Τρεις εγκληματικές πράξεις που στιγμάτισαν την σύγχρονη ελληνική ιστορία, ανέδειξαν για μία ακόμα φορά το πρόβλημα καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται για την δολοφονία Γρηγορόπουλου, την τραγωδία στην τράπεζα Μαρφίν και την δολοφονία Φύσσα. Στις 5 Μαΐου του 2010 κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων κατά των οικονομικών μέτρων για την υπογραφή της δανειακής σύμβασης ,ομάδα αγνώστων πέταξε βόμβες μολότοφ στην Τράπεζα Μαρφίν, την ώρα που βρίσκονταν μέσα σε αυτήν περίπου 25 έως 30 εργαζόμενοι. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τον πύρινο κλοιό (εμπρησμός , την στιγμή που ήσαν εργαζόμενοι εντός του κτιρίου) ,πέντε άτομα διέσωσε η Πυροσβεστική, τρεις άνθρωποι όμως απεβίωσαν από ασφυξία λόγω των τοξικών αναθυμιάσεων: Ήταν η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (32 ετών-έγκυος 4 μηνών), ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης (36 ετών) και η Παρασκευή Ζούλια (35 ετών).

Η πόρτα ήταν ηλεκτρονική και έπρεπε να παραμείνεις μέσα στο κουβούκλιο, για πέντε δευτερόλεπτα και μετά να ανοίξει . Δεκαπέντε χρόνια( 6 Δεκεμβρίου 2008) συμπληρώνονται από την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, 15 ετών, από τον ειδικό φρουρό στα Εξάρχεια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η σφαίρα από το όπλο του ειδικού φρουρού ήταν αρκετή για να κόψει το νήμα της ζωής του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ξεκινώντας ένα κύμα εξέγερσης και μια εβδομάδα συγκρούσεων με τις αστυνομικές δυνάμεις. Το αιματηρό περιστατικό και τα επακόλουθά του έλαβαν διεθνείς διαστάσεις και σε πολλές μεγαλουπόλεις του κόσμου διοργανώθηκαν εκδηλώσεις αλληλεγγύης και συμπαράστασης.

Ο Παύλος Φύσσας, ήταν Έλληνας καλλιτέχνης της ραπ που δολοφονήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013, στο Κερατσίνι, από, μέλος της Χρυσής Αυγής. Όλα τα κόμματα καταδίκασαν τη δολοφονία, ενώ το περιστατικό έκανε τον γύρο του κόσμου, καθώς όλα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έκαναν εκτενείς αναφορές, δίνοντας έμφαση στο τεταμένο κοινωνικό κλίμα και στην δολοφονία για πολιτικούς λόγους.

Ένας λόγος που έχει προβληθεί ως αιτία καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης είναι τα αιτήματα αναβολών από τους συνηγόρους και συλλειτουργούς της δικαιοσύνης και η αποδοχή αυτών επί της έδρας. Είναι ίσως μέρος του προβλήματος, αλλά δεν είναι η μοναδική αίτια του προβλήματος. Η απαραίτητη εξέταση πολλών μαρτύρων, ώστε να οδηγηθούν οι δικαστές σε ασφαλή συμπεράσματα, αποτελεί μία ακόμα επιβεβλημένη αιτία καθυστέρησης. Εδώ και χρόνια, ακούμε για την επιβαρυμένη ελληνική δικαιοσύνη με άσκοπη ύλη που πρέπει να μεταφερθεί στους δικηγόρους και για την ανάγκη ενίσχυσης του θεσμού της διαμεσολάβησης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πριν φτάσεις στο συμπέρασμα, αν η αίτια του προβλήματος είναι ότι ο δικαστής καθυστερεί λόγω οκνηρίας, θα πρέπει να εξετάσεις αν ο δικαστικός λειτουργός εργάζεται ενός δικαστικού συστήματος αποτελεσματικού, εάν έχει στη διάθεσή του την υλικοτεχνική υποδομή που είναι αναγκαία, εάν έχει στη διάθεσή του μία πλήρη -από άποψη κάλυψης οργανικών θέσεων- γραμματεία, εάν η χρέωση υποθέσεων στο πρόσωπό του είναι εντός λογικών πλαισίων και ισοκατανεμημένη μεταξύ αυτού και των συναδέλφων του κ.ο.κ.. Παρατηρώντας συνολικά και λεπτομερώς το δικαστικό μας σύστημα, τον δικαστικό χάρτη, το οργανόγραμμα της δικαιοσύνης και τον τρόπο δομής και λειτουργίας της, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα πηγάζει από την αναποτελεσματικότητα της ίδιας της οργάνωσης των δικαστηρίων.

Η δικαιοσύνη διακρίνεται σε πολιτική – ποινική και σε διοικητική. Αυτή είναι και η μοναδική μεγάλη διάκριση στο οργανόγραμμα της δικαιοσύνης. Η πολιτική – ποινική, όμως, δικαιοσύνη εμπεριέχει εντός αυτής τρείς αυτόνομους κλάδους, δηλαδή τα πολιτικά δικαστήρια, τα ποινικά δικαστήρια και το ανακριτικό σώμα . Ο κλάδος αυτός, δηλαδή, εμπεριέχει τρείς ξεχωριστούς κλάδους με ξεχωριστά καθήκοντα, ξεχωριστή αποστολή και διακριτές αρμοδιότητες, οι οποίες στην πραγματικότητα εκτελούνται από το ίδιο ανθρώπινο δυναμικό, ήτοι τους ίδιους δικαστικούς λειτουργούς. Αυτό είναι εμφανές ότι καθιστά την υπηρεσιακή κατάσταση των συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών ιδιαίτερα βεβαρημένη, μιας και καλούνται να υπηρετήσουν, ίσως και ταυτόχρονα πολλές φορές, τους τρείς ανωτέρω κλάδους, δικάζοντας παράλληλα πολιτικές και ποινικές υποθέσεις και ασκώντας ανακριτικά καθήκοντα. Και δεν είναι η μόνη άσκηση πολλαπλών δικαστικών καθηκόντων από τους δικαστικούς λειτουργούς, μιας και για παράδειγμα οι Ειρηνοδίκες, παράλληλα με την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων, παρίστανται και στη συντριπτική πλειοψηφία των κατ’ οικον ερευνών με την αστυνομία, αλλά και ανεβαίνουν και ως τρίτα μέλη της σύνθεσης σε Τριμελή Πλημμελειοδικεία. H άσκηση πολλαπλών και σε παράλληλη βάση δικαστικών καθηκόντων αποτελεί σοβαρό τροχοπέδη στην ταχεία και ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης, καθότι το μέγεθος της επιβάρυνσης καθηκόντων ανά δικαστικό λειτουργό είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ταχύτητα της εκτέλεσης των καθηκόντων αυτών, ήτοι όσο αυξάνονται τα καθήκοντα ανά δικαστικό λειτουργό, τόσο μειώνεται η ταχύτητα εκτέλεσής τους από αυτόν.

Προκειμένου να επιτευχθεί η πολυπόθητη επιτάχυνση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης είναι απαραίτητο να περιορισθούν οι διαφορές που υπάγονται προς επίλυση στα τακτικά δικαστήρια. Στη μείωση της δικαστικής ύλης μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών, ένας εκ των οποίων είναι η διαμεσολάβηση. Ιστορικά, ο θεσμός της διαμεσολάβησης ξεκίνησε από τις Η.Π.Α. τη δεκαετία 1970 – 1980 και σταδιακά διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάθε κράτος μέλος θέσπισε το εθνικό του πλαίσιο για τη διαμεσολάβηση μετά την έκδοση της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», μέσω της ενσωμάτωσης αυτής στις εθνικές έννομες τάξεις. Ο θεσμός της διαμεσολάβησης εφαρμόζεται εδώ και χρόνια σε πολλές χώρες εντός και εκτός ΕΕ με μεγάλα ποσοστά επιτυχίας σε πολλές από αυτές, καθώς οι πολίτες επιλύουν έτσι ταχύτερα και αποτελεσματικά τις διαφορές εκείνες που μπορούν να υπαχθούν στη διαμεσολάβηση, ενώ καθώς μειώνεται ο φόρτος εργασίας των δικαστηρίων, εξετάζονται ταχύτερα οι υποθέσεις, οι οποίες δεν μπορούν να επιλυθούν εξωδικαστικά, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα κάθε πολίτη για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και παροχή έννομης προστασίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, συνιστά τροχοπέδη στην λειτουργία της εθνικής οικονομίας και εμποδίζει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, αποστερώντας τη συχνά από σημαντικές επενδύσεις οι οποίες υπό άλλες προϋποθέσεις θα είχαν πραγματοποιηθεί. Ο ρυθμός απόδοσης της δικαιοσύνης σε μια χώρα, το κόστος που συνεπάγεται η προσφυγή σε αυτήν, καθώς και η ποιότητα της διαδικασίας ενώπιον των δικαστηρίων τελούν σε οργανική και αλληλένδετη μεταξύ τους σχέση, καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος και αποδεδειγμένα συσχετίζονται με το διεθνές κύρος της χώρας ως κράτος δικαίου.

Οι διεθνείς δείκτες που απεικονίζουν τα παραπάνω και πιο συγκεκριμένα τον συνδυασμό κόστους και ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης είναι εξαιρετικά δυσμενείς για την Ελλάδα. Η χώρα μας κατατάχτηκε το 2020 σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα στην 146η ξέση μεταξύ 190 χωρών, όσον αφορά το χρόνο και το χρήμα που απαιτείται προκειμένου να επιλυθεί μια εμπορική διαφορά στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση για τα έτη 2018 και 2019 η Ελλάδα κατείχε την 131η και 132η θέση αντίστοιχα, συγκριτικά δηλαδή σημείωσε πτωτική πορεία τα τελευταία χρόνια, παρά τις επανειλημμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες διαχρονικά στοχεύουν στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης