Συνέντευξη στη Σπυριδωνία Κρανιώτη

Η Κύνθια Βουκουβαλίδου και η Μαίρη Λογοθέτη, δύο ταλαντούχες νέες ηθοποιοί, πρωταγωνιστούν στην παράσταση «Smothered» στο θέατρο ΜΠΙΠ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το έργο φωτίζει με έξυπνο τρόπο όλες τις πτυχές της Ελληνίδας μάνας και παρουσιάζει τα στάδια της μητρότητας μέσα από τους πιο συνηθισμένους χαρακτήρες μανάδων που υπάρχουν γύρω μας.

Τη σκηνοθεσία υπογράφει η Κύνθια Βουκουβαλίδου.

Η Κύνθια και η Μαίρη μίλησαν στο zougla.gr και εξήγησαν τις ιδιαιτερότητες του έργου και των ρόλων τους καθώς και τι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη συγκεκριμένη παράσταση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Παράλληλα αποκάλυψαν τα μελλοντικά τους σχέδια καθώς και τι ονειρεύονται για την καλλιτεχνική τους διαδρομή.

Zougla.gr: Ποια είναι τελικά η Ελληνίδα μάνα; Σε τι πιστεύετε ότι διαφοροποιείται από τις μάνες των άλλων εθνικοτήτων;

Κύνθια Β.: Δεν ξέρω να απαντήσω στο πρώτο μέρος παρά τους 6 μήνες έρευνας γύρω από το θέμα.
Είναι σχετικά κοντά με την Εβραία ή την Ιταλίδα σε κάποια χαρακτηριστικά αλλά σίγουρα οι δυτικοευρωπαίες έχουν άλλη προσέγγιση, με τα καλά και τα κακά τους η καθεμία, η Ελληνίδα μοιάζει πολύ πιο «μέσα» στη ζωή του παιδιού και ανεξάρτητως ηλικίας. Ο τίτλος του έργου «Smothered»  που στα αγγλικά σημαίνει πνίγω (ακόμα και στις αγκαλιές και τα φιλιά, όπως λέμε εμείς «μην το κατσιάζεις») στο δυσλεκτικό μυαλό μου έμοιαζε να έχει το ίδιο το λήμμα της μητέρας μέσα στη λέξη, αν και τελικά είναι ηχητική η σχέση τους μόνο και όχι παραγωγού..παρόλα αυτά όλοι οι φίλοι μου στην Αγγλία όταν τους έλεγα «κάνουμε μια παράσταση για την Ελληνίδα μάνα με τίτλο smothered» θέλανε ώρα να συνέλθουν από τά γέλια γιατί καταλάβαιναν αυτή τη σύνδεση.



Μαίρη Λ.:
Η Ελληνίδα Μάνα είναι αναμφισβήτητα μια μεγάλη πρωταγωνίστρια, μια πριμαντόνα, μια ντράμα κουήν που καταλαμβάνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χώρο στη ζωή του παιδιού της και για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μπορεί. Είναι η μάνα που θα δώσει ό,τι έχει και δεν έχει με το δεξί της χέρι και θα πάρει όσα περισσότερα μπορεί με το αριστερό… Είναι η Μάνα με Μ κεφαλαίο, που οποιοσδήποτε άλλος ρόλος στη ζωή της έρχεται δεύτερος και καταϊδρωμένος. Αυτό ίσως να είναι κι από τα βασικά ειδοποιά χαρακτηριστικά της Ελληνίδας μάνας σε σχέση με τις υπόλοιπες: η Ελληνίδα μάνα προσηλώνεται στα παιδιά της σε βαθμό συμβιωτισμού κι εξαρτά την προσωπική της ευτυχία αποκλειστικά απ΄τη ζωή τους και τις επιλογές τους. Κι ένα άλλο καταπληκτικό που κάνει – βέβαια εδώ πρέπει να πούμε ότι το «Ελληνίδα» ‘ισως να πρέπει να διευρυνθεί σε «Μεσογειακή» – είναι ότι κατορθώνει να μπλέκει το σύμπαν στις υποθέσεις της, κυρίως δε, στις υποθέσεις των παιδιών της, το οποίο σύμπαν βεβαίως έχει την υποχρέωση να τη βοηθήσει διότι είναι μάνα αυτή… Είτε πρόκειται για τους άδικους βαθμούς του κανακάρη της, είτε για τον ανεπαρκή αρραβωνιάρη της κόρης, θα επιστρατευτούν γιαγιάδες, κουμπάροι, μπατζανάκηδες, καθηγητές, ο διευθυντής, η άμεση δράση, ένας καλός κύριος που είχε γνωρίσει στη λαική – πρώην αξιωματικός του στρατού, ο ξάδελφος Τάκης, τα πεθερικά -που κακό χρόνο να ΄χουνε αλλά ας όψεται, για το καλό του παιδιού θα ρίξει τα μούτρα της, η αστρολόγος, ο γιατρός, η ψυχολόγος, ο παπα Γιώργης και κάνα δυο ακόμα. Ενίοτε και ο σύζυγος, όταν τα πράγματα φτάσουν σε απελπιστικό σημείο…



Τι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη συγκεκριμένη παράσταση;

Κύνθια Β.: Η ζωή μας, των φίλων μας, καθημερινά στιγμιότυπα γύρω μας, ο πατέρας μου και οι υπέροχοι συνεργάτες της παράστασης.

Μαίρη Λ.: Η μαμά μας – το προφανές. Και τα κουσούρια που μας άφησε. Ακόμα κι εκείνα που δε μας άφησε αυτή, αλλά πάλι αυτή θα την πληρώσει τη νύφη… Επίσης, ο εξωφρενικός, σχεδόν απάνθρωπος χαρακτήρας αυτού του ρόλου, με την έννοια του τι απαιτείται από μια γυναίκα – μητέρα αλλά και το πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει τις γυναίκες που αρνούνται να «παίξουν το ρολάκι».

Είστε δύο ηθοποιοί που υπογράφετε παράλληλα το κείμενο και η Κύνθια τη σκηνοθεσία του έργου. Μιλήστε μας λίγο για το πως προέκυψε το κείμενο, τη διαδικασία της σκηνοθεσίας και τα προβλήματα που αντιμετωπίσατε.

Κύνθια Β.: Το κείμενο σε μεγάλο βαθμό προκύπτει από κατευθυνόμενους ως προς το θέμα ειδικά, αυτοσχεδιασμούς, με εξαίρεση το βασικό κείμενο της ψυχολόγου και της Μαρκετίερ που ανέλαβε η καθεμία μας να φέρει. Μετά υπάρχουν κάποια βράδια, άπειρου ξενυχτιού, που κάνω το πλέξιμο του υλικού που έχει μαζευτεί…αυτό πάλι δοκιμάζεται, παίζοντας το για να δούμε αν λειτουργεί ή όχι. Με εξαίρεση την έρευνα και τη συρραφή της, είναι μια δουλειά κυρίως πρόβας παρά γραφείου πάντως. Όλη η διαδικασία προϋποθέτει ευθύνη του καθενός προσωπική και μεγάλη εμπιστοσύνη από τη μια στην άλλη όπως και στους ομολογουμένως καταπληκτικούς συνεργάτες, υπήρξαμε πραγματικά πολύ τυχερές στη συνεργασία μας αυτή.

Σκηνοθετικά και δραματουργικά προσωπικά δουλεύω παρά πολύ με τη μουσική, όχι συνειδητά αλλά υπάρχει μια αίσθηση όλης της παράστασης σα να είναι συμφωνικό έργο, η οποία περνά πέρα από τον ήχο στον χώρο και τη δραματουργία.



Μαίρη Λ.:
Το κείμενο προκύπτει ως επί το πλείστον μέσα απ΄τους αυτοσχεδιασμούς, είναι ο τρόπος που δουλεύουμε ως ομάδα. Μέσα απ΄τις μεθόδους του Σωματικού/Δημιουργικού Θεάτρου, αναπαράγουμε συνθήκες, άλλες βιωματικές, άλλες φανταστικές, άλλες προϊόντα έρευνας. Οι προσωπικές μας εμπειρίες, επιθυμίες και ανάγκες – κι απωθημένα τα λες…- είναι που καθορίζουν κάθε φορά τη θεματική. Για τη συγκεκριμένη παράσταση χρησιμοποιήσαμε και αρκετό υλικό από τη θεωρία για τη Συναισθηματική Νοημοσύνη και τη Συναισθηματική Αγωγή, μια θεωρία που ήταν το θέμα της διπλωματικής μου και χρησιμοποιώ κατά κόρον και στην …«κανονική» μου δουλειά ως ψυχολόγος – είπαμε, τα έργα μας είναι απ΄τη ζωή βγαλμένα!!!

Το βασικό πρόβλημα σ΄αυτές τις περιπτώσεις που το κείμενο προκύπτει και γράφεται κατά τις πρόβες, τουλάχιστον για μας, είναι το «ξεσκαρτάρισμα». Φτάνει κάποια στιγμή που το υλικό, όσο ενδιαφέρον κι αν είναι, είναι τόσο πολύ, που πρέπει να βγουν «τα χρυσά ψαλίδια». Είναι η ώρα του «kill your darlings», η ώρα που καλούμαστε να επιλέξουμε τι μένει και τι φεύγει και ν΄αποχωριστούμε ατάκες, εκδοχές και σκηνές που, όσο κι αν μας άρεσαν, θα μείνουν στο ράφι… Η διαλογή λοιπόν, το κόψε-ράψε-ξύλωνε, είναι ίσως η πιο χρονοβόρα κι απαιτητική διαδικασία για τη συγγραφή του κειμένου.



Κύνθια τι σε γέμισε περισσότερο κατά τη δημιουργία της παράστασης; Η διαδικασία της σκηνοθεσίας ή της υποκριτικής;

Κύνθια Β: Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της παράστασης με γέμιζε περισσότερο η σκηνοθεσία της, τα ευρήματα, τα προβλήματα και οι λύσεις τους. Όταν όμως γίνει η παράσταση ο σκηνοθέτης πεθαίνει και μένει μόνο η υποκριτική και  η συνάντηση των ηθοποιών με το κοινό.Θα με χαρακτήριζα έτσι κι αλλιώς ηθοποιό παράστασης, στην παράσταση το απολαμβάνω πιο πολύ από ποτέ και βρίσκω πράγματα πιο καθαρά και από τις πρόβες. Δεν με ενδιαφέρει ένα θέατρο χωρίς θεατή.

Υπάρχει κάποια στιγμή στο έργο που σας αγγίζει περισσότερο; Και μία από τις εκδοχές μανάδων που ξεχωρίζετε;

Κύνθια Β.: Η μητέρα που ξεχωρίζω και λόγω προσωπικών βιωμάτων, είναι η απούσα. Το έργο όλο είναι πολύ προσωπικό για να ξεχωρίσω μια στιγμή του με ευκολία..ίσως το πρώτο «Εμπρός» που βγαίνει στον προτζέκτορα..

Μαίρη Λ.: Είναι αρκετές οι στιγμές που «με πιάνει κάτι».. άλλες γιατί είναι πολύ «δικές» μου – κυριολεκτικά ή μεταφορικά – κι άλλες γιατί με φέρνουν μπροστά σε καταστάσεις και μαμάδες που δεν έτυχε να γνωρίσω και που τώρα μπήκα στη διαδικασία να μελετήσω και να καταλάβω, επαγγελματικά και ανθρώπινα. Μια τέτοια στιγμή είναι η στιγμή της «Συγνώμης» όπως και η σκηνή του «Αποχαιρετισμού», καθεμιά για διαφορετικούς λόγους.

Έχω δημιουργήσει μια σχέση στοργής και κατανόησης με όλους τους τύπους μανάδων που παρουσιάζουμε… Τις αγαπάω και τις συμπονάω όλες! Έχω ίσως μια μικρή υπόκωφη συμπάθεια στην «Αποστασιοποιημένη», τώρα που το λέτε… Θα το πω στον ψυχοθεραπευτή μου καλού κακού!…

Πώς ανταποκρίνεται ο κόσμος στην παράσταση; Οι μητέρες που την έχουν παρακολουθήσει τι σας είπαν;

Κύνθια Β.:  Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε τη χαρά, τη συγκίνηση και την ευγνωμοσύνη απέναντι στο κόσμο που έρχεται!! Μας ακολουθεί συναισθηματικά με τόση ανοιχτωσιά και γενναιοδωρία, είναι παρά πολύ συγκινητικό! Οι μαμάδες που έχουν έρθει μέχρι στιγμής είναι άνθρωποι με χιούμορ και αυτοσαρκασμό και την αίσθηση ότι τις αγαπάμε, πολλή καθαρή. Πάντα βέβαια ψάχνουν σε ποια κατηγορία ανήκουν αυτές ή η δίκη τους μητέρα.

Μαίρη Λ.: Στις πρόβες υπήρχε συχνά το αστείο «θα φάμε ξύλο» και το «θα κλάψουνε μανούλες». Μέχρι στιγμής, ευτυχώς, έχει συμβεί μόνο το δεύτερο… Οι αντιδράσεις του κόσμου είναι εγκάρδιες, συγκινητικές πολλές φορές, ιδιαίτερα των μαμάδων που, άλλοτε με επίγνωση, άλλοτε με τύψεις, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε βουρκωμένες, άλλοτε όλα αυτά μαζί, αναγνωρίζουν κάπου τον εαυτό τους. Συνήθως όλες θέλουν κάτι να μας πουν και συνήθως εκφράζουν την ανάγκη τους να τις καταλάβουμε. Κάνουν πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και κάτι που με χαροποιεί προσωπικά είναι ότι το έργο μας δεν βιώνεται ως ένα «κατηγορώ» αλλά ως ένας «δίκαιος απολογισμός».

Είναι δύσκολη η εναλλαγή ρόλων ανάμεσα σε παιδί και μητέρα τόσες πολλές φορές μέσα στο έργο;

Κύνθια Β: Όχι. Εμένα μου αρέσουν αυτά.

Μαίρη Λ.:  Χρειάζεται μια διαρκής εγρήγορση. Ωστόσο αυτού του τύπου οι εναλλαγές, που σ΄αυτήν την παράσταση είναι και σχετικά γρήγορες, απαιτούν κυρίως τεχνική, ρυθμό, δομημένους χαρακτήρες … πολλές πρόβες με δυο λόγια.

Ποια είναι η αντιστοιχία του έργου στη σημερινή εποχή; Έχει αλλάξει το πρότυπο της Ελληνίδας μάνας τα τελευταία χρόνια;

Κύνθια Β:  Νομίζω σημερινό είναι το έργο. Έχει και καινούργιες προσθήκες, πολύ σύγχρονες στην ελληνική οικογένεια. Αν και η μάνα στη συνείδηση του ελληνικού λαού έχει κάτι το διαχρονικό και το κλασικό.

Μαίρη Λ:  Οι χαρακτήρες, οι τύποι μαμάδων που παρουσιάζουμε στην παράσταση – και η γιαγιά βεβαίως βεβαίως- είναι σύγχρονοι και ζουν ανάμεσά μας – και βασιλεύουν. Κάποιες είναι πιο…εξελιγμένα μοντέλα, άλλες πάλι πιο κλασικά και διαχρονικά. Φυσικά η γκάμα είναι τεράστια και δεν εξαντλείται στην τυπολογική κατάταξη των 6 χαρακτήρων που σκαρώσαμε εμείς ποιητική αδεία. Σίγουρα πάντως οι μαμάδες που συστήνουμε είναι γνώριμες, αν όχι οικείες, και καθείς κάπου εκεί αναγνωρίζει και κομμάτια της δικιάς του.

Η Ελληνίδα μάνα, όσο κι αν αποτελεί μια αρχετυπική μορφή, ένα στερεότυπο, σίγουρα μεταλλάσσεται κατά τις επιταγές της εποχής. Δε θα μπορούσε άλλωστε μια Ελληνίδα μάνα να μην προσπαθήσει να γνωρίζει και να κάνει «το καλύτερο για τα παιδιά της». Έτσι, από τη μία, παραμένει η μάνα-θυσία-τα κάνω όλα για το παιδί μου – το παιδί μου αξίζει τα καλύτερα, από την άλλη, σιγά σιγά, ίσως υπάρχει μια ελαφριά μετατόπιση του κέντρου βάρους καθώς, εξ ανάγκης κυρίως, πολλές Ελληνίδες μάνες δουλεύουν, δημιουργώντας έτσι και έναν παράλληλο – και σωτήριο ενδεχομένως και για τις ίδιες και, κυρίως, για τα παιδιά – άξονα ενασχόλησης.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι κάτι που έχει αλλάξει στην Ελληνίδα μάνα είναι ότι δεν έχει την πολυτέλεια να ασχολείται αποκλειστικά με τα παιδιά της κι αναγκάζεται – στο βαθμό που αντέχει – να τα βοηθήσει να αυτονομηθούν λίγο νωρίτερα, λίγο περισσότερο.

Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας ως μητέρα;

Κύνθια B: Για την ώρα παλεύω να γίνω η μητέρα του εαυτού μου που δεν είχα και δεν έχω μάθει το πως.. και μέχρι να τα καταφέρω δεν φαντάζομαι τον εαυτό μου μητέρα! Όλες ονειρευόμαστε ότι θα είμαστε σε αυτόν τον ρόλο ζωής ό,τι καλύτερο πάτησε στη γη αλλά νομίζω ότι είναι πολύ, πολύ δύσκολος ρόλος και η φυσική κούραση θα με νίκαγε!!

Μαίρη Λ: Δεν τον φαντάζομαι. Φρικάρω και που το σκέφτομαι. Μου είναι πολύ δύσκολο κι ίσως αυτό να ήταν άλλο ένα κίνητρο για μένα, να εμβαθύνω σ΄έναν γυναικείο ρόλο που ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη να παίξω. Και όσο πιο βαθειά μπαίνω, καταλαβαίνω και το γιατί. Είμαι πολύ καλοπερασάκιας κι έχω πολλά άλλα που θέλω να κάνω για να αναλάβω τέτοια ευθύνη. Η ιδέα και μόνο με γεμίζει άγχος και φόβο. Γι αυτό και ρισπέκτ σ΄όσες το ΄χουν. Τους εύχομαι κουράγιο, δύναμη και να μην ξεχνούν τον εαυτό τους.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια. Είστε νέοι ηθοποιοί, τι ονειρεύεστε;

Κύνθια Β: Τουλάχιστον 3 όσκαρ στην ίδια απόνομη βραβείων! Αν και πιο σημαντικό μου είναι να κάνω δουλειές που συνδέομαι με το θέμα τους και με τους θεατές. Είναι υπέροχη αίσθηση το να τους νιώθεις, να σε ακολουθούν συναισθηματικά, να γελάνε, να κλαίνε και να θυμούνται πράγματα με αφορμή κάτι που έχεις δημιουργήσει στη σκηνή. Έχουμε διάφορα κοινά σχέδια για έργα – θέματα με τα οποία θέλουμε να ασχοληθούμε, να φτιάξουμε παραστάσεις ή μικρές σειρές, με την αγωνία πάντα του αν θα πετύχει η μαγιά ή όχι μιας και τις φτιάχνουμε από τό 0. Είμαι περίεργη να δω τα αποτελέσματα της φαντασίας μας.

Μαίρη Λ.: Ονειρεύομαι απλά πράματα. Ένα πρόχειρο που μου ΄ρχεται πρώτο πρώτο στο μυαλό είναι να κάνω τον κόσμο καλύτερο… Μέσα απ΄ την τέχνη και την επιστήμη και με καλλιτεχνική επιμέλεια Κύνθιας να πω και να δείξω στους ανθρώπους – και καταρχήν στον εαυτό μου – ότι πολλά όμορφα πράγματα μπορούν να συμβούν και πολλά άσχημα πράγματα μπορούμε να τ΄αφήσουμε στο παρελθόν – φτάνει να τα κατανοήσουμε, αφού κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα… Το θέατρο είναι μια υπέροχη «τεχνολογία» που κάνει ακριβώς αυτό: δίνει στους ανθρώπους την ευκαιρία να κάνουν αναδρομές και ανατομικές περιηγήσεις σε ανθρώπινες καταστάσεις και ψυχές. Ονειρεύομαι λοιπόν, και δουλεύοντας και σε εξωθεατρικό εκπαιδευτικό πλαίσιο με παιδιά κι ενήλικες, το παλεύω από δύο μετερίζια, έναν κόσμο που το θέατρο και οι τέχνες γενικότερα θα αναγνωρίζονται ως αυτό που είναι: απαραίτητο εργαλείο εξανθρωπισμού και ψυχονοητικής και σωματικής ανέλιξης.

Τα μελλοντικά σχέδια είναι να κάνουμε παραστάσεις που να καταδεικνύουν όλα τα παραπάνω.

Τι προβλήματα αντιμετωπίζουν δύο νέες καλλιτέχνιδες στην Ελλάδα της κρίσης που αγαπούν το θέατρο και ιδανικά θέλουν να βιοποριστούν μέσα από αυτό;

Κύνθια Β: Το να βιοποριστούμε από αυτό είναι από μόνο του ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα. Ή η έλλειψη ανοιχτών ακροάσεων και casting, η μικρή έως ανύπαρκτη πληρωμή των κόπων μας.
Οι συμβιβασμοί, τα ναι και τα όχι που πρέπει να πεις σε κάθε δουλειά. Οι περισσότεροι άνθρωποι περνάνε λίγες φορές από συνεντεύξεις για να βρουν δουλειά στη ζωή τους ενώ εμείς διαρκώς (και ιδανικά θα θέλαμε να περνάμε διαρκώς!) και είναι δύσκολο να μην παίρνεις προσωπικά κάποια πράγματα..γιατί στη δική μας περίπτωση είμαστε το προϊόν αυτό καθαυτό που προωθούμε. Από την άλλη βέβαια είναι μια εποχή που υπάρχει χώρος για νέες ομάδες, δεν εξαρτόμαστε πλήρως και απολύτως από τον θεατρώνη όπως σε άλλες εποχές, συναντιόμαστε πολυπράγμονες και δημιουργικοί άνθρωποι με τάλαντο και μεγάλο μεράκι αλλά δεν είμαστε χομπίστες. Οπότε η έλλειψη χρημάτων, ενσήμων, και υποδομών μπορεί να αποβούν εξουθενωτικός παράγοντας.

Μαίρη Λ.: Από που θες ν΄αρχίσω;;… Δυστυχώς στην Ελλάδα η τέχνη δε θεωρείται βιοποριστικό μέσο-παραγωγικό επάγγελμα αλλά χόμπι. Υπάρχει αυτό το στερεότυπο του αραχτού τεμπελάκου καλλιτέχνη που λέει και καμιά αμπελοφιλοσοφία ή ανακατεύει τίποτα μπογιές να περάσει η ώρα και ντάξει, να πληρωθεί γι αυτό;;; Φυσικά και υπάρχει πολύς κόσμος που αγαπά, απολαμβάνει κι εκτιμά την τέχνη, χρειάζεται όμως μια ριζική αναθεώρηση του στερεοτύπου, τόσο απ΄τον κόσμο όσο κι απ΄τους ίδιους τους καλλιτέχνες: η τέχνη δεν αναπτύχθηκε σε μπουρζουά σαλόνια για να διασκεδάσει την πλήξη των αστών. Η τέχνη είναι φορέας πολιτισμού, έχει θεραπευτικές ιδιότητες, διδάσκει, ψυχαγωγεί, χτίζει συνειδήσεις, δημιουργεί πραγματικότητες.

Το βασικό πρόβλημα λοιπόν κατ΄εμέ είναι η υπονόμευση της τέχνης σε «διασκέδαση», κάτι που συμβάλλει βεβαίως και στον ευτελισμό της. Στην Αγγλία για παράδειγμα – και όχι μόνο – τη δουλειά των ειδικών παιδαγωγών στα σχολεία την κάνουν – επαρκώς εκπαιδευμένοι – ηθοποιοί. Είναι άλλωστε διαπιστωμένο ότι η δραματική τέχνη, ειδικά το Σωματικό-Αυτοσχεδιαστικό θέατρο, έχουν εκπληκτικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση μαθησιακών δυσκολιών και στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων. Στην Ελλάδα, τώρα αρχίζουμε να μπαίνουμε σ΄αυτό κι υπάρχει μεγάλη δυσκολία να «πείσουμε» ότι, όπως και πολλά άλλα βέβαια, το θέατρο αποτελεί ένα παντοδύναμο εργαλείο ατομικής και συλλογικής ανάπτυξης που αξίζει να επενδύσουμε σ΄αυτό ως κοινωνία. Έτσι, οι περισσότεροι από μας κάνουμε άλλες δουλειές, λιγότερο ή περισσότερο ουσιαστικές, να μαζέψουμε λεφτά για να κάνουμε θέατρο…

Τι σας ενοχλεί και τι σας αρέσει;

Κύνθια Β: Σε σχέση με τι;!

Μαίρη Λ.: Είναι πολλά… Πολλά μ΄αρέσουν και πολλά μ΄ενοχλούν. Αυτό που με ανησυχεί είναι όταν κάτι μ΄αρέσει και μ΄ενοχλεί ταυτόχρονα…

Κείμενα-ιδέα: Ομάδα Ατελείς

Παίζουν: Μαίρη Λογοθέτη, Κύνθια Βουκουβαλίδου

Σκηνοθετική και δραματουργική επιμέλεια: Κύνθια Βουκουβαλίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνα Τσελεπή
Επιμέλεια κίνησης: Κέλλυ Καρμοίρη
Σκηνογράφος-Ενδυματολογος: Ξένια Παπατριανταφύλλου
Σχεδιασμός φώτων: Περικλής Μαθιέλης
Σκίτσα: Τάσος Κυριακίδης
Λογότυπο: Ηλίας Τσαλδάρης

Διάρκεια παράστασης: 80’

Τιμή εισιτηρίων: Κανονικό 12 ευρώ, μειωμένο-φοιτητικό 8ευρώ,
άνεργοι 5 ευρώ (Άνεργοι, ΑΜΕΑ, Ατέλειες)

Θέατρο ΜΠΙΠ

Αγίου Μελετίου 25 και Κυκλάδων,

Κυψέλη 11361

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: beepkipseli@yahoo.com

Τηλέφωνο: 213 03 44 074

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης