Ζήσης Ψάλλας

Τα άτομα με διαβήτη εμφανίζουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ασθένειας στις αριστερές καρδιακές βαλβίδες σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς διαβήτη, δείχνει μια μελέτη μητρώου από το Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ. Οι στατιστικές αναλύσεις δείχνουν επίσης ότι η βαλβιδική καρδιακή νόσος μπορεί να προληφθεί με τη μείωση της αρτηριακής πίεσης και τη μείωση άλλων παραγόντων κινδύνου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Έρευνες, σε ζωικά μοντέλα, έχουν δείξει ότι ο διαβήτης μπορεί να επιδεινώσει τη σκλήρυνση των βαλβίδων στην καρδιά και στους δακτυλίους που συνδέουν τις βαλβίδες στην καρδιά. Σε επίπεδο πληθυσμού, αυτή η μελέτη δείχνει για πρώτη φορά πόσο διακριτή είναι η σύνδεση μεταξύ του διαβήτη και του αυξημένου κινδύνου βαλβιδοπάθειας. Τόσο τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 όσο και τύπου 2 διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν αυτή τη νόσο ενώ ο κίνδυνος ασβέστωσης στην αορτική βαλβίδα (αορτική στένωση) είναι 1,62 φορές υψηλότερος στους διαβητικούς.

«Ο χαμηλότερος κίνδυνος πρωτοπαθούς παλινδρόμησης ή διαρροής στον διαβήτη τύπου 2 προκαλείται επίσης από την υποτιθέμενη διαδικασία σκλήρυνσης και ασβέστωσης που ξεκίνησε, για παράδειγμα, από υψηλή αρτηριακή πίεση, μειωμένο μεταβολισμό του σακχάρου στο αίμα και παράγοντες που συνδέονται με την παχυσαρκία. Με τη γήρανση, η διαδικασία σκλήρυνσης στην καρδιά εμφανίζεται σε όλους μας -ακόμη και σε άτομα χωρίς διαβήτη- αλλά υποθέτουμε ότι ο διαβήτης την επιταχύνει», λέει ο Aidin Rawshani, επικεφαλής της μελέτης.

Η μελέτη βασίζεται σε δεδομένα μητρώου που αφορούσαν περισσότερους από 3,4 εκατομμύρια ανθρώπους στη Σουηδία, που παρακολουθήθηκαν για 20 χρόνια. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Circulation.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η μελέτη προσδιορίζει το σάκχαρο του αίματος, την αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια του αίματος, την παχυσαρκία και τη λειτουργία των νεφρών ως παράγοντες που επηρεάζουν τους κινδύνους της αριστερής καρδιακής βαλβίδας. Η στατιστική ανάλυση δείχνει ότι μπορεί να είναι ωφέλιμο εάν περισσότεροι από τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου μειωθούν ακόμη περισσότερο, σε σύγκριση με τις τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές. Ωστόσο, το εύρημα είναι καθαρά στατιστικό, όπως τονίζουν οι ερευνητές.

«Απαιτούνται κλινικές δοκιμές για να επαληθευτεί ότι το αποτέλεσμα είναι πραγματικά τόσο ευεργετικό όσο υποδηλώνουν οι στατιστικές», λέει ο Rawshani.

Η μελέτη περιλαμβάνει δεδομένα, που συλλέχθηκαν για 20 χρόνια, για περισσότερους από 3,4 εκατομμύρια ανθρώπους στη Σουηδία. Περιλάμβαναν 36.211 διαβητικούς τύπου 1 και 678.932 τύπου 2.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης