Αφού τόσο πολύ σας άρεσε η μελό ιστορία με το «κατούρημα του Χριστού», να, διαβάστε και μια άλλη, «πακέτο» πάνε οι δυο τους, αλλά τώρα έχουμε να κάνουμε με gaypride, με έρωτα ομοφυλοφιλικό. Γαμώ τις ιστορίες! (Κουλ και ετσέτερα, που λέμε. Οι κρυφοί λυγμοί επιτρέπονται, βεβαίως.) 

Πίνω σ’ ένα μπαρ. Νύχτα περασμένη. Γύρω μου κι άλλοι. Δύο-δύο ή μονάχοι τους, πίνουν, λένε διάφορα σκόρπια, μέσα, αλλά και πέρα απ’ το μεθύσι. Τάχα γελάνε, τάχα ακούνε ο ένας τον άλλον. Είμαι μόνος μου. Κοιτάζω φάτσα στους καθρέφτες. Ακούω τη μουσική. Είμαι και δεν είμαι. Λέω όπου να ‘ναι να την κάνω, αργά είναι για δω, ίσως νωρίς ή καλύτερα σε άλλο μπαρ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και απρόσμενα τον ακούω δίπλα μου να μου λέει: «δεν μπορώ άλλο, θα μ’ ακούσεις;». Τον κοιτάζω, μου χαμογελάει με το γλυκό βλέμμα του πότη που στάζει δάκρυο στεγνό, κάθεται στο σκαμπό, παραγγέλνει δυο ποτά, ανάβει τσιγάρο κι αρχίζει.

«Ήμουνα δεκαπεντέμισι χρονών. Διαλυμένη οικογένεια. Πλούσια. Μεγάλωσα σε πλούσιο σπίτι. Επαρχία. Με τα γάλατά μου, τα βούτυρά μου, τη γκουβερνάντα μου. Η μάνα μου τα ‘φτιαξε μ’ έναν ηθοποιό που είχε έρθει περιοδεία, μας παράτησε κι έφυγε μαζί του. Χάθηκε. Με μεγάλωσε η υπηρέτρια, η γιαγιά μου και κάτι θειάδες. Κι ο πατέρας μου, βέβαια. Εγώ ήμουνα συνεσταλμένος, όμορφο παιδί… καταλαβαίνεις. Είχα ένα φίλο. Γειτονόπουλο. Αντρειωμένο, τον έλεγα. Μέσα μου, βέβαια, γιατί φανερά δεν έδειχνα τίποτα. Κανείς δεν ήξερε τότε τίποτα για μένα. Παρθένος ήμουνα, επαρχία, εποχή ’65 σου λέω τώρα, δύσκολα να εκδηλωθώ κι ακόμα πιο δύσκολα να με καταλάβουνε οι άλλοι.

Με το φίλο μου ήμαστε πάντα μαζί. Σχολείο μαζί, βόλτα μαζί, όλα. Μ’ άρεσε πολύ. Με τράβαγε. Συγκρατιόμουν όμως. Πες από ένστικτο. Αυτός μου έλεγε τίποτα ιστορίες για γκομενίτσες κι εγώ τον σκεφτόμουνα πριν κοιμηθώ και το πρωί έβγαινα στο δρόμο για να τον συναντήσω. Απ’ τ’ ανεξήγητα;… Μπα… Τι να σου πω… Πολλές φορές, αργότερα, έφτασα στη μαλακία μόνο με το να τον σκέφτομαι να μ’ αγγίζει. Το ‘κανα κι επίτηδες, βέβαια. Πουτάνα από «μικρή». Τον έπιανα από το μπράτσο για να νιώσω τα ποντίκια του, ακουμπούσα πάνω του όλο μου το σώμα, τάχα κατά λάθος, ή έκανα πως του λέω κάτι μυστικό, για να σκύβω στ’ αυτί του και να νιώθω τη ζέστα του και τη μυρωδιά του. Μ’ αναστάτωνε. Κοίταζα το παντελόνι του κρυφά και προσπαθούσα να γευτώ τον Άρτον που κρυβότανε στα Άδυτα… όμως ποτέ δεν είπαμε τίποτα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κι αυτός έδειχνε πως δεν είχε καταλάβει τίποτα από την τρομαγμένη μου λαχτάρα. Μπορεί ν’ αποτραβιόμαστε συχνά από τ’ άλλα παιδιά, όμως ποτέ δεν φανερώσαμε κάτι άλλο. Εγώ, δηλαδή. Να σκεφτείς πως το ‘χαμε συνήθειο ν’ αγοράζουμε πάντα μια σοκολάτα και να την κόβουμε στη μέση, όμως εγώ την ξανάκοβα σε δυο κομμάτια, για να ‘χω να του δώσω και μετά, που θα τελείωνε το δικό του. Όχι να του δώσω. Να του προσφέρω, θα ’λεγα».

Χαμογέλασε σε κάποιον άλλον που πλησίασε το σκαμπό του για ν’ ακούει καλύτερα. Του πρόσφερε ποτό. Κι άλλοι κατέβαιναν τα σκαλιά του υπόγειου μαγαζιού, έλεγαν καλησπέρες διάφορες, στεκόντουσαν για μια στιγμή μετέωροι, έπαιρναν το ποτό τους και μόλις κατέβαζαν τις πρώτες γουλιές γινόντουσαν κι αυτοί μια παρέα με τους υπόλοιπους, λέγανε ιστορίες, πειράζανε, στεκόντουσαν αμίλητοι και, στη συνέχεια, άκουγαν αυτόν…

«Όταν ήμαστε με τ’ άλλα παιδιά, εγώ προσπαθούσα να φύγω λίγο παράμερα, όχι γιατί φοβόμουν μη με καταλάβουν, αλλά για να μπορώ να τον κοιτάζω ανάμεσα στ’ άλλα αγόρια, να τον ξεχωρίζω, να τον καταχωρώ μέσα μου, να του δίνω τη θέση του, καταλαβαίνεις.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Λίγο πριν τελειώσουμε το γυμνάσιο παρασύρθηκα μια μέρα και πήγα μαζί του και μαζί με άλλα τρία παιδιά στις πουτάνες. Έτρεμα. Όχι για μένα. Γι’ αυτόν. Φοβόμουνα μήπως και πάθει τίποτα, μήπως τρομάξει, μήπως και δεν τα καταφέρει, ξέρεις τ’ είν’ αυτό για τους άντρες. Όταν επιτέλους τον είδα να βγαίνει χαμογελαστός και να κουμπώνει τα κουμπιά του παντελονιού του, ένιωσα μια περίεργη τρεμούλα στο κορμί μου, σαν να ήταν μέσα στο δικό μου το κορμί που είχε εκσπερματώσει και τώρα ένιωθα το σπέρμα του να κυλάει στις φλέβες μου και να με τρεμουλιάζει.

Έτσι που τον κοιτούσα ν’ ανασηκώνει το παντελόνι του με άνεση και να φτιάχνει ήρεμος το σακάκι του, είχα την αίσθηση πως μπορούσε να κάνει του κόσμου τα μαγικά, να μετακινήσει βουνά, να πούμε, να περπατήσει πάνω σε θάλασσες ή να κάνει μια έτσι – όπως ακριβώς έφτιαξε τα πέτα του- και ξαφνικά να εξαφανιστεί. Περιττό να σου πω ότι αρνήθηκα να μπω κι εγώ στην κρεβατοκάμαρα με τη γυναίκα. Είπα διάφορα, πως δεν είχα ίσως λεφτά μαζί μου, πως ήτανε τρύπιες οι κάλτσες μου, ούτε ξέρω τι είπα. Φύγαμε…

Κάπως έτσι περνούσαμε τότε. Ή μάλλον, περνούσα, γιατί αυτός, όπως σου ξανάπα, δεν ήξερε καν την τρικυμία μέσα μου και τα χτυπήματα της φτερούγας του, που του την είχα κλέψει κάτω απ’ τη μασχάλη και τη φύλαγα μέσα στην καρδιά μου… Πέρασε ο καιρός…

Ξαφνικά, ένα βράδυ μου λέει πως θα φύγει στην Αθήνα.

Κρατήθηκα απ’ τα κλαδιά της νύχτας που με τύλιγε, για να μη φωνάξω.

Σκέφτηκα αμέσως το φουσκωμένο του παντελόνι, το όργανό του που το φανταζόμουνα ζεστό και δυνατό και που τόσες φορές είχα πιαστεί απάνω του να βρω ανάπαυση. Άσχετα αν πάντα αρνιόμουνα να πάρω μέρος στις παρεϊστικες επιδείξεις που κάναν τα παιδιά για πλάκα, που τις μετράγανε, τις δείχνανε με καμάρι, ξέρεις, τα γνωστά. Αρνιόμουνα από φόβο μήπως και μόλις αντικρίσω το δικό του εκδηλωθώ. Και καταλαβαίνεις τι με περίμενε σε μια επαρχία. Θα πήγαινε το ξεφωνητό σύννεφο… Δε θυμάμαι να είπαμε τίποτ’ άλλο κείνο το βράδυ. Σκόρπιες λέξεις, σαν τα βήματά μας, ώσπου να γυρίσουμε σπίτι. Όποια συζήτηση κι αν πήγαινε ν’ αρχίσει κρεμόταν, όπως οι χαρταετοί, στα ηλεκτροφόρα σύρματα…».

Σταμάτησε. Το πρόσωπό του έλαμπε, σαν να δάκρυζαν οι πόροι του. Παράγγειλε ποτά, άναψε τσιγάρο και συνέχισε, ενώ κι ένας τρίτος είχε σκύψει ανάμεσά μας κι άκουγε, πίνοντας σιωπηλός και κοιτώντας τον με θολά, μεθυσμένα μάτια.

«Χαθήκαμε για πολύ καιρό. Έκανα τα πάντα να έρθω γρήγορα στην Αθήνα. είχα κάποιο ταλέντο στη ζωγραφική, μπήκα στη σχολή Καλών Τεχνών… Είχα μάθει πως αυτός είχε δώσει Νομική, αλλ’ απότυχε. Έπρεπε να ψάξω να τον βρω – αυτός το είχα σίγουρο πως δε θα το ‘κανε, είχε άλλες παρέες πια- κι ήταν σαν να ’ψαχνα για κάποιο βότσαλο, όπως τότε στο χωριό, που ψάχναμε δίπλα στο ποτάμι… 

Δε θα το πιστέψεις…

Έμαθα που έμενε, πήγα σπίτι του, αλλά δεν τόλμησα να χτυπήσω την πόρτα. Κι από τότε πήγαινα σχεδόν καθημερινά, καραδοκούσα να τον δω, κρυμμένος στη σκιά της μνήμης του που με προστάτευε. Μια μέρα, απόγευμα, τον είδα που βγήκε αγκαλιά με μια γκόμενα. Δε ζήλεψα καθόλου. Ίσα-ίσα που χάρηκα, βλέποντάς τον, άντρα πια, να περνάει το νευρικό του χέρι πάνω απ’ τους ώμους της κοπέλας κι αυτή να γυρίζει και να του φιλάει τα δάχτυλα σαν φυλαχτό…

Τους πήρα από πίσω, πατώντας πάνω στα βήματά του, τρέμοντας. Έβλεπα το κορμί του να κινείται πάνω στο δρόμο και τον φανταζόμουν στο κρεβάτι, να ορμάει στην κοπέλα, να την ανοίγει, να τη γεμίζει, να της κάνει μια τεράστια πληγή κι ύστερα να την επουλώνει με τα χείλια του…

Τις γυναίκες πάντα τις αγάπησα μέσα από κάτι φαντασιώσεις με τους άντρες που λαχτάραγα…

Παρ’ όλη όμως την πλήρωση που ένιωθα συναισθηματικά, είχα αρχίσει να τυραννιέμαι. Ήμουνα ακόμα παρθένος, καταλαβαίνεις; Είχα καταπιέσει πολύ τις ανάγκες μου, περιμένοντάς τον. Δεν ήθελα να δοθώ σε κανέναν άλλον. Όμως, δεν μπορούσα πια, δεν άντεχα… Βασανιζόμουν. Κι ένα πρωί, χτυπάει η πόρτα μου, ανοίγω και ποιον βλέπω. Αυτόν. «Δε ντρέπεσαι», μου λέει, «τόσον καιρό στην Αθήνα και να μην  έρθεις να με  δεις;»

Τι να του πω και τι να τ’ απαντήσω… Θα σου πω μοναχά αυτό που με τρέλανε σ’ εκείνη τη συνάντησή μας. Ακούς;… Μόλις είχε αγοράσει μια σοκολάτα απ’ το περίπτερο της γειτονιάς μου και μόλις κάθισε, την ξετύλιξε κι άρχισε να την τρώει μόνος του… Καταλαβαίνεις;… Με χτύπησε. Δεν είπα τίποτα, βέβαια, ούτε έδειξα. Ένιωθα κάτι περίεργα πράγματα μέσα μου, σαν σπάγκοι που πάνε να γίνουνε φίδια ή το ανάποδο, δεν ξέρω. Κάποια στιγμή, τέντωσε το χέρι του με τη σοκολάτα – όταν πια θα’ χε λιγωθεί αυτός – «θες;», μου λέει. Δεν πήρα.

Του ‘φτιαξα καφέ κι ήταν κάτι μυστηριακό. Ήταν η πρώτη φορά που  του ‘κανα καφέ κι ερχόσανε μνήμες της μάνας μου που έφτιαχνε καφέ στον πατέρα μου και με πόση αγάπη του τον πήγαινε στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι και πολλά άλλα κι έτρεμε το φλιτζάνι στο χέρι μου. Αυτός μου έλεγε διάφορα. Κυρίως για γκόμενες και για δουλειές. Εγώ έλεγα συνέχεια «λοιπόν» ή «λέγε, λοιπόν», χωρίς να ακούω πραγματικά τι έλεγε, εγώ άκουγα τι γινόταν μέσα μου, το κύμα που φούσκωνε και με τρόμαζε, ώσπου μια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω πώς έγινε και το ‘κανα, τον πλησίασα πολύ κοιτώντας τον στα μάτια σαν τρομαγμένο πουλί που κοιτάει μέσα απ’ τα σύρματα του κλουβιού του, έσκυψα κοντά του, γονάτισα και του έπιασα σφιχτά τα γόνατα. Αυτός τα ‘χασε. Τραβήχτηκε απότομα.

«Τι κάνεις;» μου λέει, «είσαι άρρωστος;»

Συνήλθα μονομιάς, σηκώθηκα, αλλά δεν μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη. Έτρεμα. Ήμουνα παραδομένος κι έτρεμα. Κάτι σαν να μου είχανε βγάλει ξαφνικά την πέτσα και να φυσούσε ο αέρας μέσα μου.

«Δεν καταλαβαίνω», τον άκουσα να λέει, κι ύστερα από δυο στιγμές, έκλεισε πίσω του την πόρτα… Το ίδιο βράδυ ψωνίστηκα μ’ ένα νεαρό. Κι ύστερα μ’ άλλον και μ’ άλλον και μ’ άλλον… Όμως πάντα ήτανε αυτός, καταλαβαίνεις;… Σπίτι μου δεν ξανάρθε ποτέ…»

Μου πρόσφερε τσιγάρο. Ώρα περασμένες τρεις. Σ’ ένα υπόγειο  μπαρ.  Ένας καθότανε σε κάποιο τραπεζάκι μόνος του. Ένας μόλις είχε φύγει  χασκοφωνάζοντας. Ο μπάρμαν κάτι έλεγε στα κρυφά με κάποιον άλλον. Κι άλλοι είχαν έρθει πιο κοντά και άκουγαν. Δε μιλούσε κανείς. Πίναμε αργά, πολύ. Αυτός συνέχιζε να μιλάει και το μπερδεμένο απ’ το πιοτό βλέμμα του, έδειχνε μια μεγάλη διαδρομή.

«Αυτός μπήκε στις μπίζνες, πιάστηκε, έκανε γρήγορα λεφτά. Εγώ μόλις τέλειωσα τη σχολή τα έβγαζα δύσκολα. Από τον πατέρα μου ήτανε καιρός που δεν έπαιρνα φράγκο, είχε μάθει πως πήγαινα με άντρες, κόντεψε να τρελαθεί. Δεν τον κατηγορώ. Λυπάμαι μόνο που τον πλήγωσα… Για να τα φέρω βόλτα με τα λεφτά, έκανα διάφορες δουλειές, μια και ποτέ δε σκέφτηκα να κάνω τη ζωγραφική επάγγελμα. Το φίλο μου τον συναντούσα που και που, πάντα μαζί με άλλους. Αν και εξακολουθούσαμε να είμαστε φίλοι κι έβλεπα πόσα πολλά λεφτά έβγαζε, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί να του ζητήσω δανεικά… Όποτε με ρώταγε πως τα πάω, του έλεγα «μια χαρά». Αυτός γυρνούσε με τη μια γκόμενα και με την άλλη, γλεντούσε, χτυπιόταν.

Όποτε συναντιόμαστε ένιωθε κάπως άβολα. Εγώ του φερνόμουνα όπως η πέτρα στη σταγόνα που πέφτει πάνω της και την τρυπάει. Το είχα αποφασίσει πια. Είπα «έτσι θα μείνει» και μπήχτηκα στα χωράφια της μνήμης μου, σαν ένα δέντρο, καταλαβαίνεις… Ήρθε όμως μια καταραμένη μέρα, μια μέρα που με σύντριψε, μαζί κι αυτόν… Είχα τότε ένα φίλο που κινδύνευε να πάει φυλακή. Χρειαζόμουνα λεφτά να τον γλιτώσω. Και τι λεφτά. Είκοσι-τριάντα χιλιάδες. Τότε… Δεν έβρισκα πουθενά, σκέφτηκα αυτόν, το πήρα απόφαση, του τηλεφώνησα, «θέλω να σε δω» του είπα, συναντηθήκαμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο στο Σύνταγμα….

Ένιωθα πολύ άσχημα, καταλαβαίνεις, όμως δεν είχα άλλη λύση, ήταν ένα καλό παιδί, τον αγαπούσα, δεν άντεχα να πάει φυλακή. «Έχω ανάγκη από κάτι λεφτά», του είπα μόλις κάθισα… Μέχρι που θα πουλιόμουν για να του τα επιστρέψω, καταλαβαίνεις… Μου λέει αμέσως «αύριο θα σου τα φέρω σπίτι σου». Ίσα που δεν τον φίλησα μέσα στο γεμάτο άντρες ζαχαροπλαστείο… Έφυγα τρελός από χαρά… Ήτανε Αύγουστος του 1979. Ημέρα Πέμπτη. Τρεις τ’ απόγευμα…»

Σταμάτησε… Δε μίλησε κανείς… Τα χείλια του μοιάζανε με φτερά πεταλούδας. Στα χέρια του οι φλέβες σαν μεγάλος σιδηροδρομικός σταθμός, με πολλές γραμμές που η μια διασταυρώνεται με την άλλη. Το βλέμμα του είχε την ταραγμένη διαφάνεια του φθινοπωρινού φύλλου… Τα λόγια του, στολίδια σε γυμνό κορμί.

«Θα το πιστέψεις;… Από τότε, τον είδα πριν από 15 μέρες, τον περασμένο Αύγουστο, σύμπτωση; Μετά από τόσα – είκοσι τόσα – χρόνια!..

Δεν είχε έρθει, βέβαια, σπίτι μου, δε μού ‘δωσε τα λεφτά, ο φίλος μου πήγε φυλακή, μετά τρελάθηκε, πάει, τον έχασα. Αυτός είχε φύγει στο εξωτερικό και γύρισε τώρα, τρανός επιχειρηματίας. Το ‘μαθα τυχαία, από τις εφημερίδες… Έμενε σε σουίτα μεγάλου ξενοδοχείου, καταλαβαίνεις… Τρία μερόνυχτα τρελάθηκα με τη σκέψη να του τηλεφωνήσω. Ήμουνα τρομαγμένος που ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά, συνέχιζα να τον λαχταράω το ίδιο… Την τέταρτη μέρα χτυπάει το τηλέφωνό μου. Το σηκώνω κι ακούω τη φωνή του.

Λύγισα, καταλαβαίνεις;… Αλλά κι αυτός δε μου φάνηκε ψυχρός, διέκρινα κάποια συγκίνηση κι αυτό με τρόμαξε ακόμα πιο πολύ, όλος ο περασμένος χρόνος έγινε στα ξαφνικά σαν σύννεφο κι εγώ ανάμεσά του να τον ψάχνω… Με κάλεσε στο ξενοδοχείο. Έτρεξα. Μόλις άνοιξε την πόρτα και τον είδα, νόμισα πως θα πεθάνω.

Κάτι τέτοιες στιγμές πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι για να αγιάζουν…

Πέρασε ώρα ώσπου να μπορέσουμε να σχηματίσουμε φράσεις. Ξέρεις. Λέγαμε λέξεις σκόρπιες που όμως από κάτω κρύβανε τόσα… Ύστερα μίλησε αυτός. Είχε παντρευτεί, είχε χωρίσει, είχε  παιδιά στο εξωτερικό. Τώρα είχε έρθει να μείνει για πάντα. Αλλά πώς μιλούσε, Θεέ μου!… Τι θλίψη τρομακτική στα μάτια του! Είχε μια περίεργη ευαισθησία, πρωτόγνωρη γι’ αυτόν, ακαταλαβίστικη για μένα, τρομαχτική. Ένιωθα πως όπου να ‘ναι θα λιώσει, θα χαθεί.

Και πάνω που τον αγαπούσα με την πίκρα τόσων και τόσων στιγμών που είχαν χαθεί… γονατίζει ξαφνικά μπροστά μου…

…στα γόνατα, καταλαβαίνεις, έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να μου λέει κάτι τρελά πράγματα, τρομαχτικά…

…πόσο ηλίθιος ήτανε τόσα χρόνια, πόσο μετανιωμένος, πόσο χαμένος, γιατί ενώ αυτό που πάντα ήθελε και λαχταρούσε ήμουνα εγώ, αυτός μ’ αρνήθηκε και μ’ απαρνήθηκε, με πούλησε σαν τίμιο ξύλο σε παζάρι, όμως να που τώρα μπορεί να μου τα πει, μπορεί ν’ απαρνηθεί τα ψέματα, όμως να που τώρα ήμουνα κοντά του και μ’ αγαπούσε, όπως μ’ αγαπούσε πάντα και παρακάλαγε να τον συγχωρέσω, μου έπιανε τα χέρια και τα φίλαγε, έκλαιγε…

… κι έκλαιγε σαν βουνό που αφήνει τις βροχές εκατό χειμώνων να τρέξουν στη θάλασσα των στεναγμών.

Με νιώθεις τι σου λέω;… Καταλαβαίνεις;… Μετά από άπειρα χρόνια που τον κράταγα μέσα μου, μετά από νύχτες και νύχτες προσμονής, μετά από τόση εγκατάλειψη, ξαφνικά βρισκόταν εκεί δα, στη στάση της μεγάλης Μετάνοιας…»

Τα σαγόνια του έτρεμαν. Ήπιε. Άναψε τσιγάρο… Όλοι γύρω είχαν σταθεί αμίλητοι κι ακίνητοι κι άκουγαν. Ο καθένας με τη δική του ιστορία βουτηγμένη στο ποτήρι. Τα βλέμματα γεμάτα έλεος και φόβο. Η κάθαρση των αμαρτωλών σ’ ένα υπόγειο βαμμένο κόκκινο της πορφύρας. Τα μικρά φώτα, λαμπιόνια από το παρελθόν που έφεγγαν το μακρύ δρόμο στη νύχτα της μεγάλης μοναξιάς.

Ξαφνικά έσφιξε το ποτήρι του, το ‘σπασε. Μάτωσε.

«Έφυγα, καταλαβαίνεις;… Τον άφησα έτσι κι έφυγα, βγήκα στους δρόμους κι έτρεξα, προσπαθώντας να κρατήσω το κορμί μου που γινόταν μικρά μικρά κομμάτια μοναξιάς…. Θα μπορούσα να περιμένω χίλια χρόνια ακόμα, θα μπορούσα να ρίχνω μέσα μου δάκρυα βροχή και να ποτίζω το δέντρο του, θα μπορούσα να γίνω χιλιάδες αιδοία κι αυτός να μπαίνει μέσα μου να με σκοτώνει, όμως δεν μπορούσα να τον βλέπω εκεί δα, Μετανοιωμένο. Η μετάνοια κι η συχώρια που ζητούσε μοιάζανε σαν χαστούκι στις στιγμές που τον λαχτάραγα.  

Σαν να μου κλότσησε τη στοίβα από τις μνήμες που κουβάλαγα μέσα μου φορτίο…

Εγώ δε μετάνιωσα για τίποτα. Ποτέ… Καταλαβαίνεις;..»

Στιγμές…Τα δάχτυλά του γεμάτα αίμα. Τα μάτια του δάκρυα.

«Δεν θα τον ξαναδώ ποτέ πια… ποτέ, καταλαβαίνεις;..»

Κι έφυγε.

Και κανείς δεν είπε τίποτα.

Και κανείς δεν ήπιε την τελευταία του γουλιά.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης