Ο Harold Nicolson, στο βιβλίο του Diplomacy, έδωσε μεγάλη έμφαση στη σημασία της ακρίβειας. Όπως καταδεικνύουν τα κάτωθι, η παρακμή της επαγγελματικής διπλωματίας στον υψηλών ταχυτήτων ηλεκτρονικό κόσμο του σήμερα, μοιάζει να συνοδεύεται και από μια αδυναμία των διπλωματών (δηλαδή των υπευθύνων επί των διακρατικών Δημοσίων Σχέσεων) να εκφράζονται με ακρίβεια.
Κατά τη διάρκεια της κρίσεως των Ιμίων το 1996, η Τουρκία ήγειρε αξιώσεις επί μεγάλου αριθμού Ελληνικών νησιών, συμπεριλαμβανομένης και της Γαύδου η οποία –ως γνωστόν- βρίσκεται στα ανοιχτά των νοτίων ακτών της Κρήτης. Στο πλαίσιο της ερευνάς για το βιβλίο που συγγράφω πάνω στη γεωϊστορία της Ελλάδος και της Κύπρου, αποφάσισα να προσπαθήσω να διακριβώσω, που βάσισε η Τουρκία τις αξιώσεις της επί της Γαύδου και να ερωτήσω διάφορες κυβερνήσεις (μέσω των πρεσβειών τους στην Αθήνα) ποια η θέση τους επί του ζητήματος.
Θα ξεκινήσω από την Τουρκία. Στις 15 Ιουνίου 2006, απηύθυνα το ακόλουθο ερώτημα στον Ihan Saygili (ο οποίος είχε την καλοσύνη να παραστεί στην παρουσίαση του βιβλίου μου για την Κύπρο): «Θεωρεί η κυβέρνηση της Τουρκικής Δημοκρατίας την νήσο Γαύδο (νοτίως της Κρήτης) τμήμα της ελληνικής επικρατείας; Και εάν όχι, γιατί;» Το να τους αποσπάσω απάντηση απεδείχθη μακράν δυσκολότερο απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Πέρασαν μήνες ενώ ο Saygili περίμενε απάντηση από την Άγκυρα. Εν συνεχεία τον μετέθεσαν και ανέλαβε ένας πολύ φιλικός διπλωμάτης, ονόματι Ergin Soner, ο οποίος με έφερε σε επαφή με κάποιον Baris Kalkavan, ο οποίος με τη σειρά του μου ζήτησε να του στείλω μια περίληψη του υπό συγγραφήν βιβλίου μου, δεδομένου ότι δεν καταλάβαινε τί σχέση μπορεί να είχε αυτό με την Γαύδο! Σχολίασε δε, ανακριβώς, ότι το ήδη δημοσιευθέν βιβλίο μου παραήταν φιλελληνικό (καίτοι είχα περιγράψει ακροθιγώς τις τουρκικές θέσεις, αφού έλαβα σχετικές απαντήσεις από τον Πρέσβυ και τον αντιπρόεδρο του «Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας»). Έκανα υπομονή μέχρι αυτόν τον Ιανουάριο, οπότε και τηλεφώνησα στον Kalkavan, ο οποίος ξεκίνησε ισχυριζόμενος ότι το ερώτημά μου δεν ενετάσσετο στην περιγραφή του βιβλίου μου. Όταν τον αντέκρουσα, υπενόησε ότι ο πραγματικός λόγος δεν ήταν αυτός αλλά το ότι η απάντηση ήταν υπερβολικά ευαίσθητη για να διατυπωθεί εγγράφως. Τον ρώτησα ποια ήταν η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα αλλά δεν μπορούσε να μου πει.
Η Πρεσβεία της Μ. Βρετανίας απήντησε με τρόπο μακράν ευθύτερο και αμεσότερο –αν και όχι και τόσο ακριβή. Η Tracy Gallagher δήλωσε ότι «Η Κυβέρνηση της Α.Μ., όπως και η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα [συμπεριλαμβάνει, άραγε, και την Ελλάδα με την Κύπρο;], δεν έχει πάρει επίσημη θέση σε οιαδήποτε των διενέξεων που αφορούν στο Αιγαίο (…). Γνωρίζω ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε δήλωση σχετική με τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα επί της Γαύδου τον Ιούνιο του 1996, η οποία μετεδόθη την εποχή εκείνη από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC αλλά δεν έχω στη διάθεσή μου το ακριβές κείμενό της. Ζήτησα από τους ερευνητές/αναλυτές μας να εξεύρουν ένα αντίγραφο για λογαριασμό μου.» Κυνήγησα την υπόθεση αλλά η Πρεσβεία δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει την εν λόγω δήλωση, προσθέτοντας όμως ότι στις 12 Ιουνίου 1996, υψηλόβαθμο στέλεχος του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών είχε ευχαριστήσει τον τότε Πρέσβη για μια ευνοϊκή δήλωση σχετική με τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα επί της Γαύδου, η οποία ο αξιωματούχος είχε πει ότι είχε μεταδοθεί από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC. Τότε, η κ. Gallagher μου πρότεινε να αποταθώ στα αρχεία της Ελληνικής Υπηρεσίας του BBC, αντίγραφο των οποίων είχε κατατεθεί στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Στο σημείο αυτό, επεκοινώνησα με τους αρμοδίους του ελληνικού Υπ. Εξ., προκειμένου να επιχειρήσω να εντοπίσω μια δήλωση την οποία οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να βρουν, παρ’ ότι είχε γίνει από δικό τους στέλεχος. Εν τέλει, υπερβάλλοντας εαυτούς, κατόρθωσαν να ανακαλύψουν μια δήλωση του αμερικανο-ελληνικού Ινστιτούτου, η οποία παρέθετε εκείνη του BBC ως εξής: «Η Βρετανία ουδεμία αμφιβολία έχει περί της καταστάσεως της Νήσου Γαύδου, δεδομένου ότι η Τουρκία δεν έχει δώσει εξηγήσεις σχετικά με το θέμα που έφερε στο ΝΑΤΟ και, ως εκ τούτου, απεδείχθη ότι αδίκως αμφισβήτησε την εθνική κυριαρχία επί της νήσου. Συνεπώς, και βάσει της κοινής λογικής, η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί την Γαύδο ελληνική νήσο.»
Το 1975, ένας αξιωματούχος της βρετανικής Πρεσβείας στην Άγκυρα είχε γράψει τα εξής σχετικώς με την περί της υφαλοκρηπίδας διένεξη: «Είχα μείνει με την εντύπωση ότι η παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο [της Χάγης] εξακολουθούσε να είναι κάτι το μη σχετικό και ότι οι Τούρκοι επιζητούσαν σταθερά –καίτοι δίχως ίχνος ρεαλισμού- μια διμερή επίλυση. Κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε ίσως να εκπλήσσει, δεδομένου ότι μάλλον δεν έχουν και πολλές ελπίδες ότι θα κερδίσουν την υπόθεση αυτή βασιζόμενοι μόνο στα επί της ουσίας».
Ρώτησα επίσης την βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα εάν εξακολουθούσαν να είναι αυτής της απόψεως. Η απάντηση της κ. Gallagher ήταν ότι «η Κυβέρνηση της Α.Μ. δεν έχει λάβει θέση», άρα οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία δεν έχει λάβει θέση όχι μόνο επί της διενέξεως για το Αιγαίο αλλά ούτε και επί των ίδιων της των απόψεων.
Η απάντηση της κυβερνήσεως των ΗΠΑ στο ερώτημά μου για την Γαύδο ήταν η εξής: «Αυτά είναι διμερή ζητήματα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Επιθυμούμε την ειρηνική επίλυση της εν λόγω διενέξεως μεταξύ των δύο εμπλεκομένων μερών». Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι οι ΗΠΑ θεωρούν πως η Ελλάς θα πρέπει να συζητήσει την εθνική κυριαρχία της Γαύδου με την Τουρκία…
Αυτό απέχει ελαφρώς από τα όσα μου είχε γράψει το Στέητ Ντηπάρτμεντ το 2003: «(Αναγνωρίζουμε τα σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας) αλλά όχι και όλα όσα υποστηρίζει η Ελλάς περί των χωρικών υδάτων. Δεν έχουμε λάβει θέση επί της εθνικής κυριαρχίας της νήσου Ίμια/Kardak, εν μέρει λόγω της ελλείψεως συμπεφωνημένου θαλασσίου συνόρου.».
Η απόκριση των Ισραηλινών ήταν ελαφρώς κωμικοτραγική. Ο Ουίλλιαμ Αναγνωσταράς προσπάθησε να είναι όσο εξυπηρετικός μπορούσε αλλά, εν συνεχεία αρκετών τηλεφωνικών συνομιλιών μας (κατά τη διάρκεια των οποίων μου είπε ότι ο νέος Πρέσβης του ήταν Ισραηλινός Άραβας), η κυβέρνησή του δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει την άποψή της. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την γραπτή απάντηση που έλαβα από την Πρεσβεία προ πενταετίας: «Το Ισραήλ αναγνωρίζει πλήρως την Ελλάδα και την Τουρκία καθώς και τα υφιστάμενα σύνορα μιας εκάστης». Όμως, ο τότε Πρέσβης τους αρνήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα περί των ορίων του θαλασσίου και εναερίου χώρου. Προφανώς, η ολοένα και στενότερη επίσημη συνεργασία του Ισραήλ με την Τουρκία εξηγεί τους λόγους ελλείψεως μιας ικανοποιητικής απαντήσεως: καλύπτει εκπαιδευτικές πτήσεις και συνεργασία σε επίπεδο βιομηχανίας και αντικατασκοπείας.
Η γαλλική απάντηση ήταν πλήρης αβρότητος και μάλλον παρόμοια με την Βρετανική: «Η Γαλλική Δημοκρατία δεν έχει λάβει επίσημη θέση επί των ταυτοχρόνων διεκδικήσεων εκ μέρους της Ελλάδος και της Τουρκίας όσον αφορά τα δύο νησιά [Γαύδο και Ίμια].».
Όπως, όμως, οι Ισπανοί –και εν αντιθέσει προς τους Βρετανούς- η γαλλική Πρεσβεία δήλωσε ότι αμφότερα τα μέρη θα έπρεπε να συμφωνήσουν στην επίλυση των εδαφικών τους διαφορών από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η γερμανική απάντηση ήταν κάπως φαιδρά. Ο Herr Féaux de la Croix έγραψε το εξής περίεργο: «Εις απάντησιν του ερωτήματός σας της 15ης Ιουνίου, σας παραπέμπω σε ελευθέρως προσβάσιμες πληροφορίες». Όταν του ζήτησα να μου εξηγήσει τί εννοούσε και να γίνει πιο συγκεκριμένος, συνεφώνησε ότι η απάντησή του σήμαινε ότι η κυβέρνησή του επιθυμούσε να κάνει ουδέν σχόλιον.
Και ας περάσουμε στου Ρώσους, οι οποίοι κατόρθωσαν να είναι ταυτοχρόνως οι πλέον φιλικοί αλλά και οι πλέον ανυποχώρητοι. Παρ’ όλες τις –πολυάριθμες- τηλεφωνικές μου συζητήσεις με τον Υπεύθυνο Τύπου τους και τις διαβεβαιώσεις του ότι τελικώς θα έπαιρνα απάντηση, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (μερικούς μήνες αργότερα, δηλαδή), ακόμα περιμένω. Ίσως οι Ρώσοι να μην επιθυμούν να εκνευρίσουν την Ελλάδα ή την Τουρκία ενώ τις ΗΠΑ δεν τις πειράζει να τσαντίζουν την Ελλάδα από καιρού εις καιρόν.
Η ιταλική απόκριση ήρθε από τα χείλη κάποιου Martin Brook και ήταν μόνο προφορική: «Η Ιταλία τηρεί τις διεθνείς συνθήκες» -λες και θα μπορούσαν να πουν κι αλλιώς. Στην πραγματικότητα αυτό είναι λιγάκι ανησυχητικό για την Ελλάδα, δεδομένου ότι το 1996 το Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία επιβεβαίωνε ότι τα όποια ιταλικά κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή [Ίμια/Kardak] είχαν εκχωρηθεί στην Ελλάδα το 1947. Το γεγονός ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν μπήκε καν στον κόπο να μου το δηλώσει –πολλώ δε μάλλον να μου πει κάτι για την Γαύδο- θα πρέπει να θορυβήσει έστω και λίγο τους Έλληνες διπλωμάτες.
Η ιρλανδική κυβέρνηση, όπως η ρωσική και η ισραηλινή, δεν έχει ακόμη κατορθώσει να δώσει απάντηση, ούτε καν για την νησίδα Rockall, την οποία διεκδικούν τόσο η Ιρλανδία όσο και η Βρετανία. Οι Βρετανοί, αντιθέτως, ήσαν ξεκάθαροι στο ότι η εν λόγω νησίδα τους ανήκει.
Οι Ιρανοί, μετά από λίγο κυνηγητό, μου είπαν εν τέλει από τηλεφώνου ότι «η κυβέρνησή τους δεν έχει θέση». Η πιο αξιοθρήνητη απάντηση ήρθε από τους Παλαιστινίους, ο διπλωμάτης των οποίων μου είπε ότι δεν μπορούσε να πάρει απάντηση, δεδομένου ότι οι σχέσεις τους με το Υπουργείο Εξωτερικών τους στην Παλαιστίνη ήσαν ελαφρώς προβληματικές…
Από αυτόν τον κυκεώνα λέξεων, συνάγω δύο συμπεράσματα. Πρώτον, ότι η απόδοση της βρετανικής Πρεσβείας ήταν η καλύτερη όλων –αν και η απάντησή της υπολείπεται ακριβείας. Δεύτερον (και ίσως πιο ανησυχητικό για την Ελλάδα), ότι καμία από όλες τις υπόλοιπες με τις οποίες επεκοινώνησα δεν είχε το θάρρος να πει ότι η Γαύδος είναι ελληνικό νησί. Εάν ένα τέτοιο υποτιθέμενα μικρό ζήτημα δεν μπορεί να διασαφηθεί, τότε ποιο το μέλλον της «Αγίας Διπλωματίας» -για να μην πω για τον Αη-Στράτη; Ο διάβολος κρύβεται στην λεπτομέρεια. Α, μήπως και η Σαπιέντζα (το νησάκι στα ανοιχτά της Μεθώνης Μεσσηνίας) αναφέρεται στη Συνθήκη της Λωζάννης; Αν όχι, τρέμε Αθήνα!
Μετάφραση: Θοδωρής Μπουχέλος
[i] Ο Δρ. Ουίλλιαμ Μάλλινσον είναι πρώην Βρετανός διπλωμάτης, Υπεύθυνος Διεθνών Υποθέσεων του ITT, είναι Διδάκτωρ του London School of Economics και διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Έχει συγγράψει τα Cyprus, A Modern History, I.B. Tauris, London 2005, Κύπρος, Μια Ιστορική Προοπτική, Παπαζήσης, Αθήναι 2005 και Public Lies and Private Truths: An Anatomy of Public Relations, Leader Books, Αθήναι 2000.
[ii] Ο Θοδωρής Μπουχέλος είναι Διερμηνέας Συνεδρίων και διδάσκει Διερμηνεία στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου.