Καθημερινά διαβάζουμε ειδήσεις, άχρωμες και τετριμμένες, ποιήματα εμβτηριοποιημένα, υπό τη μορφή ηρωικών πράξεων, με κεντρικό νόημα αν θα γράφονται με ένα ή με δύο “N”, γνωστά, των κύκλων εκείνων που θέλοντας να προσεταιριστούν την εξουσία, με κάθε τρόπο, δεν διστάζουν να παραμυθιάζουν το λαό και να τον κρατούν στη νιρβάνα της βλακείας. Απίστευτα ανθρωπάκια, παριστάνοντας τους εργατοπατέρες και τους υπερδημοκράτες καταστρέφουν βήμα βήμα την πάλε πότε κραταιά και θετικά δακτυλοδεικτούμενη Ελλάδα.

Κατάφεραν να την γελοιοποιήσουν και να την μετατρέψουν σε παράδειγμα προς αποφυγή. Κατάφεραν να την πληγώσουν ερήμην του Έλληνα, από τον οποίον αφαίρεσαν την κουλτούρα του και το πνευματικό καύσιμό του. Έτσι τον ποδηγέτησαν… τον νεόκουτο αυτόν λαό… παίρνοντάς του τα πνευματικά όπλα και αντ’ αυτού, δίνοντάς του κακέκτυπα σλόγκαν και ευχολόγια που υποτιμούν και ενοχλούν σφόδρα τη νοημοσύνη… Στην Ελλάδα μιλάμε τώρα για τα ελλείμματα των προϋπολογισμών ή του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, ή την αποπληρωμή των χρεών της χώρας στους δανειστές της, αλλά πλέον δεν αναφερόμαστε στο έλλειμμα του ορθολογισμού. Έλλειμμα που φαίνεται καθημερινά και στην θεωρία και στην πράξη. Όχι μόνον δεν μας απασχολεί, αλλά πολεμάμε και θεωρητικά εναντίον του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο ορθός λόγος, που σε αυτόν τον τόπο γεννήθηκε, θεωρείται ξενόφερτος και, απάνθρωπος, ενώ η νεοελληνική διανοητική θολούρα και ασυνέπεια είναι και ανθρώπινη και χαρισματική και λεβέντικη…
Έχει ειπωθεί και γραφτεί, πολλάκις πως το Ελληνικό χρονογράφημα απεβίωσε κάποια βραδιά στα μέσα της δεκαετίας του 70.

Έχει αναφερθεί πως έσβησε τόσο αθόρυβα που κανένας από εμάς δεν θυμάται, καν, την ημερομηνία και την ώρα θανάτου του, όπως, αναφέρει ο συγγραφέας και αληθινός χρονογράφος, σε πολλά κείμενα του, ο Νίκος ο Δήμου, σε άρθρο του το 71, το οποίο με στοίχειωσε, και το οποίο έγινε τόσο επίκαιρο σήμερα, όπου τα πάντα που μέχρι χθες είχαν αξία, καταρρέουν…

Οι εφημερίδες – οι αγαπημένες του εφημερίδες που το φιλοξενούσαν τόσα χρόνια – δεν έγραψαν ούτε λέξη. Δεν υπήρξε, ούτε ένας απλός, πόσο μάλλον συγκινητικός επικήδειος. Συνέχισαν, μάλιστα, να δημοσιεύουν ενυπόγραφες στήλες με τον χαρακτηρισμό “Χρονογράφημα”. Μόνο που, τα, κατ’ ευφημισμόν, χρονογραφήματα αυτά, δεν είχαν πια, απολύτως καμιά σχέση, με το τόσο ευαίσθητο λογοτεχνικό είδος που καλλιεργήθηκε επί πολλά χρόνια από, τον Μελά, τον Νιρβάνα ή τον Κονδυλάκη. Δεν ήταν, όμως, τίποτε άλλο, ούτε και είναι, παρά πολιτικός σχολιασμός, υπό την μορφή ευθυμογραφημάτων, ή απλώς υποκειμενικών ή απόλυτα προσωπικών τοποθετήσεων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο τελευταίος των Μοικανών, ο τελευταίος αυθεντικός Έλληνας χρονογράφος ήταν ο Παύλος ο Παλαιολόγος. Το κομψό και επιτηδευμένο ύφος του μπορεί να φαινόταν λίγο αναχρονιστικό, όμως, πάντα, είχε υψηλή ποιότητα στην φρασεολογία και στον ειρμό της σκέψης του.

Ο άνθρωπος αυτός, χωρίς, ποτέ, να το επιδιώξει, αποτελείωσε το χρονογράφημα, ήταν ο Δημήτρης ο Ψαθάς. Ένας εκπληκτικός ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας, δολοφόνησε το χρονογράφημα όταν αποφάσισε να του προσθέσει το μεταδοτικό και θανατηφόρο ιό της πολιτικής. Μέσα στην δεκαετία του 60 μία εποχή πολύ ταραγμένη πολιτικοοικονομικοκοινωνικά και εξαιρετικά δύσκολη για τους πολίτες, το ευθυμογράφημα του Ψαθά, που το ονόμαζαν χρονογράφημα, ήταν, μαζί με τις γελοιογραφίες, ένα εξοντωτικό πολιτικό όπλο. Σε βαρύτητα, τότε, μετρούσε περισσότερο από το κύριο άρθρο της εφημερίδας “Τα Νέα”, στην οποία δημοσιευόταν Με αυτή την εξέλιξη, κάποιοι λένε πως η πολιτική κέρδισε ένα αποτελεσματικό όπλο, ενώ από την άλλη, η λογοτεχνία έχασε ένα σπάνιο και μοναδικό είδος.

Σίγουρα το χιούμορ, η ειρωνεία, το συναίσθημα, ο διάλογος και η δραματοποίηση, με τις υποβολιμαίες απορίες, όλα αυτά βελτιώνουν την δραστικότητα του πολιτικού λόγου και επιδρούν στον αναγνώστη περισσότερο από τον τυποποιημένο ρητορικό λόγο των “πολιτικών άρθρων” των εφημερίδων. Πόσο μάλλον που σε εκείνη την εποχή η ειδησεογραφία, σχολιογραφία και αρθρογραφία γινόταν στην καθαρεύουσα – ενώ το χρονογράφημα γράφονταν στην δημοτική, στη, γλώσσα, δηλαδή, που μιλούσε ο απλός Έλληνας. Δυστυχώς, όταν βάλεις τον έντεχνο λόγο στη υπηρεσία των πολιτικών ή ακόμα και των κομματικών στόχων, τότε, τον αποδυναμώνεις και τον γκρεμίζεις.

Συμβαίνει και εδώ, ότι, πάντα συμβαίνει και με τις όποιες στρατευμένες μορφές τέχνης που γρήγορα εκφυλίζονται και τελικά απομακρύνονται και χάνονται… Το παλιό κλασικό χρονογράφημα πάντα διέψευδε το όνομά του: γιατί ήταν και θα είναι, πάντα, διαχρονικό. Θα διαβάζεται και πολλές δεκαετίες μετά, με την ίδια ένταση και απόλαυση, τόσο λόγω των θεμάτων όσο και λόγω του ύφους του. Αντιθέτως, το πολιτικοποιημένο χρονογράφημα διαρκεί όσο το διάβασμα της εφημερίδας εκείνη τη μέρα…

Για εκατό και πλέον χρόνια το χρονογράφημα υπήρξε ο σύντροφος και “φίλος-συνομιλητής» κάθε καλλιεργημένου Έλληνα. Ήταν ο καθημερινός λυρικός και φιλοσοφικός λόγος, ανάλαφρος αλλά όχι ελαφρύς, ευανάγνωστος αλλά όχι επιπόλαιος, που τον συντρόφευε . “Το χρονογράφημα” ήταν η καθημερινή ιστορία της ζωής και η φιλοσοφία της. Είναι η ιστορία της ζωής και του κάθε δευτερολέπτου. Σου έδειχνε πως το κάθε δευτερόλεπτο που περνά μετατρέπει το μέλλον σε παρελθόν… Συμβάντα, επεισόδια, σκηνές από την καθημερινότητα της ζωής … παραλαμβάνονται από το χρονογράφο, , διυλίζονται, φτιάχνουν ιστορίες και καλούνται να αποδώσουν την βαθειά τους ουσία και κάποτε την βαθύτατή τους έννοια…

Είναι χαρακτηριστικό πως σε αυτά τα σύντομα αποσπάσματα του λόγου, η λέξη ‘ζωή’ επανέρχεται τρεις φορές. Η ζωή, η καθημερινή ζωή του μέσου ανθρώπου, ήταν το πλαίσιο αναφοράς του+ χρονογράφου. Η πολιτική τον απασχολούσε μόνο στο βαθμό που επηρέαζε αυτή τη ζωή. Δεν έγραφε για τα πολιτικά πράγματα κι αν τα έθιγε ήταν, μόνο, για να αποδώσει τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις ή τα προβλήματα που γεννούσαν στον απλό πολίτη. Έγραφε όμως και για την άνοιξη, την μοναξιά, τα πουλιά, τον έρωτα ανεξάρτητα από τους τίτλους της πρώτης σελίδας. Ο καλός χρονογράφος “είχε ανάλαφρη, αλλά σίγουρα όχι ελαφριά πένα”. Το πρώτο χαρακτηριστικό του χρονογραφήματος, αυτό που το διαφοροποιούσε από όλη την άλλη εφημερίδα, ήταν η λογοτεχνία που ανέδυε από το ύφος της γραφής του.

Αυτά για εκατόν τόσα χρόνια. Μέχρι που στην θεματολογία του εισέβαλε η πολιτική, όχι σαν στοιχείο του βίου, αλλά σαν κύριο θέμα και, ακόμα χειρότερα, με συγκεκριμένες κομματικές κατευθύνσεις και θέσεις. Αντί να δίνει μορφή στα συναισθήματα και τις σκέψεις του ανθρώπου, και να μιλάει για τα συνήθη, αλλά τόσο σημαντικά συμβάντα της ζωής, το χρονογράφημα σχολίαζε μόνο την πρωτοσέλιδη επικαιρότητα. Έτσι φτάσαμε κάποτε στο σημείο να μην μπορεί κανείς να γράφει για το πάθος ή το πένθος τού βίου – διότι θα ήταν ‘ανεπίκαιρος’. Όμως όλοι πια ξέρουν πως η επικαιρότητα είναι μια τεχνητά, κατασκευασμένη πραγματικότητα. Ένα δημιούργημα και ένα συνήθως κατευθυνόμενο κολάζ γεγονότων και πληροφοριών. Πάνω στην επικαιρότητα των ημερών, δεν μπορεί να βασιστεί κανένα είδος τέχνης.

Έτσι, ξαφνικά, οι εκδότες είδαν στο χρονογράφημα άλλο ένα όπλο στο πολιτικό-κομματικό τους οπλοστάσιο. “Δεν αφήνεις την ποίηση και τα συναισθήματα – να γράψεις κάτι για τα πράγματα που μας καίνε!” προέτρεπαν τους χρονογράφους τους… Τα “πράγματα που τους καίγανε”, όμως, ειδικά, εκείνη την εποχή, δεν ήταν πάντα αυτά που έκαιγαν και τους αναγνώστες. Είναι χαρακτηριστικό πως από τα μέχρι τότε, αυθεντικά χρονογραφήματα -τα “λογοτεχνικά” είχαν πάντα πολύ μεγαλύτερη απήχηση. Το κοινό – ταλαιπωρημένο από την άνυδρη επικαιρότητα – διψούσε για όσο πιο αυθεντικά και ανθρώπινα θέματα. Αλλά οι διευθυντές και εκδότες στην Ελλάδα, έβαζαν τότε, όπως βάζουν και σήμερα, τους πολιτικούς τους χορηγούς πάνω από το αναγνωστικό κοινό τους. Αυτούς κυρίως έτειναν και τείνουν να υπηρετούν και να εξυπηρετούν, με το αζημίωτο, βέβαια, και από εκεί, άλλωστε, πηγάζει και η όλη κακοδαιμονία και ο καταποντισμός των ΜΜΕ, γενικότερα, στη χώρα μας.

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα των μεταμορφώσεων και των αλλαγών του ύφους, όταν κάποιος επιχειρούσε να αναβιώσει το αληθινό χρονογράφημα, μπορεί να κέρδιζε, από τη μία, την επιδοκιμασία του αναγνωστικού κοινού, φάνταζε, όμως, από την άλλη, σαν ξένο σώμα μέσα στην ίδια την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν με επιτυχία για πολλά χρόνια. Αντιμετώπιζε και την καχυποψία των διευθυντών αλλά και εκείνη των δημοσιογράφων. Τα πράγματα είχαν γίνει πολύ δύσκολα για το χρονογράφημα…

Διότι όσο πιο “επαγγελματικό” γινόταν το περιβάλλον στις εφημερίδες, τόσο άλλαζε ριζικά το κλίμα για τους διανοούμενους και τους λογοτέχνες. Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αντί να καλοδέχονται τον επισκέπτη, αντί να τον αντιμετωπίζουν ως συνεργάτη που εμπλουτίζει το φύλλο, τον έβλεπαν σαν “αλεξιπτωτιστή” που ήρθε να τους ανταγωνιστεί με αθέμιτο τρόπο. Οι παλιότεροι θεωρούσαν τιμή τους να φιλοξενούν στην εφημερίδα έναν ακαδημαϊκό-χρονογράφο. Οι νεότεροι, επηρεασμένοι από το συντεχνιακό πνεύμα, αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά κάθε “παρείσακτο”.

Το χρονογράφημα ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος της λογοτεχνίας στις εφημερίδες αλλά δεν ήταν ο μόνος. Οι εφημερίδες παλιότερα φιλοξενούσαν διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες, ταξιδιωτικές, επιφυλλίδες – δοκίμια – δηλαδή, όλα τα είδη του έντεχνου λόγου. Αναπλήρωναν και αντικαθιστούσαν τα βιβλία που τότε ήταν είδος πολυτελείας, με ανύπαρκτες κυκλοφορίες. Αλλά και το κοινό της εφημερίδας ήταν μικρότερο και πιο εκλεκτικό από το σημερινό. Θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιήματα και διηγήματα στα ταμπλόιντ της σημερινής εποχής. Ο ρόλος τους είναι διαφορετικός: πραγματικά μαζικά μέσα επικοινωνίας, απευθύνονται στον δυνητικά ευρύτερο αριθμό ατόμων και προσπαθούν να ανταγωνισθούν την τηλεόραση. Το κοινό τους, ακαλλιέργητο και πολιτικά ποδοσφαιροποιημένο, δεν έχει χρόνο, ούτε προσλαμβάνουσες παραστάσεις, αλλά ούτε και διάθεση, για λεπτές απολαύσεις. Έτσι, μόνο σποραδικά – κι από τις λίγες, πιο ποιοτικές εφημερίδες – μπορεί να αναβιώνει, σαν μουσειακό είδος, αυτό που κάποτε ήταν το πρώτο ανάγνωσμα κάθε Αθηναίου.

Περνάμε – αυτό είναι σχεδόν κοινότοπο – μια περίοδο μεταβατική, ευρύτατης λαϊκοποίησης και ισοπέδωσης. Μόνο άμα περάσει αυτή η περίοδος και αναδυθεί ένα νέο πιο καλλιεργημένο και απαιτητικό κοινό, ίσως επανέλθει το ύφος και η σκέψη στα μέσα επικοινωνίας. Το οποίο δεν έπαψε να υπάρχει, όλα αυτά τα χρόνια, στα καλά ξένα έντυπα. Τελικά, o Ψαθάς, μάλλον, δεν ήταν ο δολοφόνος του χρονογραφήματος Η αλλαγή στις κοινωνικές και μορφωτικές συνθήκες ήταν ο πραγματικός φονιάς.

Ο Ψαθάς, που πρώτος αισθάνθηκε τις ανάγκες του νέου μαζικού κοινού, ήταν απλώς αυτός που τράβηξε την σκανδάλη. Το χρονογράφημα πρέπει να επανέλθει, όπως, παλιά. Άξιοι λογοτέχνες υπάρχουν και σήμερα… Μόνο που σήμερα η πολιτική δυσωδία είναι πολύ πιο μοσχομυριστή από τότε και ο λαός της Ελλάδας περισσότερο βλέπει με απέχθεια τα τεκταινόμενα γύρω του, με τους επίδοξους σωτήρες της χώρας να γελοιοποιούνται στο παγκόσμιο στερέωμα.

Τώρα έφθασε η ώρα για να “αγγίζεται”, απλά η ανύπαρκτη πολιτική μέσα από τα διηγήματα, τα ποιήματα και τα τραγούδια, έχοντας όμως τη δική της θέση της, κατειλημμένη, στα τελευταία σκαλοπάτια των “θέλω” του αναγνωστικού κοινού. Εδώ είμαστε για να δώσουμε, επιτέλους στη ζωή μας ένα χρώμα και να στείλουμε τους εχθρούς του στα αζήτητα άχρωμα… Η Ελλάδα θα επανέρθει στο θρόνο της, είτε αυτοί με το ένα “N” το επιδιώκουν, είτε όχι. Η αναβίωση του χρονογραφήματος θα το καταστήσει, αυτή τη φορά, από μόνο του, τη σκανδάλη…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης