Παρατηρούμε πολύ έντονα το τελευταίο διάστημα μια ραγδαία αύξηση κρουσμάτων εφηβικής βίας. Δυστυχώς ακούμε πως  παιδιά ηλικίας από 12 ετών έως 18 παρουσιάζουν παραβατικές συμπεριφορές όμοιες με εκείνες συμμοριών του οργανωμένου εγκλήματος. Ενδοσχολική βία, οπαδική βία, κλοπές, ξυλοδαρμούς και πολλά άλλα.

Η παραβατικότητα των νέων είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί την κοινωνία και τους επιστήμονες. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες και παράγοντες που προσπαθούν να εξηγήσουν τις αιτίες και τις συνέπειές του.Το αξιοσημείωτο είναι πως η επιστήμη άρχισε να μελετά πιο επισταμένα το φαινόμενο στην μετά Covid εποχή, καταδεικνύοντας την σοβαρότητα και την ανάγκη για ευρύτερη κοινωνική αντιμετώπιση του φαινομένου.  Οι ανήλικοι είναι εκτεθειμένοι σε πολλαπλούς κινδύνους, με αποτέλεσμα η κατάσταση πλέον να μοιάζει ανεξέλεγκτη. Τι γνωρίζουμε πραγματικά για την εφηβική παραβατικότητα;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ξεκινώντας λοιπόν από την αρχή ας βάλουμε τα πράγματα σε μία σωστή βάση. Ένα παιδί αρχίζει να δομεί την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του εντός της οικογένειας. Λειτουργεί κυρίως μιμούμενο τις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές των γονιών του. Εδώ λοιπόν δομείται και η θεμελιώδης αξία της εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη μεταξύ παιδιού και γονιών. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και η σύγχρονη δομή της Ελληνικής οικογένειας. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πως η δομή της Ελληνικής οικογένειας έχει αλλάξει ριζικά. Στην σημερινή εποχή υπάρχουν μονογονεϊκές οικογένειες, όπως και νέες οικογένειες που προέκυψαν από τον χωρισμό των γονιών και επιλέγουν ή καλούνται να ζήσουν μαζί. Η νέα αυτή δομή, με όποια υπόσταση και να έχει, δεν σημαίνει πως θα αποτύχει και φυσικά πως τα μέλη της οικογένειας δεν αναπτύσσουν μεταξύ τους ισχυρούς δεσμούς εμπιστοσύνης και σεβασμού.  

Στην αντίπερα όχθη τα στοιχεία είναι πολύ ξεκάθαρα και καθηλωτικά. Από τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας προκύπτει πως το ποσοστό της παραβατικής συμπεριφοράς των ανηλίκων από το 2000 που ανερχόταν στο 7%, σήμερα έχει φτάσει στο 4,5%. Στα «σκληρά» όμως εγκλήματα τα ποσοστά πλέον έχουν εκτοξευθεί σε σχέση με τα στοιχεία του 2020 κατά 50%. 

Η πρώτη επιστημονική μελέτη για τον σχολικό εκφοβισμό έγινε το 2000 όπου όπου ανέδειξε ότι το 14,7% των μαθητών μεταξύ 8-12 ετών στην περιοχή της Αθήνας έχουν υποστεί εκφοβισμό. Το 6.2% θεωρούν οτι έχουν εκφοβίσει κάποιον μαθητή του σχολείου ενώ το 4.8% φαίνεται να έχει βρεθεί και στη θέση του «θύματος» αλλά και του «δράστη». Ακόμη σύμφωνα με την Πανελλήνια έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των εφήβων μαθητών (2014) σχετικά με το θέμα: «Έφηβοι και Έκφοβισμός» (Κοκκέβη και συν,2015), τονίζεται οτι: Το 10,7% των αγοριών εφήβων ανέφεραν εκφοβισμό άλλου μαθητή στο σχολείο τουλάχιστον 2 φορές το μήνα.Η ηλικία που παρατηρείται να είναι υψηλότερη η συμμετοχή των εφήβων σε περιστατικά εκφοβισμού είναι τα 13 έτη (9,6%).

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το 6,4% ανέφεραν ότι έχουν υποστεί ενοχλητικά πειράγματα τουλάχιστον 2 φορές το μήνα. Η χρήση σωματικής βίας φαίνεται να είναι η πλέον συχνότερη μορφή εκφοβισμού 17,8%, τα λεκτικά πειράγματα με 6,0% ενώ ο εκφοβισμός μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και ο εκφοβισμός μέσω φωτογραφιών στο διαδίκτυο εντοπίζονται στις τελευταίες θέσεις με 1,1% και 0,7% αντιστοίχως.

Επίσης θα πρέπει να αναλογιστούμε πως πλέον η μάστιγα αυτή δεν έχει κανένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό πέραν της ηλικίας. Δεν συσχετίζεται ούτε με το κοινωνικό αλλά ούτε και με το οικονομικό υπόβαθρο της οικογένειας. Αγόρια και κορίτσια παρουσιάζουν εξίσου παραβατικές συμπεριφορές σε διαφορετικά βέβαια ποσοστά, με αυτά των αγοριών να είναι σχεδόν διπλάσια. 

Η γενιά των σαράντα και κάτι είχε την τύχη να μεγαλώσει σε περιοχές όπου υπήρχαν ακόμα γειτονιές και εντός τα Αθήνας, συνήθως οι συμμαθητές  έμεναν σε απόσταση το πολύ δύο με τριών στενών μεταξύ τους με αποτέλεσμα να σχηματίζονται παρέες παιδιών εντός και εκτός σχολείου. Κάθε απόγευμα μετά το σχολείο, τα διαβάσματα στο πόδι, το ραντεβού ήταν συγκεκριμένο. Μια μπάλα ποδοσφαίρου αρκούσε για να πάρει το παιχνίδι φωτιά. Τσακωμοί;  Με τον σορό. Ποτέ όμως μα ποτέ δεν  υπήρξαν τέτοιες μορφές ακραίας βίας. Πόσο άλλαξα  τα πράγματα μέσα σε μόλις δύο γενιές; Με θλίβει ειλικρινά. 

 Τι όμως μπορεί να εξωθήσει έναν έφηβο σε μία τέτοια συμπεριφορά;

Τι τους γεμίζει τόσο θυμό που μπορεί να τους οπλίσει το χέρι;

Πόσο καλά τελικά οι γονείς γνωρίζουν ή νομίζουν πως γνωρίζουν τα παιδιά τους;

Απαντήσεις στα σημαντικά αυτά ερωτήματα δίνονται μέσω της λειτουργικής οικογενειακής θεραπείας της οποίας τα αποτελέσματα είναι ήδη τεκμηριωμένα. Πρόκειται για μια βραχυπρόθεσμη θεραπεία που χρησιμοποιείται συχνά για νέους που αντιμετωπίζουν προβλήματα με επικίνδυνη συμπεριφορά, βία ή χρήση ουσιών. Βοηθά τους εφήβους και τις οικογένειές τους να αναζητήσουν λύσεις, ενώ παράλληλα χτίζουν την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό τους για τον καθένα ξεχωριστά.

Παναγιώτης Παπαδόπουλος

Life Coach

CEO Infinity Life Coaching 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης