Είναι σαφές ότι η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα ως προς στην κλίμακα και στο βαθμό ολοκλήρωσης. Υπό την αιγίδα της ΕΕ, υπάρχει ένα ενιαίο νόμισμα και ο χώρος Σένγκεν, ενώ σήμερα έχει επίσης υιοθετηθεί μια ειδική πολιτική εμβολιασμού. Ωστόσο, πριν από εβδομήντα χρόνια, τα πρώτα βήματα ταυτίστηκαν με τον άνθρακα και τον χάλυβα, όταν η Γερμανία μετατράπηκε από ηττημένο εχθρό σε βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Πριν από εβδομήντα χρόνια, στις 18 Απριλίου 1951, υπογράφηκε η Συνθήκη του Παρισιού. Έξι μεταπολεμικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης –Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο– δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Αργότερα, το 1957, παράλληλα με την ΕΚΑΧ, οι ίδιες χώρες δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Εν συνεχεία, αυτή με τη σειρά της θα μετεξελιχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Συνεπώς, η ίδρυση της ΕΚΑΧ ήταν το πρώτο βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Ως εκ τούτου, το ιωβηλαίο της ΕΚΑΧ, αν και κατέχει δευτερεύουσα θέση σε σχέση με την επικείμενη 30ή επέτειο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία ίδρυσε την ίδια την ΕΕ, έχει ωστόσο σημαντική ιστορική και πολιτική σημασία ως πρόδρομος της διακρατικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης.
Ενδεχομένως να μην αποτελεί υπερβολή εάν υποστηρίξουμε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προέκυψε μέσα από τον πόλεμο. Αυτές οι δύο βιομηχανίες –άνθρακας και χάλυβας– ήταν καθοριστικής σημασίας για την παραγωγή όπλων. Επομένως, η τοποθέτηση αυτών των βιομηχανιών των δύο πρόσφατων αντιπάλων στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο –τη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία– υπό γενικό διακρατικό έλεγχο θα έπρεπε να έχει εξαλείψει την πιθανότητα μονομερούς συσσώρευσης όπλων σε έναν από τους δύο. Επομένως, η υλική βάση για τον πόλεμο εξαλείφθηκε. Αυτή ήταν η λογική των δράσεων το 1950-51 των αναγνωρισμένων ιδρυτών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – του Jean Monnet και του Robert Schuman.
Μία άλλη παράμετρος έγκειται στο ότι μέχρι το 1951, εν μέσω ψυχροπολεμικών συνθηκών στην Ευρώπη, του διαμελισμού της Γερμανίας, της δημιουργίας του ΝΑΤΟ και της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Δύσης και Σοβιετικής Ένωσης, η πιθανότητα ενός υποθετικού πολέμου εντός της Δυτικής Ευρώπης φαινόταν σχεδόν αδιανόητος. Αναμφίβολα, υπήρχε ένας φανταστικός πόνος να πλανάται κυρίως πάνω από τη Γαλλία, η οποία είχε δύο φορές αντιμετωπίσει τον γερμανικό επεκτατισμό κατά τη διάρκεια των παγκόσμιων πολέμων. Ωστόσο, η γεωπολιτική του Ψυχρού Πολέμου υπαγόρευε εντελώς διαφορετικά καθήκοντα. Ταυτόχρονα, τα πρακτικά πλεονεκτήματα της ολοκλήρωσης υπερκέρασαν τα μειονεκτήματα και, σύντομα, τα μέλη της ΕΚΑΧ άφησαν πίσω τις «στρατιωτικοποιημένες» βιομηχανίες άνθρακα και προχώρησαν στη δημιουργία μιας κοινής αγοράς, η οποία επισημοποιήθηκε το 1957.
Επίσης, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ένταξη δεν συνιστούσε την πρώτη λύση που πρότειναν οι ευρωπαίοι νικητές στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα σύγκρουση με την ηττημένη Γερμανία. Όλα ξεκίνησαν με τις πλέον παραδοσιακές μορφές ελέγχου – κατοχή και εξωτερική διοίκηση. Εδώ, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, η Γαλλία και άλλοι δυτικοί σύμμαχοι, σε ό,τι αφορά τα κέντρα άνθρακα και μεταλλουργίας της Δυτικής Γερμανίας (Σάαρ και Ρουρ), επανέλαβαν σχεδόν εξολοκλήρου αυτό που είχαν ήδη δοκιμάσει μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακόμα και τότε, μετά το τέλος αυτού του πολέμου, κατέστη σαφές ότι η στρατιωτική δύναμη οποιουδήποτε κράτους στη βιομηχανική εποχή είχε στενή σχέση με τη βιομηχανία όπλων. Επομένως, ακόμη και τότε, ακριβώς αυτές οι περιοχές «άνθρακα και χάλυβα», και οι περιοχές της Γερμανίας που ήταν σημαντικές για τη βιομηχανία αυτή (Σάαρ και Ρουρ) ήταν υπό τον διεθνή έλεγχο των νικητών συμμάχων. Με την απόφαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η κοιλάδα άνθρακα του Σάαρ, που βρίσκεται στα γαλλο-γερμανικά σύνορα, αποσπάστηκε από τη Γερμανία το 1920 και πέρασε στον έλεγχο του Συνδέσμου των Εθνών ως ανεξάρτητη διεθνής νομική επικράτεια της κοιλάδας του Σάαρ. Εκδόθηκε εντολή από κοινού στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά η Γαλλία είχε τότε τον κύριο ρόλο στη διαχείριση της κοιλάδας. Το Παρίσι έλεγχε τη διαχείριση και εμπορία των ανθρακωρυχείων της περιοχής. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 1935, όταν, υπό την πίεση του Χίτλερ, πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα στη κοιλάδα του Σάαρ για επανένωση με τη Γερμανία, και προσαρτήθηκε εκ νέου στη Γερμανία, ως μέρος του Γ’ Ράιχ.
Όσο για την κοιλάδα του Ρουρ, το 1923 υπό το πρόσχημα της διασφάλισης της αποπληρωμής των μεταπολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία, υπόκειτο επίσης κι αυτή σε εξωτερικό έλεγχο. Η Γαλλία και το Βέλγιο κατέλαβαν και κυβέρνησαν αυτό το έδαφος μέχρι το 1925, όταν, με πρωτοβουλία των Αμερικανών, η προσέγγιση για την αποπληρωμή των γερμανικών αποζημιώσεων άλλαξε και οι Γάλλοι έπρεπε να εγκαταλείψουν την περιοχή. Στις δύο αυτές κατοχές των δύο βιομηχανικά σημαντικών περιοχών της Γερμανίας προστέθηκε η κατοχή της Ρηνανίας (παραμεθόρια περιοχή της Γερμανίας) από τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία. Η συγκεκριμένη κατοχή διήρκεσε έως το 1930, ενώ το καθεστώς αποστρατικοποίησης της Ρηνανίας ίσχυε έως το 1936.
Όλες αυτές οι κατοχές, της κοιλάδας του Σάαρ, της Ρηνανίας και της κοιλάδας του Ρουρ, θεωρήθηκαν ως οι κύριες αιτίες ενεργοποίησης του λεγόμενου «Versailles diktat». Ως εκ τούτου, χρησίμευσαν ως λόγο για την αυξανόμενη δημοτικότητα στη Γερμανία του δεξιού λαϊκισμού, από την οποία αναπτύχθηκε ο ρεβανσισμός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSDAP) και του Χίτλερ. Αυτό οδήγησε τελικά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι σαφές ότι το ζήτημα κατά πόσο το «Versailles diktat» ήταν πραγματικά υπεύθυνο και έαν όντως ήταν, πώς ακριβώς συνέβαλε στην άνοδο του Χίτλερ, είναι αμφιλεγόμενο και σε μεγάλο βαθμό πολιτικά λανθασμένο. Υπάρχει ο κίνδυνος να διολισθήσουμε στην άποψη ότι ο χιτλερισμός απέκτησε ευρεία αποδοχή λόγω της εξωτερικής πίεσης, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο, αν όχι τη δικαιολόγηση, τουλάχιστον της αναγνώρισης του χιτλερισμού ως εν μέρει μιας αντικειμενικής αντίδρασης στη μεταπολεμική κατάσταση που ίσχυε στη Γερμανία. Επομένως, ας αφήσουμε κατά μέρος το ερώτημα αυτό.
Πιο σημαντικό όμως είναι κάτι άλλο. Αμέσως μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυτικοί σύμμαχοι φάνηκαν να ακολουθούν την ίδια πορεία που είχαν ήδη βιώσει μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και εδώ, η κατάσταση επικεντρώθηκε στις περιοχές του Σάαρ και του Ρουρ. Η κοιλάδα του Σάαρ αποσπάστηκε για άλλη μια φορά από τη Γερμανία (και από την ευρύτερη γαλλική ζώνη κατοχής επί γερμανικού εδάφους). Το 1946, δημιουργήθηκε και πάλι ένα ξεχωριστό διεθνές νομικό έδαφος – το Προτεκτοράτο του Σάαρ, υπό γαλλικό έλεγχο. Η κοιλάδα του Σάαρ θα επανενωθεί με τη Δυτική Γερμανία μόλις το 1957.
Παρόμοιες διαδικασίες παρατηρήθηκαν στην κοιλάδα του Ρουρ. Το 1949, μία από τις προϋποθέσεις για την αποκατάσταση του κράτους της Δυτικής Γερμανίας και τον σχηματισμό της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας ήταν η συγκατάθεσή της για τη δημιουργία της Διεθνούς Αρχής για το Ρουρ. Το εν λόγω όργανο λάμβανε αποφάσεις σύμφωνα με τις ψήφους των χωρών που κέρδισαν (η Γαλλία, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο είχε δικαίωμα για τρεις ψήφους η καθεμία· Βέλγιο, Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο από μία ψήφος η καθεμία). Όχι αμέσως, αλλά μόνο αργότερα, η Δυτική Γερμανία απέκτησε το δικαίωμα των τριων ψήφων. Αυτή η μορφή εξωτερικής διαχείρισης της κοιλάδας του Ρουρ διατηρήθηκε λίγο πριν από την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων και τη δημιουργία της ΕΚΑΧ. Εν συνεχεία, η ένταξη αντικατέστησε την κατοχή.
Το πιο ενδιαφέρον σε όλα αυτά, και για προφανείς λόγους δεν είναι το επίκεντρο της προσοχής στην επίσημη ιστορία της ΕΕ, είναι ότι η εξωτερική διακυβέρνηση του Σάαρ και του Ρουρ προωθήθηκε από τους ίδιους ανθρώπους που θα γίνονταν τότε οι βασικοί κήρυκες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Πρώτα απ’ όλα, ήταν ο Jean Monnet. Ως πρώτος πρόεδρος της Ύπατης Αρχής της ΕΚΑΧ και ο αναγνωρισμένος ιδρυτής της ΕΕ μαζί με τον Robert Schuman, ο Monnet θεωρείται στη σύγχρονη ιδεολογία της ΕΕ ως μια απόλυτα ιερή, «λαμπρή» μορφή. Ωστόσο, λίγα χρόνια πριν, το 1946, ήταν ο Jean Monnet που είχε παρουσιάσει στον Charles de Gaulle ένα σχέδιο για τη μεταπολεμική διοίκηση της Γερμανίας, το λεγόμενο «Σχέδιο Monnet». Η ουσία, η ρητορική του σχεδίου ήταν ότι η κοιλάδα του Σάαρ, η κοιλάδα του Ρουρ και η Ρηνανία έπρεπε να αποσχιστούν από τη Γερμανία και να τεθούν υπό άμεσο γαλλικό έλεγχο. Οι Αμερικανοί, ωστόσο, που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την ενίσχυση των θέσεων της Γαλλίας, αντιτάχθηκαν έντονα στο σχέδιο αυτό. Ως εκ τούτου, οι Γάλλοι κατάφεραν να αποκτήσουν την κοιλάδα του Σάαρ ως ξεχωριστό προτεκτοράτο, αλλά οι Αμερικανοί δεν τους έδωσαν την κοιλάδα του Ρουρ ή τη Ρηνανία.
Στην πραγματικότητα, το σχέδιο Monnet του 1946 ήταν απλά μια ελαφρώς ήπια εκδοχή του πιο ριζοσπαστικού σχεδίου για τη μεταπολεμική διοίκηση της Γερμανίας – το αμερικανικό «Σχέδιο Morgenthau» του 1944. Το «Σχέδιο Morgenthau» προέβλεπε μια τεράστια ζώνη διεθνούς διοίκησης σε ολόκληρη το δυτικό κομμάτι της χώρας (όχι μόνο τη Ρηνανία και το Ρουρ, αλλά και την Κάτω Σαξονία και το Σλέσβιχ-Χολστάιν μέχρι το κανάλι του Κίελου και τα σύνορα της Δανίας). Η υπόλοιπη επικράτεια της Γερμανίας επρόκειτο να διαιρεθεί σε δύο πολιτείες: τη Βόρεια Γερμανία (υπό όρους «Πρωσία») και Νότια Γερμανία (υπό όρους Καθολική «Βαυαρία»). Επομένως, ο πρώτος εμπνευστής του διαμελισμού της Γερμανίας δεν ήταν ο Στάλιν, αλλά οι ίδιοι οι Αμερικανοί. Παρεμπιπτόντως, το εγχείρημα αυτό παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον στο πλαίσιο των ευαίσθητων ζητημάτων οικοδόμησης των εθνών, όταν νέα έθνη, αποκτούν υπόσταση, μερικές φορές σχηματίζουν την ταυτότητά τους γύρω από τις μικρότερες λεπτομέρειες που τις διακρίνουν από τους γείτονές τους. Εάν το «Σχέδιο Morgenthau» είχε εφαρμοστεί, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε τη διαδικασία ενοποίησης χωριστών σύγχρονων εθνών της Βαυαρίας και της Πρωσίας, παρόμοια με τον τρόπο που η πολιτική οδήγησε το αυστριακό έθνος να διαχωρισθεί από το γερμανικό.
Επιπλέον, το «Σχέδιο Morgenthau» προέβλεπε την πλήρη αποβιομηχάνιση της Γερμανίας και το επίκεντρο της οικονομίας της να σχετίζεται αποκλειστικά με τη γεωργία. Η περίφημη φράση του Goebbels ότι οι Αμερικανοί θέλουν να «μετατρέψουν ολόκληρη τη Γερμανία σε ένα χωράφι με πατάτες» είχε χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα από τη γερμανική προπαγάνδα κατά το τελευταίο έτος του πολέμου. Στην πραγματικότητα, το «Σχέδιο Morgenthau», όπως εκείνο του Monnet, δεν υλοποιήθηκε. Ο λόγος για αυτό δεν είναι μόνο η γενναιοδωρία των νικητών· βασικό ρόλο εδώ έπαιξε η αλλαγή της γεωπολιτικής του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Ψυχρός Πόλεμος οδήγησε επίσης σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός άλλου εγχειρήματος ολοκλήρωσης στη Δυτική Ευρώπη ένα χρόνο μετά την ΕΚΑΧ – την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άμυνας, αποτελούμενη από τις ίδιες έξι χώρες. Η ουσία της, σε γενικές γραμμές, συνίστατο στη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού από τις ένοπλες δυνάμεις των έξι χωρών. Συνεπώς, όχι μόνο η βιομηχανία όπλων στη Γερμανία, αλλά και οι νεοσύστατες ένοπλες δυνάμεις της θα ενωθούν με τους στρατούς των νικηφόρων χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Αυτή η συνθήκη, ωστόσο, δεν επικυρώθηκε από τη Γαλλία – οι βουλευτές είδαν σε αυτήν την υπερβολική διάβρωση της χώρας τους περί κυριαρχίας. Επιπλέον, οι Αμερικανοί ήταν αρκετά προσεκτικοί για το εν λόγω εγχείρημα. Σε τελική ανάλυση, η Δυτική Γερμανία είχε μετατραπεί πολύ γρήγορα από έναν ηττημένο αντίπαλο σε έναν βασικό σύμμαχο των Αμερικανών στην πρώτη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου. Ως αποτέλεσμα, το 1955 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ, και την ίδια χρονιά δημιουργήθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις της, η Bundeswehr. Ξεχωριστά, παρατηρούμε ότι μόνο η προοπτική της δημιουργίας της Bundeswehr (και το ζήτημα της έλλειψης προσωπικού κατά τη σύστασή της) οδήγησε, στην πραγματικότητα, στον περιορισμό της διαδικασίας αποζημίωσης στη Γερμανία κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950. Στη συνέχεια, το 1951, όλοι όσοι καταδικάστηκαν από τα αμερικανικά στρατιωτικά δικαστήρια (οι λεγόμενες «μεταγενέστερες» δίκες της Νυρεμβέργης) πήραν χάρη, και το 1954 απελευθερώθηκαν όλοι οι κρατούμενοι. Η Δυτική Γερμανία έστρεψε την προσοχή της στην αποναζιστικοποίηση της γερμανικής κοινωνίας μόνο μετά τη δίκη του Eichmann στην Ιερουσαλήμ στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Είναι σαφές ότι η σύγχρονη ΕΕ είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την ΕΚΑΧ ως προς στην κλίμακα και στο βαθμό ολοκλήρωσης. Υπό την αιγίδα της ΕΕ, υπάρχει ένα ενιαίο νόμισμα και ο χώρος Σένγκεν, ενώ σήμερα έχει επίσης υιοθετηθεί μια ειδική πολιτική εμβολιασμού. Ωστόσο, πριν από εβδομήντα χρόνια, τα πρώτα βήματα ταυτίστηκαν με τον άνθρακα και τον χάλυβα, όταν η Γερμανία μετατράπηκε από ηττημένο εχθρό σε βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Επομένως, οι μέθοδοι διαχείρισής της άλλαξαν: από τις κατοχικές δυνάμεις και τα σχέδια προσάρτησης εδαφών φτάσαμε στα σχέδια της πλήρης ολοκλήρωσης. Και οι δύο προσεγγίσεις σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετήσουν τους νικητές και οι ιδέες κατατέθηκαν από τους ίδιους ανθρώπους. Αυτό δεν είναι παρά ένα παράδειγμα υποκρισίας μεταξύ των πολιτικών. Είναι η διαλεκτική της ιστορίας και η εξέλιξη των γεωπολιτικών διαδικασιών. Χωρίς τον Ψυχρό Πόλεμο, ίσως να μην υπήρχε η ΕΚΑΧ και, επομένως, δεν θα υπήρχε ΕΕ όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.