Γράφει η Αικατερίνη Βλαστού, Πλαστικός Χειρουργός, Διευθύντρια Κλινικής Πλαστικής & Επανορθωτικής Χειρουργικής ΥΓΕΙΑ
Η παράλυση του προσωπικού νεύρου με τα λειτουργικά και κοσμητικά προβλήματα που εμφανίζει, δημιουργεί μέγιστη επικοινωνιακή δυσλειτουργία και ψυχολογική επιβάρυνση στον ασθενή.
Η παράλυση είναι δυνατόν να είναι συγγενής (εκ γενετής) ή επίκτητη και να εμφανισθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής. Τραύματα και όγκοι ένδο ή έξω-κρανιακοί, καθώς και ποικίλες φλεγμονές αποτελούν τις κυριότερες αιτίες εμφάνισης παράλυσης του προσωπικού νεύρου. Τα χαρακτηριστικά της παράλυσης είναι ασυμμετρία του προσώπου με πτώση της γωνίας του στόματος, διεύρυνση της βλεφαρικής σχισμής, αδυναμία σύγκλεισης των βλεφάρων, δυσλειτουργία του σφιγκτήρα του στόματος, κλπ.
Αποκατάσταση συμμετρικής αρμονικής έκφρασης του προσώπου, είναι το ζητούμενο. Η χειρουργική αντιμετώπιση του κάθε ασθενούς ποικίλλει ανάλογα με τις λειτουργικές διαταραχές που προκύπτουν μετά την παράλυση. Οι δύο κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την μέθοδο αποκατάστασης είναι η διάρκεια της παράλυσης και το επίπεδο της βλάβης στην πορεία του προσωπικού νεύρου.
Άλλοι παράγοντες που πιθανόν να διαφοροποιήσουν τον χειρουργικό σχεδιασμό είναι η ηλικία του ασθενούς, το προσδόκιμο επιβίωσης, το λειτουργικό του έλλειμμα, η επιθυμία του ασθενούς και η συμμετοχή και άλλων κρανιακών νεύρων στην παράλυση.
Ο χρόνος που έχει παρέλθει από την εγκατάσταση της παράλυσης καθορίζει την δυνατότητα ανανεύρωσης (επαναφοράς της λειτουργίας) των μυών του προσώπου. Μετά την πάροδο 1-1,5 έτους δεν είναι πλέον δυνατή η ανάκτηση της λειτουργίας των μυών του προσώπου. Το επίπεδο της βλάβης του προσωπικού νεύρου καθορίζει την διαθεσιμότητα (ή μη) του κεντρικού κολοβώματος αυτού. Επομένως δυνατόν να παρουσιασθούν οι ακόλουθες καταστάσεις:
Ι) Διάρκεια παράλυσης λιγότερο από 1 έτος.
1) Εάν η διακοπή της συνεχείας του προσωπικού νεύρου έχει γίνει έξω από το κρανίο, γίνεται προσπάθεια σύνδεσης των δύο τμημάτων του νεύρου είτε με άμεση συρραφή αυτών, ή με νευρικά μοσχεύματα εφ’ όσον υπάρχει απώλεια ιστών.
2) Παράλυση του προσωπικού νεύρου εντός του κρανίου αντιμετωπίζεται με ανανεύρωση του εξωκρανιακού περιφερικού του τμήματος από άλλα νεύρα, όπως το νεύρο του συστοίχου μασητήρος μυός, ή μέρος (40%) του υπογλωσσίου νεύρου ή με διαπροσωπικά νευρικά μοσχεύματα από το προσωπικό νεύρο της άλλης πλευράς του προσώπου, ή με συνδυασμό των ανωτέρω επεμβάσεων.
ΙΙ) Διάρκεια παράλυσης πέραν του έτους (χρονία παράλυση).
Σ’ αυτή την περίπτωση οι μύες του προσώπου έχουν ατροφήσει τόσο, ώστε δεν είναι δυνατόν να ξαναλειτουργήσουν. Επομένως μυς από άλλο μέρος του σώματος, συνήθως τον μηρό, μεταφέρεται στο πρόσωπο, όπου τα αγγεία του ενώνονται με αγγεία της περιοχής, ενώ το νεύρο του μυός συρράπτεται στο εξωκρανιακό κεντρικό κολόβωμα του προσωπικού νεύρου, εάν υπάρχει (σπάνια περίπτωση).
Εάν δεν είναι διαθέσιμο κεντρικό κολόβωμα του προσωπικού νεύρου, το νεύρο του μεταφερθέντος μυός δυνατόν να συρραφεί είτε με διαπροσωπικά νευρικά μοσχεύματα από το προσωπικό νεύρο της άλλης πλευράς του προσώπου, ή να συρραφεί με άλλο κρανιακό νεύρο, όπως μέρος του υπογλωσσίου νεύρου ή το νεύρο του μασητήρος μυός.
Μετάθεση περιοχικών μυών υπό την μορφή μισχωτών κρημνών (κροταφίτου ή / και μασητήρα) εφαρμόζεται ενίοτε για την ενίσχυση και βελτίωση των αποτελεσμάτων των μικροχειρουργικών επεμβάσεων.
ΙΙΙ) Συγγενής παράλυση προσωπικού νεύρου.
Οι επεμβάσεις που αναφέρθηκαν για την χρονία, πέραν του έτους, παράλυση του προσωπικού νεύρου εφαρμόζονται και για την αντιμετώπιση των συγγενών παραλύσεων αυτού. Η αντιμετώπιση καθορίζεται από την έκταση του λειτουργικού ελλείμματος, ετερόπλευρου ή αμφοτερόπλευρου με ή μη συμμετοχή άλλων κρανιακών νεύρων (σύνδρομο Möbius).
Εν κατακλείδι, καμία χειρουργική τεχνική δεν παρέχει το τέλειο αποτέλεσμα.
Όσο πιο σύντομα μετά την εγκατάσταση της παράλυσης του προσωπικού νεύρου γίνει η προσπάθεια αποκατάστασης, τόσο καλύτερα τα αποτελέσματα, διότι επιτυγχάνεται ανανεύρωση των αυτοχθόνων μυών του προσώπου. Υποκατάσταση των μυών του προσώπου με άλλο μυ, επιτυγχάνει ικανοποιητική λειτουργική βελτίωση, ώστε παρά το γεγονός ότι το αποτέλεσμα δεν είναι απόλυτα συμμετρικό, οι ασθενείς δύνανται να συνεχίσουν απρόσκοπτα την ζωή τους.