Είναι Σάββατο βράδυ, 30 Αυγούστου, όταν γράφονται αυτές οι γραμμές που διαβάζετε εσείς, σήμερα Κυριακή, τελευταία ημέρα του Αυγούστου και του καλοκαιριού.
Γιορτάζει ο Άγιος Αλέξανδρος. Δεν είμαι καλή στα θρησκευτικά και δεν ξέρω ποιος ήταν ο Άγιος Αλέξανδρος. Kι έτσι, αφιέρωνα πάντα τούτη τη μέρα στον ένδοξο πρόγονό μας, τον Μέγα Αλέξανδρο. Έχω πιο πολύ εμπιστοσύνη στην Ιστορία από το Ιερατείο που αποφασίζει για τις αγιοποιήσεις.
Σα σήμερα, λοιπόν, γιόρταζε ένας άνδρας που σημάδεψε τη ζωή μου και την ελληνική ιστορία των τελευταίων χρόνων. Μιλάω για τον Αλέξανδρο Παναγούλη.
Πήρα πολλά τηλεφωνήματα από φίλους, που θυμήθηκαν ότι σα σήμερα γιόρταζε ο Αλέκος, το Αλεκάκι μας, με το τρομερό χιούμορ, με την απέραντη καλοσύνη και την ακατάβλητη μαχητικότητα.
Θυμηθήκαμε τα γιορταστικά μεσημεριανά τραπέζια στο σπίτι του Αλέκου, στη Γλυφάδα. Η Αθηνά (για τη μάνα του μιλώ, που έμελλε να γίνει λίγα χρόνια αργότερα ηρωίδα και τραγική φιγούρα της σύγχρονης Ελλάδας) έσφαζε κοτόπουλα, δικής της εκτροφής. Ντοματοσαλάτα από το μποστάνι της. Τυρί κι ελιές από την ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Λευκάδα.
Απόγονος οπλαρχηγών του ’21 η κυρα Αθηνά φαινόταν από εκείνα τα ειρηνικά χρόνια ότι δεν ήταν μια συνηθισμένη νοικοκυρά.
Η ιστορία της έδωσε δυστυχώς την ευκαιρία να το αποδείξει.
Σκέπτομαι πολλές φορές πόσα πέρασε, πόσες διώξεις, ταλαιπωρίες και θανάτους αυτή η γυναίκα και λέω πόσο σοφός ήταν ο Ζολά όταν έγραφε:
«Μακάρι ο Θεός να μην καταδικάσει τον άνθρωπο να περάσει όσα μπορεί ν’ αντέξει».
30 Αυγούστου λοιπόν, στο Παναγουλέικο. Του Αγίου Αλεξάνδρου στο σπίτι των μικρών «μεγαλεξάνδρων».
Στην κορφή του τραπεζιού καθόταν ο αρχηγός της οικογένειας. Ο Βασίλης Παναγούλης. Ο Βασιλάκης, όπως τον ‘λέγαν τα παιδιά του, ερήμην του. Γιατί μπροστά του στεκόντουσαν κλαρίνο. Ήταν απόστρατος συνταγματάρχης. Το σαλόνι του σπιτιού της Γλυφάδας ήταν γεμάτο από τα παράσημά του. Ήταν ήρωας του Σαγγάριου. Αυστηρός, λιγομίλητος, τυπικός. Σπάνια μιλούσε για τα παλιά, αλλά, αν είχες την τύχη να τον βρεις στα κέφια του, σε ταξίδευε σε ‘κείνο το κομμάτι της ιστορίας, που ξεκίνησε με το όνειρο της Ελλάδας των 3 ηπείρων και των 5 θαλασσών, για να καταλήξει στην τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής.
Μετέφηβη, διψασμένη για περιπέτεια, προέλασα νοερά, στα βάθη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να γυρίσω νικημένη και καταματωμένη, τσαλαβουτώντας στις λάσπες, αφήνοντας πίσω μου νεκρούς συμπολεμιστές μου, κουβαλώντας ετοιμοθάνατους τραυματίες, αφήνοντας πίσω μου μια Κωνσταντινούπολη, που ποτέ πια δε θα έχω, κατά πως λένε. Γιατί, αν μου στέρησαν το δικαίωμα να μιλώ και να διεκδικώ, δεν μπορεί κανείς να μου στερήσει το δικαίωμα να ελπίζω.
Α, ρε Βασιλάκη Παναγούλη! Πού να ήξερες τις περήφανες μέρες του 1965, τι σου ετοίμαζε η ζωή στο πολύ κοντινό μέλλον.
Δίπλα στον πάτερ-φαμίλια καθόταν ο Γιώργος ο Παναγούλης. Ο σημαντικότερος -κατά τη γνώμη μου- από τους τρεις γιους. Είχε την ίδια ψυχική δύναμη, την ίδια αγάπη για τη δημοκρατία και το δίκαιο με τον Αλέκο, το ίδιο θάρρος και τη γενναιότητα, αλλά παράλληλα είχε ένα τετράγωνο επιτελικό μυαλό, ήταν κρυψίνους και ψύχραιμός. Πολύ λίγα έχουν γραφτεί για τον Γιώργο. Για τον Γιώργο, που τα ίχνη του χάθηκαν το 1967. Που υποτίθεται ότι πέθανε, αλλά κανείς δεν είχε το πτώμα του. Πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ζει και ότι κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Νομίζω πως κάποια στιγμή, στρίβοντας σε κάποια γωνία θα βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Και θα τον γνωρίσω. Και ας έχουν περάσει σαράντα και περισσότερα χρόνια. Είχε γεννηθεί τον Αύγουστο του 1938. Θα είναι ακριβώς 70 χρονών. Θα τον γνωρίσω από το παράστημα. Ήταν τον καιρό εκείνο υπολοχαγός. Λοκατζής και εκπαιδευτής λοκατζήδων στο Χαϊδάρι. Αρχηγός στη Σχολή Ευελπίδων. Δεν κοιμήθηκε ούτε μία νύχτα στη Σχολή. Το έσκαγε και πήγαινε και κοιμότανε στο αναπαυτικό κρεβάτι του σπιτιού του. Τρία χρόνια και δεν τον έπιασαν ούτε μία φορά. Το επιτελικό μυαλό που προανέφερα.
Κι ο Αλέκος, πριν από το Πολυτεχνείο, μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων, αρχηγός κι αυτός (που σημαίνει αριστούχος).
Ακολουθώντας τα αχνάρια του Γιώργου το «έσκαγε» κι αυτός τα βράδια, αλλά κάποια βραδιά τον έπιασαν.
Τα δύο πρώτα αγόρια, ο Γιώργος και ο Αλέκος είχαν 11 μήνες διαφορά. Ο Αλέκος είχε γεννηθεί στις 2 Ιουλίου του 1939. Ο τρίτος γιος, ο Στάθης, ήρθε μετά από 7 χρόνια, το 1946.
Οι κακόπιστοι, οι «άκαπνοι», αυτοί που δεν τόλμησαν να γράψουν ούτε ένα σύνθημα σ’ ένα απομακρυσμένο τοίχο εναντίον της δικτατορίας, προσπαθούν να υποτιμήσουν τον Στάθη.
Δεν πολυσυμπαθιόμαστε, δε βλεπόμαστε, αλλά θα το βροντοφωνάξω: Λίγοι προσέφεραν όσα ο Στάθης στον αντιδικτατορικό αγώνα και ακόμα λιγότεροι βασανίστηκαν όσο αυτός, στις πολύμηνες κρατήσεις του και φυλακίσεις του.
Πόσοι καρεκλοκένταυροι θα είχαν το θάρρος να αφήσουν την καρέκλα του υφυπουργού Εσωτερικών και να τα βάλουν με τον αρχηγό του κόμματός τους, τον τόσο ισχυρό και δημοφιλή Ανδρέα Παπανδρέου και να παραιτηθούν;
Δεν ξέρω τι ξέχωρο υλικό έβαλαν οι άγγελοι στο εργαστήρι των ψυχών και φτιάχτηκαν οι Παναγούληδες.
Το σίγουρο, όμως, είναι πως μια κακόψυχη και κακοσούλουπη μοίρα καραδοκούσε, είδε και ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και πράκτορας των Αμερικανών. Αυτοί οι αθεόφοβοι μπορεί να κατασκοπεύσουν και το Υπερβατό και το Αλλού. Φυσικά αστειεύομαι και μάλιστα χωρίς επιτυχία. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμαι σε φόρμα σήμερα. Θυμάμαι τις παλιές ευτυχισμένες μέρες κι όσα τραγικά ακολούθησαν και ξεκλήρισαν αυτή τη χαρισματική οικογένεια και θέλω να κλάψω.
Έχω πολλά να σας πω ακόμα. Την άλλη εβδομάδα, όμως.
Στους Παναγούληδες και στον Αλέκο, αφιερωμένο το επόμενο «Θυμάμαι». Μικρή προσφορά στον τελευταίο των γενναίων.
Ευχαριστώ που με διαβάσατε. Να είστε καλά ως την άλλη Κυριακή.