Θεωρητικά, στο δημοσιονομικό «γαϊτανάκι», ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της δικαιοσύνης κατά την αναδιανομή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αποτελεί «ζητούμενον αλωτόν», υπό την προϋπόθεση δύο βασικών παραγόντων: αφενός μεν να υπάρχει η βούληση από την πλευρά των κυβερνώντων να μην παραμένουν διαρκώς… τελευταίοι στην ουρά του εν λόγω παιγνίου, αφετέρου δε οι φορολογούμενοι να συμμετέχουν στο παίγνιο ίσοις όροις και χωρίς την διάθεση να διασπάσουν την αλυσίδα.
Πρακτικά, όλοι γνωρίζουμε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Τόσο επειδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις ολοένα και περισσότερο εξαρτώνται από την κεφαλαιακή ελίτ όσο και επειδή οι φορολογούμενοι συνεχώς εννοούν να κρύβουν «άσους» στο μανίκι τους.
Ακολούθως, το προαιώνιο ερώτημα της «κότας και του αυγού», όσον αφορά στην δήθεν δίκαιη αναδιανομή του ΑΕΠ, παραμένει δυναστικά αναπάντητο. Όπως άξια περαιτέρω διερεύνησης θα παραμείνει -πιστεύω ες αεί- και η προεκλογική υπόσχεση του πρωθυπουργού περί λύσεων εντός των πρώτων 100 ημερών.
Κατά κοινή ομολογία, η παρελθούσα κυβέρνηση έπεσε (στα μαλακά του -10%) εξαιτίας του ασύλου που αμέσως ή εμμέσως παρείχε στους πρωταγωνιστές των σκανδάλων, αλλά και της αδιαλλαξίας που επέδειξε κατά την εφαρμογή μιας πάγιας αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής. Ως προς το πρώτο, η Νέα Δημοκρατία των τελευταίων ετών βαπτίσθηκε στον βούρκο της διαφθοράς. Ως προς το δεύτερο, χαρακτηρίσθηκε τελεσίδικα ως ο «Ηρώδης» των ονείρων και των ελπίδων μας.
Οφείλουμε πάντως να παραδεχθούμε ότι, στις μέρες μας, ο προβληματισμός έχει πια απαγκιστρωθεί από τα κοντόφθαλμα ερωτήματα της δεκαετίας του ’70 και του ’80, όταν με άκρατο φαρισαϊσμό ανακαλύπταμε πως η διαφθορά όχι μόνο ενέχει το στοιχείο της διαχρονικότητας, αλλά και αυτό της παγκοσμιότητας. Σήμερα, η διαφθορά έχει σαφή ταυτότητα, ιδιαίτερο στυλ, συγκεκριμένη διαδρομή και κατάληξη. Είναι δε απ’ όλους κατακριτέα, απλώς και μόνον επειδή τους καρπούς της γεύονται ελάχιστοι!
Αυτή η ειδοποιός (σε σχέση με το παρελθόν) διαφορά αποτελεί άραγε την βασικότερη συνιστώσα της ανεπάρκειας του πολιτικού μας συστήματος; Γιατί, αν τελικά η ποιότητα και η φύση μιας Δημοκρατίας μπορεί να αξιολογηθεί και με ποσοτικού χαρακτήρα εννοιολογικά εργαλεία, τότε εύλογα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αναγόμενη στην στατιστική επιστήμη «ελαστικότητα» της συνείδησης των πολιτών δικαιολογεί αυτήν ακριβώς την ηθικο-πολιτική κατάπτωση των ημερών μας.
Ασφαλώς, τέτοιοι συνειρμοί καταντούν επικίνδυνοι, γιατί εξάπτουν την συνωμοσιολογία και προκαλούν συναισθηματικούς κραδασμούς. Και τότε οι λαοπρόβλητοι «εργατοπατέρες» θα σπεύσουν προβοκατόρικα να κατηγορήσουν την διανόηση ως υποκινητή μιας ανήθικης και δολίας προσπάθειας να εξαγνιστεί ο πραγματικός θύτης: ο άσπλαχνος καπιταλιστής. Γελοίος, άσφαιρος και υποκριτικός τούτος ο ισχυρισμός, αφού η δίκαιη απόδοση μέρους των ευθυνών στην σκληρά εργαζόμενη πλειοψηφική μάζα δεν συνεπάγεται αναπόφευκτα την θυματοποίηση της οικονομικά κυριαρχούσας ελίτ.
Έχει, ωστόσο, την δυναμική του…
Βέβαιο είναι ότι ο γερο-Μαρξ, στην προσπάθειά του να τα προβλέψει όλα, δεν κατάφερε ουσιαστικά να λάβει υπ’ όψιν του το σημαντικότερο: το απρόβλεπτο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σήμερα, περίπου ενάμιση αιώνα μετά από την καταγραφή της χειμαρρώδους σκέψης του, οι πρωταγωνιστές του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος δεν φαίνονται και τόσο «εξαθλιωμένοι», παρά το γεγονός ότι ελάχιστες φορές καταφέρνουν να δικαιολογήσουν τον λόγο της ύπαρξής τους. Αντίθετα, μέλη κι αυτοί μιας ελάχιστα πλέον διαστρωματοποιημένης παγκόσμιας κοινωνίας, όπου η έντονη κοινωνική κινητικότητα αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό ακόμη και στις πιο άκαμπτες εκφάνσεις της (όπως αυτές της Αγγλίας και των ΗΠΑ), οι «προλετάριοι» μπορούν με σχετική άνεση ν’ απολαμβάνουν κάποια μέχρι πρότινος απαγορευμένα γι’ αυτούς αγαθά και υπηρεσίες. Εν ολίγοις, η οξύτητα των κοινωνικών αντιπαραθέσεων αμβλύνθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ θα περίμενε κανείς να εντατικοποιηθεί –και μάλιστα σε εκρηκτικό βαθμό.
Ωστόσο -και προς απογοήτευση όσων με χαρμολύπη διατυμπανίζουν περί ολικής κατάρριψης της μαρξιστικής θεωρίας- ουδείς εμφανίζεται ευτυχέστερος. Η αντιπαράθεση, ως φαινόμενο ένοπλης πλέον και βίαιης δράσης (βλ. αντάρτικο των πόλεων), χαρακτηρίζεται τώρα από δύο βασικά στοιχεία: την εξατομίκευση και την εικονική αδιαφορία. Το πρώτο αφορά στους εκάστοτε «περιθωριακούς», στους βομβιστές – τρομοκράτες. Το δεύτερο αφορά στην ευρύτερη λαϊκή μάζα, που εισπράττει εντελώς παθητικά τον τρόμο και την ανασφάλεια που διαχέει στην κοινωνία η δράση των «εραστών της σφαίρας». Ωστόσο, λυπηρή είναι η συμπερασματική παραδοχή, ότι και τα δύο στρατόπεδα «εργάζονται» για το «σύστημα» –όχι εναντίον του.
Όταν ο Μαρξ μιλούσε για την εξαθλίωση των μαζών και την συνακόλουθη επανάσταση του προλεταριάτου, εννοούσε προφανώς κάτι άλλο από αυτό που σήμερα ζούμε. Οι μεμονωμένες και προσωποπαγείς τρομοκρατικές ενέργειες τίποτα το κοινό δεν έχουν με την έννοια της καθολικότητας μιας γενικευμένης λαϊκής επανάστασης. Οι έκνομοι βομβιστές επιμένουν ματαίως να «χτυπούν» φορείς θεσμών -και όχι τους θεσμούς αυτούς καθ’ εαυτούς. Όσο επιμένουν σε αυτή την ατελέσφορη και απάνθρωπη πρακτική, η δράση τους θα στερείται λαϊκών ερεισμάτων. Άλλωστε, δεν πέρασε μεγάλο διάστημα από την προκήρυξη των τρομοκρατών, που ευθέως έθετε ζήτημα λαϊκής σύμπραξης και συνενοχής στο φαινόμενο της διαφθοράς.
Όμως, περισσότερη αξία έχει το να σταθεί κανείς στο δεύτερο χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης -στην γενικευμένη και έκδηλη, δηλαδή, λαϊκή αδιαφορία. Είναι γεγονός ότι ο συνεχής αποκλεισμός πολιτών από τον «θερισμό», όταν αυτοί οι ίδιοι συμμετείχαν ενεργά και εντατικά (συχνά δε και εξουθενωτικά) στην «σπορά», διογκώνει την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας, εξαρθρώνει την ηθική τους και καταβαραθρώνει τον ανθρωπισμό τους. Ελάχιστοι σήμερα κοπιάζουν απλώς και μόνο για τον κότινο. Η ηθική επιβράβευση, η ψυχική ικανοποίηση και πληρότητα που άλλοτε ένιωθαν οι άνθρωποι εκτελώντας το έργο τους καταντούν πλέον ακατανόητος αναχρονισμός –και την ευθύνη γι’ αυτήν την αφύσικη μηχανοποίηση των ανθρώπων φέρουν ακέραιη οι ηγήτορες της πολιτείας.
Αν επομένως η οικονομική ένδεια εκατομμυρίων ανθρώπων εκλαμβανόταν μέχρι πρότινος ως βραδυφλεγής εκρηκτικός μηχανισμός που απειλούσε τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνίας, η συνακόλουθη απώλεια του αυτοσεβασμού και της αυτοεκτίμησης των εν δυνάμει «επαναστατών» έρχεται να καταπραΰνει τα πάθη και να ενσωματώσει τους επίδοξους ανατροπείς με τους κατά το δέον ανατρέψιμους! Ελάχιστη σημασία έχει δοθεί μέχρι τώρα σε τούτον τον βασικό παρονομαστή. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η μαρξιστική αστοχία: η εξαθλίωση και η προλεταριοποίηση των μαζών υποχώρησε μπροστά στην επίμονα λαοπλάνα υποσχετική, όπως αυτή που εντέχνως αφηνόταν να διαρρεύσει από τα κέντρα εξουσίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Έκτοτε, σταδιακά υποχώρησε και κάθε σοσιαλιστικού τύπου ανάμειξη του Κράτους, εγκαταλείποντας κάθε «αμνό» της οικονομικής κονίστρας ως βορά στις καπιταλιστικές «ύαινες».
Η πρόσφατη οικονομική κρίση απομυθοποίησε τις λάγνες εξαγγελίες των εργατικών συνδικάτων και συνομοσπονδιών περί σύγκλισης των οικονομικών δεικτών και περισσότερο κοινωνικό κράτος. Ο βασιλιάς πλέον είναι γυμνός. Το ίδιο και οι υπήκοοι, που τον Σεπτέμβριο του 2008 άρχισαν να νιώθουν το μαχαίρι της χρεοκοπίας στο κόκαλο. Ήταν η φάση κατά την οποία η συντριπτική πλειονότητα των απανταχού φορολογουμένων αυτής της γης συνειδητοποίησε πως, από την στιγμή που χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα, η κατάληξη αυτών των ιδίων επρόκειτο να είναι ακόμη πιο βάναυση. Άμεσα κινητοποιήθηκε τότε ο διεθνής καπιταλιστικός μηχανισμός αυτοπροστασίας. Στην Ελλάδα, έκπληκτοι είδαμε την κρατική εγγύηση των καταθέσεων έως τα 100.000 ευρώ, και λίγο αργότερα την παροχή 28 δισεκατομμυρίων προς τις τράπεζες. ΌΛα αυτά, βεβαίως, εν ριπή οφθαλμού, χωρίς ουδεμία προεργασία και –το σημαντικότερο- κοινωνική συναίνεση. Η πανηγυρική εκλογή Ομπάμα στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ υπήρξε το επιστέγασμα της πανανθρώπινης βλακείας, από την στιγμή που τεχνηέντως επιχειρήθηκε (και μάλιστα επιτυχώς!) να αναβιώσει την σπουδαιότητα του κρατικού παρεμβατισμού στα οικονομικά διαδραματιζόμενα των οργανωμένων κοινωνιών. Η κρατική στήριξη των αμαρτωλών εταιρειών με τα λουκούλλεια λειτουργικά κόστη και την άμετρα σπάταλη διαβίωση των «χρυσών αγοριών» ουδαμώς συνετέλεσε στην ολική εξυγίανση του παγκόσμιου οικονομικού χώρου. Αυτός ο πανάκριβος κρατισμός τελικά απεδείχθη σκέτο αντιπυρετικό, ενώ ο ασθενής έχρηζε ισχυρότατης αντιβίωσης.
Και η αντιβίωση αυτή δεν είναι άλλη από την ενεργό συμμετοχή των πολιτών. Από τον εξοβελισμό της παθητικής παρακολούθησης όσων γίνονται από άλλους για εμάς. Από την κατοχή, κατανόηση και αξιολόγηση των πληροφοριών που μας αφορούν. Ελάχιστοι σήμερα έχουν πρόσβαση στην ουσιώδη πληροφόρηση, ακόμη πιο λίγοι είναι σε θέση να αξιολογήσουν στατιστικές και μελέτες περί των οικονομικών μεγεθών. Οι περισσότεροι αγνοούν τα στοιχειωδέστερα, όπως για παράδειγμα το ότι, «κατά το διάστημα 2000 – 2009, οι πρωτογενείς δαπάνες του κράτους αυξάνονται κατά 2% ταχύτερα από το ΑΕΠ, ενώ τα καθαρά κρατικά έσοδα αυξάνονται με ρυθμό κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το ΑΕΠ» (πηγή: εβδομαδιαίο δελτίο αναλύσεων ομάδας οικονομολόγων της Alpha Bank).
Αντ’ αυτού, απογοητευμένοι και εξαντλημένοι από τον διαρκή αγώνα για «τον άρτο τον επιούσιο», οι πάλαι ποτέ ενεργοί πολίτες, έχουν περάσει στην φάση της αποχαύνωσης δια των λαοφιλών θεαμάτων της μικρής (ενίοτε δε και της μεγάλης) οθόνης, του κλοτσοσκουφιού των γηπέδων, του στοιχηματισμού και των σκανδαλιστικά ηλιθίων ασμάτων καλλίγραμμων «αοιδών». Μέσα στην αγραμματοσύνη τους, έμαθαν να θεωρούν ως φυσιολογική παρέκκλιση κάθε φαινόμενο έκνομου και ανήθικου πλουτισμού -κι ακόμη χειρότερα, το προτάσσουν στα τέκνα τους ως παράδειγμα προς μίμηση! Η εποχή μας δεν συγχωρεί δονκιχοτισμούς και δεν αναγνωρίζει αντίρροπες προς το χρήμα αξίες. Έτσι, είναι αδύνατον οι αποναρκωμένες κοινωνικές δυνάμεις να τολμήσουν την παγκόσμια μαρξιστική επανάσταση. Στην εποχή τού «είσαι ό,τι έχεις» ηθικολογίες δεν χωρούν και τα οράματα είναι στεγνά.
Αυτό είναι που ουσιαστικά δαιμονοποιεί κάθε προσπάθεια για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων: η καταπολέμηση της διαφθοράς έχει εναποτεθεί στα χέρια ήδη διεφθαρμένων! Επομένως, αρχιερείς της δεν είναι μόνο τα χαμογελαστά, ροδαλά πρόσωπα, τα βαριεστημένα από την διαρκή ικανοποίηση βλέμματα, τα ατσαλάκωτα κολάρα και οι πρησμένες κοιλιές. Είμαστε ταυτόχρονα και όλοι εμείς, οι πένητες της καθημερινής τρέλας, οι πιστωτές της ανοχής σε ό,τι μας πονά, οι αργυριολάτρες των δημοσίων διαλόγων και διαβουλεύσεων και συνάμα απεργοί των διανοήσεων και των διαλογισμών.
Εμείς, εν ολίγοις, οι καγχάζοντες απαιτούντες εδώ και τώρα τον παράδεισο που ποτέ δεν αξιωθήκαμε καν να ονειρευτούμε…