογή του Mbappé συμβολίζει την προτίμηση των περισσότερων παικτών αυτής της γενιάς. Σηματοδοτεί μια μεταβαλλόμενη τάξη στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο – μια τάξη που έφερε την επανάσταση με τη μετατροπή του ποδοσφαίρου από ένα ηπειρωτικό άθλημα και παιχνίδι της δικής του ηπειρωτικής ελίτ σε ένα παγκοσμιοποιημένο προϊόν ψυχαγωγίας και παιχνίδι μιας παγκόσμιας ελίτ. Η PSG δεν είναι ιστορικός σύλλογος. Παίζει σε ένα αδύναμο πρωτάθλημα και δεν έχει κερδίσει ποτέ την πρώτη διοργάνωση της Ευρώπης. Σε αντίθεση με τη Ρεάλ Μαδρίτης, δεν ανήκει στη βασιλική οικογένεια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ωστόσο, η PSG έχει τώρα πιο βαθιές τσέπες από τη Ρεάλ Μαδρίτης, επιτρέποντας στον σύλλογο να πληρώσει στον Mbappé κάτι περισσότερο από 100 εκατ. δολ. μόνο ως αμοιβή υπογραφής συμβολαίου, συν επιπλέον 150 εκατ. δολ. σε μισθό για τρία χρόνια, καθιστώντας τον τον πιο ακριβοπληρωμένο ποδοσφαιριστή στον κόσμο.

Η απόφασή του να δεχτεί μια τέτοια αμύθητη προσφορά είναι κατανοητή. Αλλά έχει προκαλέσει αποπληκτική οργή στη Ρεάλ Μαδρίτης, έναν σύλλογο που συνήθιζε να ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Η κορυφαία αθλητική εφημερίδα της ισπανικής πρωτεύουσας Marca, κατηγόρησε τον Mbappe για έλλειψη κουλτούρας στο να απορρίψει τον σύλλογο. Το ίδιο το ισπανικό πρωτάθλημα απείλησε να μηνύσει την PSG για το «σκανδαλώδες» συμβόλαιο που, όπως είπε, κατέστρεφε το «οικονομικό οικοσύστημα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου», επιτρέποντας σε έναν σύλλογο να προσφέρει υπέρογκα συμβόλαια παρά τις τεράστιες οικονομικές απώλειες του, που επιδοτούνται από τον πλούτο ενός κυρίαρχου κράτους (αν και το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δεν έχει ανώτατα όρια αποδοχών – όπως τα αμερικανικά αθλητικά πρωταθλήματα – οι σύλλογοι της Ευρώπης υποτίθεται πως θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι θα παραμένουν κερδοφόροι, αποκλείοντας έτσι θεωρητικά την πιθανότητα να προσφέρουν σε όλους τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο μεγάλα συμβόλαια).

Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι από όλες τις ομάδες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, η Ρεάλ Μαδρίτης μοιάζει περισσότερο με την PSG. Η Ρεάλ δημιούργησε για πρώτη φορά μια ομάδα galacticos στις αρχές της δεκαετίας του 2000, χρησιμοποιώντας τις οικονομικές της δυνάμεις για να υπογράψει μια σειρά από σούπερ σταρ με την ελπίδα να χτυπήσει τους αντιπάλους εντός και εκτός γηπέδου, κερδίζοντας τρόπαια ενώ δημιουργούσε την πιο επιθυμητή εμπορική επωνυμία του αθλήματος. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι Ρεάλ Μαδρίτης διαπιστωμένα, ελάμβανε παράνομη κρατική βοήθεια από τις ισπανικές αρχές.

Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι από εμάς εξακολουθούμε να αισθανόμαστε λυπημένοι για την απόφαση του Mbappé, όπως λυπηθήκαμε όταν η ίδια η Ρεάλ ξεκίνησε την (άθλια) εποχή των galacticos, όταν η Μάντσεστερ Σίτι αγοράστηκε από τους σεΐχηδες των Εμιράτων και όταν η Νιουκάστλ αγοράστηκε από μια κοινοπραξία που περιλαμβάνει το κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σαουδικής Αραβίας. Καθένα από αυτά τα γεγονότα άλλαξε τη φύση του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ανατρέποντας μια παλιά τάξη πραγμάτων που όμως η ίδια ήταν γελοία και άδικη, αλλά τώρα μας φαίνεται πιο απλή και πιο ρομαντική (θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας, ότι αυτή ήταν μια τάξη πραγμάτων στην οποία ο μεγαλύτερος σύλλογος της Γερμανίας έχει κερδίσει τον τίτλο του πρωταθλήματος τα τελευταία 10 χρόνια, τον τίτλο του ιταλικού πρωταθλήματος τον κέρδισε ένας από τους τρεις μεγάλους του τα τελευταία 20 χρόνια. Παρομοίως, ο τίτλος του ισπανικού πρωταθλήματος πήγε σε έναν από τους τρεις μεγάλους κάθε χρόνο από το 2003 και στην Αγγλία, η νέα τάξη κυριαρχείται από τη Μάντσεστερ Σίτι, η οποία έχει κερδίσει τέσσερις από τους πέντε προηγούμενους τίτλους).

Κατά βάθος, υπάρχει κάτι στον αθλητισμό που αποκαλύπτει τον φυσικό συντηρητισμό των ανθρώπων. Η εμπειρία του να παρακολουθεί κανείς την παρακμή μεγάλων παικτών και μεγάλων ομάδων φέρνει μια οξεία αίσθηση του χρόνου που περνά και της απώλειας – κάτι που δεν είναι τόσο προφανές με τα κράτη ή τις αυτοκρατορίες, που χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να πέσουν. Αυτός είναι ο λόγος που τα ντοκιμαντέρ για τους Σικάγο Μπουλς του Michael Jordan συνεχίζουν να παρακολουθούνται από εκατομμύρια και που το TikTok μεταδίδει συνεχώς κλιπ από παλιούς παίκτες της αγγλικής Premier League που αναπολούν τις παλιές καλές εποχές. Όλα αυτά είναι υπενθυμίσεις μιας πιο αθώας ηλικίας στη ζωή κάποιου.

Ο Scruton έγραψε ότι από τις ταραχές στο Παρίσι το 1968 και μετά, έγινε συντηρητικός. Γι’ αυτόν, η καταστροφή που παρουσιάστηκε τότε ήταν μια υπενθύμιση ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν «μια πηγή παρηγοριάς και μια αποθήκη όσων εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να γνωρίζουμε». Μιλούσε για τον Χέγκελ και τον Ντοστογιέφσκι, όχι για ευρωπαϊκά ποδοσφαιρικά έπη. Ωστόσο, το θέμα παραμένει ότι ο συντηρητισμός επιδιώκει να ανακουφίσει την αίσθηση της απώλειας, αλλά τελικά δεν μπορεί – γιατί πρόκειται στην πραγματικότητα για τη διατήρηση της μνήμης μιας περασμένης εποχής.

Μακάρι ο Mbappe να είχε επιλέξει τον ρομαντισμό, για να ανταγωνιστεί την κληρονομιά της ιστορικής κυριαρχίας της Ρεάλ Μαδρίτης και όχι μόνο την παρούσα επικράτηση της στον χώρο του ποδοσφαίρου. Αλλά δεν ήταν αναγκασμένος – ο κόσμος του ποδοσφαίρου, που φαίνεται να συμμερίζεται αυτό το ένστικτό, ζητά από τον Mbappe να διατηρήσει κάτι που έχει ήδη φύγει. Η απόφασή του είναι απλώς μια επιβεβαίωση αυτού που έχει χαθεί, όχι η αιτία του θανάτου του. Η παγκοσμιοποίηση και η εμπορευματοποίηση είναι υπεύθυνοι για αυτό, δημιουργώντας όμως τον καλύτερο αθλητικό ανταγωνισμό στον χώρο των σπορ στον κόσμο, την κορύφωση του οποίου παρακολουθήσαμε πρόσφατα, αν και δεν ευτυχήσαμε να επευφημήσουμε τη Λίβερπουλ να νικά τους φρικτούς ελιτίστες της Ρεάλ Μαδρίτης.

Πηγή: The Atlantic

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης