Στο προηγούμενο «Θυμάμαι» σας είχα πει ότι σήμερα θα σας μιλούσα για τον άνθρωπο που έγινε η αιτία να γίνω στιχουργός: τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Τον δικό μου Λευτέρη.

Πριν σας αφηγηθώ το πώς γνωριστήκαμε θέλω να σας πω πώς θα αρχίναγα μία βιογραφία του Λευτέρη, αν ποτέ θα λάχαινε να τη γράψω. «Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γεννήθηκε με ένα δείκτη νοημοσύνης που «χτύπαγε κόκκινο» και με έναν μεγάλο οπαδό- θαυμαστή… Τον ίδιο τον Λευτέρη!

Όχι μη βιάζεστε να στραβομουτσουνιάσετε. Δεν είναι «καρφί». Έπαινος είναι και σοφία είναι… Απόσταγμα μιας μεγάλης πολυκύμαντης ζωής. Και θα είναι και το σλόγκαν του σημερινού «Θυμάμαι».

Κανείς, μήτε οι γονείς μας, μήτε οι σύντροφοί μας, μήτε τα παιδιά μας δεν θα μας αγαπήσουν αν δεν αγαπήσουμε εμείς τους εαυτούς μας. Δεν ανακάλυψε «καινούς τόπους» το ιδιοφυές φτωχοπαίδι της οδού Αριστοτέλους. Το δίδαγμα για αυτοεκτίμηση, αυτοσεβασμό και αυτοπροστασία έρχεται από την σοφότερη φυσιογνωμία όλων των εποχών, Τον Ιησού Χριστό και το «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν».

Οι παπάδες και οι κατηχητές έχουν επικεντρώσει τις διδασκαλίες τους σε άλλα σημεία της Γραφής, σαν τις κοινές νοικοκυρές που κάνουν σαλάτα πετώντας το καλύτερο: την καρδιά του μαρουλιού! Αλλά ως εδώ και η δική μου κατήχηση. Ας γυρίσουμε στον Λευτέρη και το πώς τον γνώρισα.

Στο προηγούμενο «Θυμάμαι» σας διηγήθηκα πώς σε μία στιγμή απογοήτευσης και παραφοράς έκαψα τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα. Εξ αιτίας της χούντας είχα μείνει άνεργη μαζί με δεκάδες συναδέλφους και δεν ήθελα να παραμείνω σε ένα επάγγελμα που οποιαδήποτε στιγμή μπορούσες, να μείνεις άνεργος εξ αιτίας ενός αγράμματου στρατιωτίσκου.

Με τον Λευτέρη δεν είχα γνωριστεί μέχρι τότε. Τον διάβαζα στο «Σώμα», ήξερα ότι εκτός από ένας επιτυχημένος στιχουργός ήταν και ένας καλός δημοσιογράφος στα «ΝΕΑ» αλλά ποτέ δεν έτυχε να «καλύψουμε» μαζί μια επικαιρότητα.

Γι’ αυτό ξαφνιάστηκα όταν κάποιο πρωί  (το δικό μου πρωί αρχίζει μετά τις 11 π.μ.) μου είπε η μάνα μου ότι μου είχε τηλεφωνήσει ο Λευτέρης κι άφησε παραγγελιά να τον «καλέσω» στα «ΝΕΑ». Και το έκανα…

–          Καλημέρα. Είμαι η Τσώτου. Με καλέσατε- πληθυντικό εγώ

–          Μπορείς το απόγευμα να έρθεις για καφέ στην εφημερίδα;- ενικό αυτός

Αν ο Λευτέρης σου μιλήσει στον πληθυντικό είναι σαν να σε βρίζει. Κι αν δε σε βρίζει, σίγουρα θέλει να σε κρατήσει σε απόσταση.

Έμενα κοντά στην Ομόνοια. Και γύρω στις τέσσερις το απόγευμα πήρα το τρόλεϊ «Κουκάκι- Σταθμό Λαρίσης» για την πλατεία Κλαυθμώνος και την οδό Χρήστου Λαδά που ήταν τα γραφεία των «Νέων».

Είχα ίσα- ίσα τα χρήματα του τρόλεϊ αλέ- ρετούρ. Είχαμε «φύγει» από την εφημερίδα χωρίς αποζημίωση και χωρίς να προλάβουμε να πάρουμε το δεδουλευμένο δεκαήμερο. Είχα και εφτά τσιγάρα στο πακέτο μου και προσευχόμουνα να ήταν καπνιστής ο Λευτέρης να του «κατασχέσω» το πακέτο του.

Και τον είδα. Ωραίος 30άρης. Κοντακιανός αλλά με ένα μουτράκι για φίλημα, που έμεινε έτσι πικάντικο και τώρα στα εβδομήντα του. Και ήταν και καπνιστής. Και είδα πλάι στο ανοιχτό πακέτο του και ένα  κλειστό και είπα μέσα μου «αυτό θα του το πάρω φεύγοντας».

Μεγάλη κούπα με ελληνικό καφέ και μια κουβέντα που ξεκίνησε εγκάρδια, για να καταλήξει σε προσωπικές εξομολογήσεις, να γίνει πιο πάνω από φιλία. Να γίνει αγάπη. Γιατί τον Λευτέρη τον αγαπάω. Και μ’ αγαπάει και εκείνος κι ας βλεπόμαστε σπάνια. Το ξέρω! Και το ξέρει!

Γιατί ο Λευτέρης ξέρει ν’ αγαπάει. Αγάπησε βαθειά τον Μάνο τον Λοΐζο και είμαι σίγουρη πως τον σκέπτεται συνέχεια. Και θα ήθελα να πίστευα σε Παραδείσους και αιώνια ζωή. Στην ύπαρξη ενός «Αλλού» όπου οι μεγάλες φιλίες και οι μεγάλες αγάπες θα συνεχισθούν στο διηνεκές.

Δεν είμαι πολυλογού! Ειλικρινά! Ρωτήστε όσους με βιώνουν. Πολυγραφού είμαι. Και ξεφεύγω συνέχεια από το κύριο θέμα.

Στα γραφεία των «Νέων», λοιπόν και πάλι.

Λευτέρης: Τι σκέφτεσαι να κάνεις;

Εγώ: Τι άλλο; Παιδιά! Έχω και ένα πτυχίο της Παντείου, αλλά προτιμώ να καθαρίζω σκάλες, παρά να γίνω δημόσιος υπάλληλος.

–          Γράψε τραγούδια!

–          Δεν ξέρω

–          Θα σε μάθω εγώ

–          Δεν έχω γνωριμίες

–          Θα σε γνωρίσω εγώ

–          Έχω πολλά βάσανα

–          Το ξέρω. Θα τα βολέψουμε όλα.

–          Μπορώ να πάρω το γεμάτο σου πακέτο, φεύγοντας;

–          Θα το πάρεις. Θα σου δώσω και δύο κατοστάρικα.

Διακόσες δραχμές του 1967 ήταν κοντά 80 με 100 ευρώ σημερινά. Και δεν ήταν ακόμα καν «κονομημένος». Απλώς είχε αρχίσει να τα καταφέρνει.

Και ότι είπε το έκανε. Δεν οδηγούσε και ερχόταν με ταξί να με πάρει από το σπιτικό μου να πάμε στις εταιρείες δίσκων. Επειδή είχα σπουδάσει θέατρο και είχα γράψει κι ένα σενάριο, ταξί, στο σπιτικό μου και στην Φίνος Φίλμ. Να με γνωρίσει στον Φιλοποίμενα Φίνο. Έναν πολύ ενδιαφέροντα άνθρωπο που μου είπε κάτι που το κράτησα στην συγγραφική ζωή μου «ευαγγέλιο» και με το οποίο θα κλέισω το σημερινό «Θυμάμαι».

Αλλά,  επιστροφή στον Λευτέρη και πάλι. Έγραφα καλά. Με «ονόμασαν» σύντομα διάδοχό του και καμάρωνε σαν «γύφτικο σκεπάρνι». Και εξακολούθησε να με χαρτζιλικώνει (γιατί δεν είχαν αρχίσει να «τρέχουν» τα ποσοστά από την Α.Ε.Π.Ι) μέχρι που αρραβωνιάστηκα τον Βασίλη, τον πατέρα των δύο κοριτσιών μου. Αν πει κάποιος τον Λευτέρη «τσιγκούνη» ή «άφιλο» θα τον πιάσω  στα χαστούκια.

Αν τον πει «εγωιστή» θα υπερθεματίσω. Η ζωή όμως με δίδαξε πως εκείνοι που αγαπάνε τους εαυτούς τους, οι νικητές, δηλαδή, της ζωής, μπορούν να αγαπήσουν και τους άλλους.

Φοβού τους αδύναμους, τους κλαψιάρηδες και τους κακομοίρηδες. Κίνδυνος θάνατος! Και θα κλείσω με τη φράση «ευαγγέλιο» που είπε ο Φιλοποίμενας Φίνος στην πρώτη και τελευταία μας συνάντηση, γιατί έχει σχέση με το σημερινό «Θυμάμαι» που είναι η αφήγηση μιας μεγάλης φιλίας και ενός δείγματος ανθρώπινης αγάπης.

Μου είπε: Η τέχνη όπως και η ζωή περιλαμβάνει τα εξής τρία θέματα.

1)      Αγάπη

2)      Αγάπη και

3)      Αγάπη

Τι να προσθέσω; Να έχετε μια καλή εβδομάδα  και να αγαπάτε! Και αργά ή γρήγορα θα εισπράξετε το αντίτιμο. Και αν δεν το εισπράξετε, μην λυπηθείτε εσάς, αλλά τον άλλον. Ο Χαλιλ Γκιμπράν έγραψε:

«Σου ζήτησα ψάρι και μου έδωσες «φίδι». Μου έδωσες αυτό που είχες να μου δώσεις! Πώς να σε κατηγορήσω, συνάνθρωπέ μου».