Διαπιστώνετε φούσκωμα, αέρια και διαταραχές στις κενώσεις όταν πίνετε αγελαδινό γάλα; Νεότερες έρευνες ενοχοποιούν την πρωτεΐνη Α1 του γάλακτος για συμπτώματα από το πεπτικό.

Το αγελαδινό γάλα περιέχει 32 g πρωτεΐνης ανά λίτρο. Το 80% της πρωτεΐνης αποτελεί η καζεΐνη και το 20% η πρωτεΐνη ορού γάλακτος (whey). Η β-καζεΐνη είναι η δεύτερη σε ποσοστό πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος (περίπου το 30% όλων των πρωτεϊνών). Υπάρχουν 2 οικογένειες β-καζεΐνης, γνωστές ως τύπος Α1 και τύπος Α2. Η αρχέγονη πρωτεΐνη του αγελαδινού γάλακτος ήταν η Α2, ενώ ο τύπος Α1 θεωρείται ότι προέκυψε περίπου πριν από 5000 χρόνια στις αγελάδες της Ευρώπης, έπειτα από σημειακή μεταλλαγή ενός γονιδίου (από Προλίνη67 σε Ιστιδίνη67).

Στις χώρες της Ευρώπης, η αναλογία των αγελάδων που παράγουν γάλα με τον τύπο Α1 έναντι εκείνων που παράγουν γάλα με τον τύπο Α2 είναι περίπου 1:1 και το γάλα που πίνουμε περιέχει και τους δύο τύπους β-καζεΐνης σε διαφορετική αναλογία, ανάλογα με το κοπάδι. Όταν καταναλώσουμε το γάλα αυτό ή τα προϊόντα του (τυρί, γιαούρτι), αναλαμβάνουν δράση τα ένζυμα του πεπτικού μας συστήματος για να διασπάσουν την β-καζεΐνη.

Η διάσπαση του τύπου Α1 οδηγεί στην παραγωγή ενός οπιοειδούς πεπτιδίου που λέγεται β-καζομορφίνη-7 (BCM-7), ενώ η διάσπαση του τύπου Α2 οδηγεί σε ελάχιστη ή καθόλου παραγωγή της BCM-7. Η BCM-7 είναι η ουσία που ευθύνεται κατεξοχήν για τις γαστρεντερικές διαταραχές όπως φουσκώματα, αυξημένη αποβολή αερίων και διαταραχές στις κενώσεις. Επιπλέον, παλαιότερες μελέτες έδειξαν συσχέτιση της BCM-7 με διαταραχές όπως αθηροσκλήρωση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (νεανικό), αναπνευστικά προβλήματα, αυτισμό και σχιζοφρένεια, χωρίς ωστόσο να έχει αποσαφηνισθεί ακόμη ο ακριβής μηχανισμός δράσης της BCM-7.

Σε ζώντες οργανισμούς, οι καζομορφίνες μειώνουν την κινητικότητα του εντέρου, ελαττώνοντας τις εντερικές συσπάσεις, και αυξάνουν έτσι το χρονικό διάστημα κένωσης του εντέρου. Μέχρι στιγμής, μόνο ένα ένζυμο του εντέρου είναι ικανό να καταβολίσει (διασπάσει) την BCM-7. Αυτό το ένζυμο λέγεται διπεπτιδυλ-πεπτιδάση-4 (DDP-4). Όταν υπάρχει μια ήπια φλεγμονή στο έντερο (ακόμη και μη ειδική), το ένζυμο DDP-4 καταστέλλεται και συνεπώς η BCM-7 δεν καταβολίζεται ή καταβολίζεται πολύ αργά με αποτέλεσμα οι γαστρεντερικές διαταραχές να επιδεινώνονται.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, εκτιμήθηκε για πρώτη φορά η επίδραση στο πεπτικό σύστημα του ανθρώπου του αγελαδινού γάλακτος που περιέχει μόνο τον τύπο Α1 της β-καζεΐνης έναντι εκείνου που περιέχει μόνο τον τύπο Α2. Η μελέτη ήταν διπλή τυφλή τυχαιοποιημένη, cross-over έπειτα από 8 εβδομάδες. Συγκεκριμένα, οι 41 συμμετέχοντες αρχικώς έλαβαν ρυζόγαλα (ουδέτερο γάλα χωρίς β-καζεΐνη) για 2 εβδομάδες. Στη συνέχεια ήπιαν αγελαδινό γάλα τύπου Α1 ή Α2 για 2 εβδομάδες, κατόπιν ρυζόγαλα για 2 εβδομάδες, και τέλος αγελαδινό γάλα αντίθετου τύπου από ότι έλαβαν προηγουμένως για ακόμη 2 εβδομάδες.

Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν εντυπωσιακά. Όταν οι συμμετέχοντες ήπιαν γάλα με β-καζεΐνη τύπου Α1 παρουσίασαν γαστρεντερικές διαταραχές όπως πόνο στην κοιλιά, φούσκωμα, τυμπανισμό και διαταραχές στις κενώσεις. Αντίθετα όταν ήπιαν γάλα με β-καζεΐνη τύπου Α2, τα συμπτώματα από το γαστρεντερικό απουσίαζαν ή ήταν ελάχιστα. Η διαφορά μεταξύ των δύο τύπων β-καζεΐνης ήταν στατιστικώς σημαντική (P

Χρήστος Ζαβός, Γαστρεντερολόγος, http://peptiko.gr

Βιβλιογραφία

1. Ho S, Woodford K, Kukuljan S, Pal S. Comparative effects of A1 versus A2 beta-casein on gastrointestinal measures: a blinded randomised cross-over pilot study. Eur J Clin Nutr 2014 Jul 2.
2. Barnett MP, McNabb WC, Roy NC, Woodford KB, Clarke AJ. Dietary A1 β-casein affects gastrointestinal transit time, dipeptidyl peptidase-4 activity, and inflammatory status relative to A2 β-casein in Wistar rats. Int J Food Sci Nutr 2014 Sep;65(6):720-7.