Μία φίλη από τη Θεσσαλονίκη, μέσω κάποιου κοινού γνωστού, μου έστειλε την επιστολή αυτή, η οποία με έκανε να ανατριχιάσω κυριολεκτικά και να ανασηκωθώ από την αναπαυτική πολυθρόνα που καθόμουν, για να την διαβάσω. Ήταν τέτοιο το χαστούκι που έφαγα, που δεν θα ήταν δυνατόν να την διαβάσω στην χουζουριά του αναπαυτικού μου καναπέ. Την διάβασα, λοιπόν, όρθιος και δεν μπορώ να πω πως δεν ένιωσα φρικτά. Δεν μπορώ να πω πως αισθάνομαι άμοιρος ευθυνών τη στιγμή που και εγώ, σαν να ήμουν μέρος του κατεστημένου, έμεινα ξαπλωμένος τόσα χρόνια στη ζεστασιά του αναπαυτικού μου καναπέ, αντί να βγω στους δρόμους και να ενώσω τη φωνή μου μαζί με τις αδύναμες φωνές αυτών που υποφέρουν από την ασθένειά τους, αλλά πρωτίστως από την αναλγησία του κατεστημένου. Σας παραθέτω την επιστολή και είμαι σίγουρος πως θα σας κάνει να αναθεωρήσετε πολλά…
…είμαι καρκινοπαθής στο τελευταίο (κατά την Ιατρική) στάδιο μεταστατικού καρκίνου, από Θεσσαλονίκη. Διαβάζοντας την επιστολή διαμαρτυρόμενου πολίτη με την αργοπορία των γιατρών, αναρωτήθηκα για το πόσο θα έπρεπε να διαμαρτυρηθούν για την κατάντια του συστήματος Υγείας οι καρκινοπαθείς, οι άνθρωποι που έχουν συνεχές ραντεβού με το θάνατο και που οι Γιατροί και το κατεστημένο του συγκεκριμένου χώρου αργούν καθημερινά στο ραντεβού-συνέπειας μαζί τους.
Οι καρκινοπαθείς είναι οι ασθενείς που διαμαρτύρονται λιγότερο στις αίθουσες αναμονής των νοσοκομείων. Η αρρώστια που τους έχει καταβάλει δεν είναι ιάσιμη. Προσβλέπουν περισσότερο στον Θεό παρά στους ανθρώπους και οτιδήποτε προσφερθεί από τους ανθρώπους και την επιστήμη είναι αναπάντεχο δώρο που αποδέχονται με ευγνωμοσύνη, ευχαριστώντας, μακριά πια από προσωπικούς στόχους και φιλοδοξίες, για την κάθε στιγμή καλής ή υποφερτής ποιότητας ζωής που τους χαρίζεται και για την οποία παλεύουν με νύχια και με δόντια.
Τα παιδιά του καρκίνου έχουν υπομονή με τους νοσηλευτές. Γιατί οι νοσηλευτές είναι σύμμαχοι στον αγώνα τους. Εργάζονται με μισθούς πείνας, δεν είναι ενταγμένοι στα βαρέα και ανθυγιεινά και παρασκευάζουν χωρίς να έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό, τα χημειο-θεραπευτικά διαλύματα με κίνδυνο της ίδιας της υγείας τους. Στο τσουνάμι της νοσηλείας εξυπηρετούν διπλάσιο αριθμό αρρώστων από τον προβλεπόμενο, διασπείροντας τους αρρώστους και σε άλλα τμήματα άλλων κλινικών, εφόσον τα κρεβάτια δεν επαρκούν για όλους. Στη νυχτερινή του βάρδια, ένας νοσηλευτής έχει την ευθύνη ενός ολόκληρου ορόφου – τμήματος, γιατί κανένας υπουργίσκος δεν το πήρε ως προσωπική του υπόθεση να κάνει προσλήψεις νοσηλευτών. Όταν λοιπόν κάποια φορά αστοχήσει το χέρι της νοσηλεύτριας να βρει φλέβα με την πρώτη, της δίνουν κουράγιο λέγοντάς της «δεν πειράζει, μη στενοχωριέσαι, ξανατρύπησε τις χημειοκαμένες φλέβες μου, θα βρεις άλλο σημείο».
Τα παιδιά του καρκίνου έχουν υπομονή με τους γιατρούς Δεν γογγύζουν ούτε, όταν περιμένουν τις ατέλειωτες πέντε, έξι ή επτά ώρες, στην «επί της γης κόλαση», στα «σαλόνια» – αίθουσες αναμονής του νοσοκομείου, με το βαλιτσάκι με τα απαραίτητα για τη διήμερη ή τριήμερη νοσηλεία τους, για να τους ανακοινωθεί τελικά ότι δεν υπάρχει κρεβάτι διαθέσιμο. Ξέρουν ότι πρέπει να φύγουν και να ξανάρθουν την επόμενη, προετοιμάζοντας τον εαυτό τους άλλη μια νύχτα για την επόμενη μέρα που θα επιστρέψουν, έχοντας την ελπίδα να βρουν κρεβάτι διαθέσιμο.
Δεν γογγύζουν, δεν εκφράζουν παράπονα στους γιατρούς τους, ούτε στην αίθουσα αναμονής της ογκολογικής κλινικής βραχείας θεραπείας;, όταν, ώρες ατέλειωτες, περιμένουν υπομονετικά να τους δει ο γιατρός τους και στη συνέχεια να κάνουν τη θεραπεία τους, μετά από ώρες ταξίδι, ερχόμενοι από κάποια άλλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Κι εκεί ο γιατρός έχει έρθει στην ώρα του, αλλά θα πρέπει να είναι βιονικός, για να καταφέρει να αποφασίσει για τη ζωή 80-100 ανθρώπων στα λίγα λεπτά που αντιστοιχούν στον κάθε καρκινοπαθή και να αποφύγει το λάθος. Όταν ο γιατρός καθημερινά αποφασίζει για 100 ζωές, θα το κάνει το λάθος και το λάθος αυτό θα κοστίσει μια ζωή.
Θυμώνουν οι καρκινοπαθείς, αλλά δεν τα βάζουν ούτε με τους νοσηλευτές ούτε με τους γιατρούς τους, γιατί ξέρουν καλά ότι δεν φταίνε αυτοί, που δεν υπάρχουν άλλα δέκα εξειδικευμένα νοσοκομεία, για να εξυπηρετήσουν τους καρκινοπαθείς όλης της Ελλάδας. Υποπτεύομαι πως οι νοσηλευτές και κυρίως οι ογκολόγοι πλέον στην Ελλάδα, όταν ανήκουν στην κάστα εκείνη των γιατρών, που «δεν τα παίρνουν», μάλλον δουλεύουν, για να σώσουν την ψυχή τους. Όπως ο χειρουργός-ογκολόγος της γράφουσας, ο ίδιος με καρκίνο, τελείως καθαρός από δοσοληψίες φακέλων, έδινε την ψυχή του στην πολύωρη εγχείρηση να σώσει αυτό που άλλοι θεωρούσαν χαμένη υπόθεση, σε ένα κράτος που έχει το θράσος να μιλάει για πολιτισμό, ενώ δεν έχει εξασφαλίσει το αυτονόητο, ένα κρεβάτι στον άρρωστο. Σε ένα κράτος που δεν σέβεται τον γιατρό και τον νοσηλευτή, αλλά πάνω από όλα δεν σέβεται τον άρρωστο.
Οργίζονται στα ασανσέρ του ογκολογικού νοσοκομείου που χωρούν τόνους πόνου και απόγνωσης και που μέσα τους στοιβάζονται ταυτόχρονα οι βαριά εγχειρισμένοι στα φορεία, μαζί με συνοδούς, με τον κίνδυνο να μολυνθούν. Και δυσανασχετούν, γιατί δεν θέλουν και όμως πρέπει να ανέβουν στο κολαστήριο, αλλά δεν χωρούν και φωνάζουν, γιατί εκεί ο φταίχτης έχει πρόσωπο και λέγεται κράτος. Το κράτος που δεν διαθέτει τα απαραίτητα κονδύλια, ώστε να γίνουν καινούργια και πιο σύγχρονα αντικαρκινικά νοσοκομεία και που δεν κάνει εδώ και πολλά χρόνια προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
Οι καρκινοπαθείς κάποιες στιγμές όμως χάνουν την υπομονή τους, όταν, ειδικά, δεν έχουν ούτε τους γιατρούς σύμμαχους στην αρρώστια τους. Είναι οι στιγμές που πρέπει να παλέψουν τελείως μόνοι τους, γιατί στο σύστημα υγείας δεν υπάρχουν μόνο οι φακελοφονιάδες αλλά και οι αδίστακτοι γιατροί, που αδιαφορώντας για την τύχη του δικού τους ασθενή, ισχυριζόμενοι πως οποιαδήποτε θεραπεία θα ήταν μάταιη, τον αποκλείουν από οποιοδήποτε θεραπευτικό σχήμα (ενώ άλλοι ογκολόγοι διαβεβαιώνουν για το αντίθετο), αρνούνται οποιαδήποτε διευκόλυνση, ώστε να αναζητήσει ο ασθενής την τύχη του στο εξωτερικό. Και όλα αυτά προκειμένου να τον εντάξουν στην κλινική έρευνα κάποιου νέου φάρμακου, το οποίο όμως όταν θα έχει έρθει, πιθανότατα, να είναι για τον ασθενή πλέον πολύ αργά.
Και όταν τα παιδιά του καρκίνου χάσουν την υπομονή τους αλλά κυρίως την εμπιστοσύνη στους γιατρούς τους, δεν κάνουν καταγγελίες και μηνύσεις. Χάνουν την ελπίδα τους και, όταν χάσουν την ελπίδα τους, αποσύρονται από τον αγώνα να κερδίσουν τη ζωή τους και αποσύρονται σιγά σιγά από την ίδια τη ζωή.
Αγαπητή Μαριλίζα, ελπίζω πως οι χαλεποί καιροί για τους καρκινοπαθείς θα μείνουν στη μνήμη μας, ως μία πολύ κακή και θλιβερή ανάμνηση, ως μία ανάμνηση ενός πολύ κακού συστήματος υγείας, το οποίο έφθασαν σε αυτό το σημείο κακοί υπουργοί υγείας, κάποιοι εκ των οποίων ήταν γιατροί, απλά και μόνο διότι έγιναν οι επίορκες παραφυάδες ενός δύσοσμου και άδικου συστήματος, που είχε τον ρόλο του οικονομικού τροχονόμου των εκάστοτε υπηρετών του κατεστημένου.
Πιστεύω πως το σχήμα αυτό που τώρα ανέλαβε το Υπουργείο Υγείας με επικεφαλής δύο κορίτσια με κέφι και όραμα θα δώσει επιτέλους ελπίδες και στόχο ζωής σε χιλιάδες συνανθρώπους μας, στις τάξεις των οποίων, ανά πάσα στιγμή μπορεί να προστεθούμε και εμείς…
Ο Θοδωρής Γιάνναρος είναι μοριακός – πυρηνικός βιολόγος
Επικοινωνία: theogiannaros@in.gr και στο τηλ. 210- 9340880