Είναι νέοι, ταλαντούχοι, αλληλέγγυοι μεταξύ τους, κατορθώνουν να παραμένουν στην Ελλάδα της ύφεσης και να γυρίζουν ταινίες με την αίσθηση του επείγοντος και με ελάχιστα χρήματα. Κάποιοι από αυτούς διακρίνονται σε μεγάλα ξένα φεστιβάλ, τα οποία όσο βαθαίνει η κρίση, τόσο αυξάνουν το ενδιαφέρον τους για το ελληνικό σινεμά. Πρόκειται για «νέο ελληνικό κύμα» ή συγκυριακό φαινόμενο; Οι Έλληνες κινηματογραφιστές, πάντως, στην άποψη ότι ο ελληνικός κινηματογράφος τα καταφέρνει και χωρίς πολλά χρήματα, υπερθεματίζουν ότι, αν είχαν χρήματα, θα έκαναν ακόμη καλύτερες ταινίες.

Οι οκτώ δυναμικοί Έλληνες κινηματογραφιστές, που συμμετείχαν χθες στην εκδήλωση του Megaron Plus, με τον τίτλο «Ελληνικό Σινεμά: ρεύμα με ορίζοντα ή εφήμερη μόδα;» κλήθηκαν να μιλήσουν ο καθένας για ταινία άλλου Έλληνα συναδέλφου τους, της τελευταίας πενταετίας. Οι επιλογές τους θα μπορούσαν ίσως να είναι απάντηση στο ερώτημα της ανθεκτικότητας του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου, παρόλο που ο χρόνος είναι αυτός που θα το επιβεβαιώσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ανάμεσά τους, στο πάνελ της συζήτησης, δύο «μικρομηκάδες». Ο νεότερος όλων, ο Νεριτάν Ζιντζιρία, της βραβευμένης ταινίας «Χαμομήλι», Αλβανός που έφθασε στην Ελλάδα πολύ μικρός. «Μια ταινία είναι καλή όταν εκφράζει τον δημιουργό της και ευτυχής στιγμή όταν πετυχαίνει να έρθει σε επαφή με το κοινό» είπε, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα και τη δύναμη της γενιάς του.

«Μην ξεχνάτε ότι νέος δεν σημαίνει μόνον ηλικίας 45 ετών, αλλά και 20-25 χρόνων. Υπάρχουν πολλοί νέοι, που θα βοηθήσουν να ανασάνει αυτή η μικρή βιοτεχνία του ελληνικού κινηματογράφου» είπε αισιόδοξα. Διάλεξε να μιλήσει για την ταινία «Κόρη» του αγαπημένου του σκηνοθέτη Θάνου Αναστόπουλου, με θέμα τη βίαιη ενηλικίωση ενός 14χρονου κοριτσιού, σ’ ένα σύστημα οικογενειακό και κοινωνικό που καταρρέει. Τον συγκίνησε ο τρόπος με τον οποίο όλα στην ταινία «ορίζονται από το εσωτερικό των χαρακτήρων και ο τρόπος με τον οποίο ο σκηνοθέτης αντιπαραβάλλει ζεστές εικόνες φύσης, σε μια κοινωνία που έχουν καταρριφθεί πλήρως τα θεμέλιά της».

Ο άλλος «μικρομηκάς», που συμμετείχε στη συζήτηση, ήταν ο Γιώργος Ζώης, του «Casus Belli» και του «Τίτλοι Τέλους», ο οποίος έκανε την ελληνική μικρού μήκους να κερδίσει τα τελευταία δύο χρόνια τα βραβεία στη Βενετία. Τώρα ετοιμάζει την πρώτη μεγάλου μήκους του, το «Stage fright».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μίλησε για τα ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή, που «βράζουν» από ζωή, «κάνουν τον θεατή μέλος της παρέας», αναφερόμενος στο παράδειγμα της ταινίας της Στεφανή, «Αθήναι», με τους αστέγους του Σταθμού Λαρίσης. Η Εύα Στεφανή στα ντοκιμαντέρ της «δεν είναι διδακτική, δεν σχολιάζει, Είναι παρατηρητική. Δεν δείχνει. Είναι μια σκηνοθέτις, που σε κάνει να αγαπάς τους ανθρώπους».

Η μόνη γυναίκα στο πάνελ ήταν η πρωτοεμφανιζόμενη Ελίνα Ψύκου, της οποίας η ταινία «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Στέργιογλου έκανε πρόσφατα το ντεμπούτο της στο φόρουμ της Μπερλινάλε.

Διατηρεί την ελπίδα και την πίστη «ότι το ελληνικό σινεμά θα συνεχίσει την πορεία του, γιατί οι κινηματογραφιστές, που κάνουν ταινίες, είναι πολλοί».

Επέλεξε το «Ροζ» του Αλέξανδρου Βούλγαρη εκτιμώντας ότι είναι ταινία «που αντέχει στο συναίσθημα πέρα από τάσεις και μόδα».

Ο Γιάννης Σακαρίδης, με σπουδές και παραμονή στην Αγγλία, συμμετείχε σε ξένες παραγωγές, έχει γυρίσει μικρού μήκους ταινίες και τη μεγάλη μήκους «Wild Duck» (2012). Αναφέρθηκε στις «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου, χαρακτηρίζοντας τον σκηνοθέτη νέο Ευρωπαίο σκηνοθέτη auteur και επίσης στο «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη ως οξυδερκή ματιά στη διαχείριση της απώλειας, σε μια ταινία που πραγματεύεται θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης φύσης -σεξ, θάνατο, οικογένεια- χωρίς διάθεση κλασικής αφήγησης. «Αν δεχθούμε τον όρο νεότερος ελληνικός κινηματογράφος» σχολίασε ο ίδιος, «το όριο θέτει το 1999, η ταινία Από την Άκρη της πόλης του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, που σπάει το ταμπού της σεξουαλικότητας στο ελληνικό σινεμά κι από εκεί και πέρα ο Αναστόπουλος, ο Οικονομίδης, οι οποίοι με τις ταινίες τους καταρρίπτουν τα κοινωνικά ταμπού, ο Λάνθιμος, ο Τζουμέρκας, η Μασκλβάνου τα οικογενειακά».

Ο Κύπριος Ηλίας Δημητρίου της βραβευμένης μεγάλου μήκους «Fish n’ chips» (2011) επέλεξε ως αγαπημένη του ταινία της τελευταίας πενταετίας τον «Μαχαιροβγάλτη» του Γιάννη Οικονομίδη. «Ο ήρωάς του είναι σκληρός, απαισιόδοξος απάνθρωπος, όπως οι ημέρες που ζούμε» παρατήρησε.

Ο Σύλλας Τζουμέρκας, που με την πρώτη του μεγάλου μήκους, «Χώρα Προέλευσης», συμμετείχε στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Βενετίας (2010) και τώρα ετοιμάζει τη δεύτερη («Blast»), επέλεξε τη «Στρέλλα» του Γιάννη Κούτρα. Η ελληνική οικογένεια είναι σταθερά στο «στόχαστρο» των Ελλήνων σκηνοθετών. Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, της εμπορικής επιτυχίας «Bank Bang» και του έφηβου skateboarder στην Αθήνα της κρίσης, στο «Wasted Youth», ξεχώρισε το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, ταινία που «αφουγκράζεται μια κοινωνία έτοιμη να εκραγεί». Τέλος, ο Γιώργος Γεωργόπουλος του «Tungsten» (2011) προσδιόρισε το «Attenberg» της Αθηνάς Τσαγγάρη ως την ταινία που μαζί με τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου έδωσαν μεγάλη ώθηση των ελληνικών ταινιών στα ξένα φεστιβάλ.

Τον συντονισμό της συζήτησης είχαν οι Γιάννης Ζουμπουλάκης και Ευάννα Βενάρδου, κινηματογραφικοί συντάκτες του «Βήματος» και της «Ελευθεροτυπίας», που είχαν και την ιδέα της εκδήλωσης.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Επιμέλεια: Φλώρα Πέτση

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης