Οι εταιρείες τεχνολογίας της Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνια και άλλες ανά τις ΗΠΑ, εδώ και χρόνια, αποτελούν την «ατμομηχανή» της παγκοσμιοποίησης και έχουν κάθε λόγο να είναι τα σύνορα ανοιχτά, για να κυκλοφορούν τα προϊόντα τους και να προσελκύουν «εγκεφάλους» από όλο τον κόσμο. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που εκδήλωσαν τον θυμό και την αντίδρασή τους για την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να απαγορεύσει προσωρινά την είσοδο στη χώρα σε ταξιδιώτες από επτά χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία, καθώς και να περιορίσει γενικότερα το μεταναστευτικό ρεύμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Έως την Παρασκευή οι εταιρείες αυτές -που κατά κύριο λόγο ψηφίζουν παραδοσιακά τους Δημοκρατικούς- είχαν μια επαμφοτερίζουσα στάση έναντι του νέου προέδρου των ΗΠΑ, ελπίζοντας να βρουν κοινό έδαφος συνεννόησης. Όμως, μετά από το επιλεκτικό «εμπάργκο» στη μετανάστευση, που κάνει διακρίσεις με βάση τη θρησκεία, μέσα στο Σαββατοκύριακο το ποτήρι φαίνεται να ξεχείλισε και η Σίλικον Βάλεϊ, κινούμενη ανάμεσα στην απαισιοδοξία, στην ανησυχία και στην οργή, άρχισε το επιχειρηματικό… αντάρτικο.

Οι τεχνολογικοί «γίγαντες», όπως η Google, η Apple και η Microsoft, καθώς και οι μικρότεροι τεχνολογικοί δορυφόροι τους, επέκριναν το προεδρικό διάταγμα του Τραμπ, δήλωσαν ότι θα χρηματοδοτήσουν με δωρεές την αντίδραση σε αυτό δια της νομικής οδού και θα βοηθήσουν με τους δικηγόρους τους τούς ουκ ολίγους στοχοποιούμενους μουσουλμάνους και άλλους μετανάστες εργαζομένους τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Δεν είναι μια πολιτική που υποστηρίζουμε», δήλωσε η Apple. «Ανήσυχη» δήλωσε η Google. Για «λαθεμένο και θεμελιώδες βήμα προς τα πίσω», το οποίο «θα δημιουργήσει παράπλευρες ζημιές στη φήμη και στις αξίες της χώρας», έκανε λόγο η Microsoft.

Σχεδόν όλοι που ζουν και εργάζονται στη Σίλικον Βάλεϊ, προέρχονται οι ίδιοι από κάποια άλλη χώρα ή είναι παιδιά μεταναστών, με πρώτο και καλύτερο τον συν-ιδρυτή της Apple, Στιβ Τζομπς, ο βιολογικός πατέρας του οποίου μετανάστευσε στις ΗΠΑ από τη Συρία το 1954. Οι πρόγονοι του επικεφαλής του Facebook Μαρκ Ζούκερμπεργκ είχαν μεταναστεύσει από τη Γερμανία και την Αυστρία, ενώ της γυναίκας του Πρισίλα, από την Κίνα και το Βιετνάμ.

Αν και απέφυγαν να επιτεθούν προσωπικά στον Ντόναλντ Τραμπ και δεν φάνηκε να έχουν ακόμη κάποια συνεννοημένη κοινή γραμμή για τις αντιδράσεις τους, οι τεχνολογικές εταιρείες είχαν σαφώς πιο ξεκάθαρη αντίδραση, σε σχέση με άλλους επιχειρηματικούς κλάδους (π.χ. τράπεζες ή αυτοκινητοβιομηχανίες), που εν γένει παρέμειναν σιωπηλοί για την επίμαχη απόφαση του Αμερικανού Προέδρου.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης