Όταν σύσσωμος ο δημοσιογραφικός κόσμος της γείτονος προσπάθησε να «τηγανίσει» τα μυαλά του ιταλικού λαού, προσποιούμενος ότι δήθεν έφριττε ανακαλύπτοντας τα σκάνδαλα στα οποία ο θρασύτατος και πολυσχιδής Μπερλουσκόνι φερόταν αναμεμειγμένος, ο Ιταλός πρωθυπουργός απάντησε: Io sono abbandonato! (είμαι εγκαταλελειμμένος!)
Πολλοί τότε θεώρησαν πως με την φράση αυτή ο «ωραίος» Silvio προσπάθησε να κερδίσει συμπάθεια˙ να πιστωθεί χρόνο και ψυχικό έδαφος, εν όψει της ολοένα αυξανόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας προς το πρόσωπό του. Κάποιοι άλλοι, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την στάση του ως επίδειξη σπάνιου υποκριτικού ταλέντου –που ωστόσο προσβάλλει την νοημοσύνη και δοκιμάζει τις αντοχές ενός ολόκληρου λαού.
Όπως και νά ’χει, η θλιβερή έννοια της εγκατάλειψης παντού γύρω μας κυριαρχεί. Οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν πλέον οχυρωθεί πίσω από ένα απόλυτο κενό γόνιμης σκέψης και δράσης, και προσπαθούν επί ματαίω να θεραπεύσουν κι αυτό το συναισθηματικό κενό –αποτέλεσμα ακριβώς της ρηχότητας, της απάθειας με την οποία αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις. Και μέσα σε όλη αυτή την ανείπωτη κακομοιριά, τα αυτιά μας χαϊδεύονται καθημερινά με ανυπόστατα μηνύματα και αισιόδοξες υποσχετικές εκ μέρους των εκπροσώπων της πολιτικής εξουσιαστικής ελίτ, που προσπαθούν επιμόνως να ωραιοποιήσουν το τραχύ κι αδυσώπητο μέλλον που μας επιφυλάσσεται.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες που ο πρωθυπουργός, κ. Παπανδρέου, κυριολεκτικά ιδροκόπησε προκειμένου να πείσει τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η κυβέρνησή του θέλει και μπορεί να διαχειρισθεί κατά τρόπον εύλογο και σωτήριο τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας. Τις προάλλες, εγκαινιάζοντας τον Εθνικό Κοινωνικό Διάλογο από το βήμα του Ζαπείου Μεγάρου, προσπάθησε τα ανάλογα, εντός μιας ουσιαστικά ευχολογικού τύπου έκθεσης των βασικότερων σημείων της οικονομικής πολιτικής που προτίθεται να εφαρμόσει.
Αξίζει, ωστόσο, να σταθούμε στην υποσχετική του προέδρου της κυβέρνησης: «Η πορεία προς την εξυγίανση ουδαμώς θα πλήξει τους οικονομικώς ασθενέστερους». Αυτό διατείνεται συνεχώς ο πρωθυπουργός, υιοθετώντας -αναγκαστικά και χωρίς ο ίδιος να το συνειδητοποιεί- τα ψευδεπίγραφα και αδιανόητα συνθήματα της αμετανόητης Δεξιάς περί «κοινωνικού φιλελευθερισμού». Οι επικίνδυνοι αυτοί λεκτισμοί των μετα-μοντέρνων (δήθεν) πολιτικών μας αποκαλύπτουν όχι μόνο το εύρος της πνευματικής ένδειας που τους χαρακτηρίζει, αλλά και την βαθύτερη εγγενή τους αδυναμία να ερμηνεύσουν σωστά τα εννοιολογικά σημαινόμενα ακόμη και των ίδιων των λέξεων που χρησιμοποιούν! Διότι, ακόμη κι αν μπορούσαμε να φανταστούμε σήμερα μια σοσιαλιστική κοινωνία -μια κοινωνία, δηλαδή, όπου το κράτος δια των παρεμβάσεών του θα αναλάμβανε τον ρόλο του ουσιαστικού θεματοφύλακα και ρυθμιστή των λαϊκών συμφερόντων-, πώς θα ήταν δυνατόν αυτή να λειτουργήσει στο πλαίσιο του «νεο-φιλελευθερισμού»; Δεν είναι, άραγε, σαφές ότι οι δύο αυτές έννοιες -σοσιαλισμός και φιλελευθερισμός- είναι εκ φύσεως αντιφατικές, ιδίως όταν εκλαμβάνονται με την στενή σημασία τους ως εφαρμοσμένα πολιτικά συστήματα δημόσιας διοίκησης και κρατικής οργάνωσης;
Θα πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό πως, όταν οι πολιτικοί μας ομιλούν περί «κοινωνικού φιλελευθερισμού», απλώς διαχέουν στην κοινωνία την αγνωσία και την υποκρισία που τους διακρίνει. Τόσο η ίδια η φράση όσο και το εννοιολογικό συμφραζόμενο που αυτή παράγει αυτοαναιρούνται ή, στην καλύτερη περίπτωση, οδηγούν σε νοητικό χάσμα. Ουδέποτε ο «κοινωνικός φιλελευθερισμός» υπήρξε ως έννοια στην φιλοσοφική, πολιτική, κοινωνιολογική, δημοσιονομική και οικονομική θεωρία –ακριβώς γιατί αποτελεί άστοχο εφεύρημα στιγμιαίας και απατηλής «ενοράσεως». Ακόμη κι αυτός ο Ρόμπερτ Νόζικ (Robert Nozick), που λάτρεψε τον φιλελευθερισμό σαν Θεό, αλλά και ο επιφανής οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman), απέρριψαν το «κοινωνικός» ως έννοια που αναιρεί την ουσία του φιλελευθερισμού και διατήρησαν την δυσπιστία τους προς κάθε μορφή κρατικού παρεμβατισμού.
Εκείνο που θα πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι, στον βαθμό που τις παραμέτρους της αγοράς ελέγχει και καθορίζει ο ελεύθερος ανταγωνισμός (καπιταλισμός), ανάλογα περιορίζεται και ο ρυθμιστικός κρατικός παρεμβατισμός (σοσιαλισμός). Επομένως, το να ομιλούμε για τέτοια ερμαφρόδιτα σχήματα μιας ανύπαρκτης πολιτικής οικονομίας θεωρείται τουλάχιστον αφελές.
Ένα επιπλέον πρόβλημα δημιουργεί η παρατηρούμενη (ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες) προσπάθεια σύγκρισης της έννοιας του μαρξισμού με αυτήν του φιλελευθερισμού, με σκοπό την διεξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων περί του πρακτέου. Η συγκριτική αυτή αντιπαράθεση ομοίως στερείται λογικής (και ως εκ τούτου καθίσταται αδιανόητη), για τον απλούστατο λόγο ότι η σύγκριση μεταξύ ανόμοιων «κατ’ ουσίαν και φύσιν» πραγμάτων είναι αδύνατη: ο μαρξισμός, παρά τον ανθρωποκεντρικό του προσανατολισμό, αποτελεί αυτοτελές οικονομικό σύστημα, σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό, που, παρότι διαπνέεται έντονα από θεωρήσεις και συνθήματα δημοσιο-οικονομικού χαρακτήρα, αποτελεί καθαρά ένα πολιτικό σύστημα.
Στο άτομο των αναγκών, ο φιλελευθερισμός έχει να αντιτάξει το άτομο των ικανοτήτων. Στις πατροπαράδοτες πλουτοπαραγωγικές πηγές της γης, του ανθρώπινου μόχθου και του χρόνου, τις οποίες δημιουργικά κατονομάζει η μαρξιστική θεώρηση, έρχεται ο σύγχρονος δογματικός φιλελευθερισμός να αντιτείνει την αποτελεσματική εκμετάλλευση της πληροφορίας, της γνώσης και της ευφυΐας. Η φιλελεύθερη έποψη υποστηρίζει την απαγκίστρωση από την ξεπερασμένη έννοια της «προστιθέμενης αξίας» που εκπηγάζει από την χρονική διάρκεια και τον όγκο του παραγωγικού έργου, και ευαγγελίζεται τις εξατομικευμένες δεξιότητες, την δημιουργική γνώση και την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Σε ένα πρόδηλα ασφυκτικά χρηματο-οικονομικών δραστηριοτήτων περιβάλλον, η «οικονομία της δημιουργίας» φαίνεται ότι εκτοπίζει» από τον κέντρο του ενδιαφέροντος και της ενασχόλησης την «οικονομία της παραγωγής», καθιστώντας την παραδοσιακή εργασιακή δραστηριότητα ατελέσφορη. Συμπερασματικά, αντιλαμβάνεται κανείς πως η ένταση της παραγωγικής εργασίας και η άμετρη εξειδίκευση είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας.
Η ένταση των εργασιακών (και συνακόλουθα των κοινωνικών) σχέσεων ασφαλώς θα επιφέρει μια διπλή δυσμενή εξέλιξη –και αυτό είναι το σημείο στο οποίο προσκρούει η λογική του καπιταλισμού με την βαθύτερη ουσία της φύσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ευτυχίας και εσωτερικής πληρότητας: η μετουσίωση των εργαζομένων σε «επιχειρηματίες» από την μια, και η ολοένα αυξανόμενη ανεργία από την άλλη. Το πρώτο έχει να κάνει με εντελώς εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα συμπεριφοράς των εργαζομένων: όσο τα δίκτυα επικοινωνίας θα αποκτούν ολοένα και πιο καθοριστική σημασία, ως προς την επαγγελματική εξέλιξη του ατόμου, τόσο αυτό θα εξαναγκάζεται σε μια συνεχή εναλλαγή επαγγέλματος κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Το δεύτερο, η ανεργία, θα αποτελεί το επίμετρο μιας προσπάθειας των πραγματικών επιχειρηματιών για εξοικονόμηση κεφαλαίων σε βάρος του υπαλληλικού τους προσωπικού. Και σε αυτό το σημείο, αναμφίβολα, καμία κυβέρνηση δεν θα τολμήσει να αναλάβει χρέη «διαιτητού» προκειμένου να προστατευθούν τα συμφέροντα των οικονομικά ασθενέστερων.
Καθίσταται, λοιπόν, απορίας άξιον το πώς η παρούσα κυβέρνηση θα μπορέσει να βαδίσει προς τον σκολιό δρόμο της οικονομικής εξυγίανσης, δίχως βεβαίως να τραυματίσει τις ευάλωτες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις της χώρας. Αφήνοντας κατά μέρος το αυτονόητο περί μείωσης των λειτουργικών κρατικών εξόδων, το βάρος της προσπάθειας πίπτει στην εισροή προς τα ταμεία του κράτους κεφαλαίων, τα οποία ασφαλώς θα αντληθούν –ελλείψει επενδυτικών τοποθετήσεων από το εξωτερικό- από τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Είναι αμφίβολο το εάν η κυβέρνηση τελικά θα τολμήσει να «πλήξει» τους κρατούντες του μεγαλο-επιχειρηματικού κόσμου, γιατί σε αντίθετη περίπτωση καλά γνωρίζει ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος γενικής παράλυσης της εμπορικής και συναλλακτικής ζωής του τόπου. Και τότε, ένα είναι βέβαιο: σύσσωμος ο ελληνικός λαός θα ανακράξει το μπερλουσκόνειο «Ιo sono abbandonato!»