Κατανοώ το γεγονός ότι το θέαμα της σημαίας που κυματίζει στον άνεμο κάνει την καρδιά σας να χτυπάει δυνατά, και η μουσική και οι στίχοι του εθνικού ύμνου σας προκαλούν αυτό το γαργάλημα στις φλέβες και το ανατρίχιασμα που αποκαλείται συγκίνηση. Εσείς, τη λέξη «πατρίδα» (που τη γράφετε πάντα με κεφαλαίο Π) δεν τη συσχετίζετε με τους ασεβείς στίχους του νεαρού Πάμπλο Νερούδα:

«Πατρίδα, λέξη μελαγχολική,όπως θερμόμετρο ή ανελκυστήρας».

Ούτε με τον φονικό αφορισμό του δρος Τζόνσον («Ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός παλιανθρώπου»), αλλά με ηρωικές επελάσεις ιππικού, σπαθιά που βυθίζονται σε στήθη εχθρικών στολών, σαλπίσματα, πυροβολισμούς και κανονιές που δεν προέρχονται από μπουκάλια σαμπάνιας. Ανήκετε, κατά τα φαινόμενα, στο σύμφυρμα αρσενικών και θηλυκών που κοιτάζουν με σεβασμό τα αγάλματα των επιφανών που στολίζουν τις δημόσιες πλατείες και αγανακτούν με τα περιστέρια που χέζουν επάνω τους, και είστε ικανοί να ξυπνήσετε από τα χαράματα και να περιμένετε ώρες ώστε να μη χάσετε την καλή θέση στο Πεδίον του Άρεως για τη στρατιωτική παρέλαση τις μέρες των εθνικών επετείων, θέαμα το οποίο σας ωθεί σε εγκωμιαστικά σχόλια όπου σπινθηρίζουν οι λέξεις «στρατιωτικό», «πατριωτικό» και «αρρενωπό».

Κύριε, κυρία: μέσα σας είναι φωλιασμένο ένα λυσσασμένο θηρίο που αποτελεί κίνδυνο για την ανθρωπότητα.

Είστε μια ζωντανή σαβούρα που τραβάει κάτω τον πολιτισμό από την εποχή του κανίβαλου με τα τατουάζ, το τρυπημένο δέρμα και τη θήκη του φαλλού, του προλογικού μάγου που χτυπούσε τα πόδια του στο χώμα για να φέρει βροχή και καταβρόχθιζε την καρδιά του αντιπάλου του για να του κλέψει τη δύναμη. Στην πραγματικότητα, πίσω από τις αγορεύσεις σας και τα λάβαρα προς τιμήν αυτού του θραύσματος γεωγραφίας, του στιγματισμένου από ορόσημα και αυθαίρετα σύνορα στα οποία εσείς βλέπετε την προσωποποίηση μιας ανώτερης μορφής της ιστορίας και της κοινωνικής μεταφυσικής, δεν υπάρχει παρά η πανούργα σημερινή εκδοχή του αρχέγονου φόβου, του φόβου να ανεξαρτητοποιηθεί κάποιος από τη φυλή, να πάψει να είναι μάζα, μέλος, και να γίνει άτομο, και η νοσταλγία για εκείνο τον πρόγονο για τον οποίο ο κόσμος άρχιζε και τελείωνε μέσα στα όρια του γνωστού, στο ξέφωτο του δάσους, στη σκοτεινή σπηλιά, στο ψηλό οροπέδιο, σ’ αυτό τον μικροσκοπικό θύλακο όπου το να μοιράζεται τη γλώσσα, τη μαγεία, τη σύγχυση, τα έθιμα και, κυρίως, την άγνοια και τους φόβους της ομάδας του, του έδινε θάρρος και τον έκανε να νιώθει προστατευμένος απέναντι στον κεραυνό, την αστραπή, τα άγρια θηρία και τις άλλες φυλές του πλανήτη. Όσο κι αν έχουν περάσει αιώνες από εκείνους τους μακρινούς χρόνους και πιστεύετε ότι, επειδή φοράτε σακάκι και γραβάτα ή στενή φούστα και κάνετε λίφτινγκ στο Μαϊάμι, είστε πολύ ανώτεροι από εκείνο τον πρόγονο που σκέπαζε τα λαγόνια του με φλούδες δέντρων και τρυπούσε τη μύτη του και τα χείλη του για να κρεμάσει στολίδια, εσείς είστε αυτός, και αυτή είστε εσείς. Ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει διαμέσου των αιώνων ονομάζεται τρόμος για το άγνωστο, μίσος για το διαφορετικό, απόρριψη της περιπέτειας, πανικός για την ελευθερία και την ευθύνη της καθημερινής επινόησης του εαυτού, δουλική αφοσίωση στη ρουτίνα, στην αγέλη, άρνηση της αποσυλλογικοποίησης ώστε να μην αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε την καθημερινή πρόκληση της ατομικής κυριαρχίας. Εκείνα τα χρόνια, ο ανυπεράσπιστος ανθρωποφάγος, βυθισμένος σε μεταφυσική και φυσική άγνοια απέναντι σε ότι συνέβαινε γύρω του, είχε κάποιο δίκιο να αρνείται να γίνει ανεξάρτητος, δημιουργικός και ελεύθερος˙ στα δικά μας χρόνια, όπου ξέρουμε πια όλα όσα χρειάζεται να ξέρουμε κι ακόμη παραπάνω, δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για να επιμένει κανείς να είναι σκλάβος και άλογο ον. Η κρίση αυτή θα σας φαίνεται ίσως αυστηρή, ακραία, όταν αναφέρεται σε κάτι που, για σας, δεν είναι παρά ένα χρηστό και ιδεαλιστικό συναίσθημα αλληλεγγύης και αγάπης για τα πάτρια εδάφη και τις αναμνήσεις («η γη και οι νεκροί», κατά τον Γάλλο ανθρωποειδή κύριο Μωρίς Μπαρές), αυτό το πλαίσιο περιβαλλοντικών και πολιτιστικών αναφορών χωρίς το οποίο ο άνθρωπος αισθάνεται άδειος. Σας διαβεβαιώ ότι αυτή είναι η μια όψη του πατριωτικού νομίσματος˙ η άλλη, δηλαδή το αντίθετο της λατρείας του «δικού» σας, είναι η αμαύρωση του ξένου, η επιθυμία να ταπεινώσετε και να κατατροπώσετε τους υπολοίπους, αυτούς που είναι διαφορετικοί από εσάς επειδή έχουν άλλο χρώμα δέρματος, άλλη γλώσσα, άλλο θεό, ακόμη και άλλα ρούχα ή άλλο διαιτολόγιο.

Ο πατριωτισμός, που στην πραγματικότητα μοιάζει με καλοκάγαθη μορφή εθνικισμού –γιατί το «πατρίδα» μοιάζει πιο παλιό, πιο εγγενές και σεβαστό από το «έθνος», γελοίο πολιτικό-διοικητικό κατασκεύασμα επινοημένο από πολιτικούς άπληστους για εξουσία και από διανοούμενους σε αναζήτηση αφεντικού, δηλαδή μαικήνα, δηλαδή μαστών προς απομύζηση-, είναι ένα επικίνδυνο αλλά αποτελεσματικό άλλοθι για τους πολέμους που έχουν αποδεκατίσει τον πληθυσμό του πλανήτη αμέτρητες φορές, για τα δεσποτικά ορμέμφυτα που έχουν καθαγιάσει την κυριαρχία του δυνατού πάνω στον αδύνατο, και ένα προπέτασμα εξισωτικού καπνού του οποίου οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις ισοπεδώνουν τα ανθρώπινα όντα, τα κλωνοποιούν και τους επιβάλλουν, ως κάτι το ουσιώδες και ανεπανόρθωτο τον πιο τυχαίο απ’ όλους τους κοινούς παρανομαστές: τον τόπο γέννησης. Πίσω από τον πατριωτισμό και τον εθνικισμό φλογοβολεί πάντοτε η κακοήθης συλλογική μυθοπλασία της ταυτότητας, αυτού του οντολογικού συρματοπλέγματος που φιλοδοξεί να συμπήξει, σε αναπόδραστη και σαφώς καθορισμένη αδελφότητα, τους «Περουβιανούς», τους «Ισπανούς», τους «Γάλλους», τους «Κινέζους», κτλ. Εσείς κι εγώ γνωρίζουμε ότι αυτές οι κατηγορίες δεν είναι παρά ποταπά ψεύδη που ρίχνουν ένα μανδύα λήθης πάνω σε άπειρες διαφορές και αντιθέσεις και επιχειρούν να καταργήσουν αιώνες ιστορίας και να επαναφέρουν τον πολιτισμό σ’ εκείνες τις βάρβαρες εποχές πριν την δημιουργία της ατομικότητας, πόσω μάλλον του ορθολογισμού και της ελευθερίας, τριών πραγμάτων που είναι αναπόσπαστατα ένα από το άλλο, έχετε υπόψη σας.

Γι’ αυτό, όταν κάποιος γύρω μου λέει «ο Κινέζος», «ο μαύρος», «οι Περουβιανοί», «οι Γάλλοι», «οι γυναίκες», ή οποιαδήποτε παρόμοια έκφραση επιχειρεί να καθορίσει ένα ανθρώπινο ον με βάση το γεγονός ότι ανήκει σε κάποιο σύνολο και όχι ως αμελητέο συμβάν, μου έρχεται να βγάλω το πιστόλι και –μπαμ μπαμ- να του ρίξω. (Τρόπος του λέγειν, βεβαίως˙ ποτέ δεν έχω πιάσει όπλο στο χέρι μου ούτε θα πιάσω, και οι μόνες ρίψεις μου έχουν σχέση με σπερματικά υγρά, για τα οποία ασφαλώς και είμαι πατριωτικώς υπερήφανος.) Ο ατομικισμός μου δεν φθάνει, εννοείται, στο σημείο να εκθειάζω τον σεξουαλικό μονόλογο ως την πιο τέλεια μορφή απόλαυσης˙ στον τομέα αυτό, κλίνω προς τις συνομιλίες δύο ατόμων ή, το πολύ, τριών, και εξυπακούεται ότι δηλώνω φανατικός εχθρός της αχαλίνωτης παρτούζας, η οποία είναι στο χώρο του κρεβατιού και της συνουσίας, το αντίστοιχο της πολιτικής και κοινωνικής συλλογικότητας. Εκτός αν ο σεξουαλικός μονόλογος γίνεται με παρέα –οπότε μετατρέπεται σε έναν εξαιρετικά μπαρόκ διάλογο- , όπως φαίνεται σ’ αυτή τη μικρή ακουαρέλα-κάρβουνο του Πικάσο (1902-1903), την οποία μπορείτε να θαυμάσετε στο Μουσείο Πικάσο της Βαρκελώνης, και στην οποία ο κ. Άνχελ Φερνάντες ντε Σότο, ντυμένος και καπνίζοντας πίπα, και η ραφινάτη σύζυγός του, γυμνή, μόνο με κάλτσες και παπούτσια, πίνοντας ένα ποτήρι σαμπάνια και καθισμένη στα γόνατα του συζύγου της, αλληλοαυνανίζονται˙ ένα έργο το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, και χωρίς πρόθεση να προσβάλω κανέναν (και λιγότερο απ’ όλους τον Πικάσο) θεωρώ ανώτερο από την Γκερνίκα και τις Δεσποινίδες της Αβινιόν.

(Αν σας φαίνεται ότι αυτό το γράμμα αρχίζει να δείχνει σημάδια ασυναρτησίας, θυμηθείτε τον κύριο Τεστ του Βαλερύ: «Η ασυναρτησία του λόγου εξαρτάται από αυτόν που ακούει. Το πνεύμα δεν νομίζω ότι έχει συλληφθεί με τρόπο ώστε να μπορεί να είναι ασυνάρτητο με τον εαυτό του».)

Θέλετε να μάθετε σε τι οφείλεται όλη αυτή ή αντιπατριωτική χολή στο γράμμα μου; Σε ένα λόγο του Προέδρου της Δημοκρατίας, που δημοσιεύεται σήμερα στον Τύπο, όπου εγκαινιάζοντας την Έκθεση Χειροτεχνίας, δήλωσε ότι εμείς οι Περουβιανοί έχουμε την πατριωτική υποχρέωση να θαυμάζουμε το έργο των ανώνυμων χειροτεχνών, οι οποίοι, αιώνες πριν, έπλασαν τα αγγεία του Τσαβίν, ύφαιναν και έβαφαν τα υφάσματα του Παράκας ή έπλεκαν τους μανδύες με τα φτερά της Νάσκα, τα ιερά αγγεία του Κούσκο, ή τους σύγχρονους που κατασκευάζουν τέμπλα του Αγιακούτσο, ταυράκια του Πουκαρά, Χριστούληδες, χαλιά του Σαν Πέδρο ντε Κάχας, αλογάκια από ψάθα της λίμνης Τιτικάκα ή καθρεφτάκια της Καχαμάρκα, γιατί –παραθέτω τον ανώτατο άρχοντα- «η χειροτεχνία είναι η κατ’ εξοχήν λαϊκή τέχνη, η υπέρτατη έκφραση της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας και δεξιοτεχνίας ενός λαού, ένα από τα μεγαλύτερα σύμβολα της Πατρίδας, και κανένα αντικείμενο δεν φέρει την ατομική υπογραφή του δημιουργού του γιατί όλα φέρουν την υπογραφή του συνόλου, της εθνότητας».

Αν είστε άντρας ή γυναίκα με καλό γούστο –δηλαδή εραστής της ακρίβειας-, θα χαμογελάσατε με αυτή τη χειροτεχνο-πατριωτική διάρροια του αρχηγού του κράτους μας. Όσον αφορά εμένα, τη βρήκα βέβαια ανόητη και κοινότοπη, όπως κι εσείς, αλλά μου άνοιξε και τα μάτια. Τώρα ξέρω γιατί απεχθάνομαι όλα τα χειροτεχνήματα του κόσμου γενικά και της «χώρας μου» (χρησιμοποιώ τον όρο για να μπορούμε να συνεννοούμεθα) ειδικότερα. Τώρα ξέρω γιατί δεν έχει μπει και δεν θα μπει ποτέ στο σπίτι μου ούτε περουβιάνικο αγγείο ούτε βενετσιάνικη μάσκα ούτε ρώσικη ματριούσκα ούτε ολλανδέζικη κουκλίτσα με κοτσίδες και τσόκαρα ούτε ξύλινος ταυρομάχος ούτε τσιγγάνα που χορεύει φλαμένκο ούτε ινδονησιακή φιγούρα του θεάτρου σκιών ούτε σαμουράι-παιχνιδάκι ούτε τέμπλο του Αγιακούτσο ούτε βολιβιάνικος διάβολος ούτε καμιά μορφή ή αντικείμενο από πηλό, ξύλο, πορσελάνη, πέτρα, ύφασμα ή ψίχα ψωμιού, κατασκευασμένο εν σειρά, ομοιόμορφα και ανώνυμα, που ιδιοποιείται, έστω και με την υποκριτική σεμνότητα να αυτοαποκαλείται λαϊκή τέχνη, την ίδια την φύση του καλλιτεχνικού αντικειμένου, πράγματος που είναι αποκλειστική επικράτεια της ιδιωτικής σφαίρας, έκφραση της απόλυτης ατομικότητας και, ως εκ τούτου, άρνηση και απόρριψη του αφηρημένου και του ομοιόμορφου, όλων όσα επιζητούν τη δικαίωσή τους, άμεσα ή έμμεσα, στο όνομα μιας υποτιθέμενης «κοινωνικής» καταγωγής. Δεν υπάρχει απρόσωπη τέχνη, κύριε πατριώτη (και μη μου μιλήσετε, σας παρακαλώ, για τους γοτθικούς ναούς). Η χειροτεχνία είναι μια πρωτόγονη, άμορφη και εμβρυακή έκφραση ενός πράγματος που κάποτε –όταν κάποια ειδικά άτομα, αποχωρισμένα από τη μάζα, αρχίσουν να βάζουν τη σφραγίδα τους σ’ αυτά τα αντικείμενα, εμφυσώντας μέσα τους ένα αμεταβίβαστο προσωπικό στοιχείο- θα μπορέσει ίσως να φθάσει την κατηγορία της τέχνης. Το γεγονός ότι ανθεί και βασιλεύει σε ένα «έθνος» δεν θα έπρεπε να κάνει κανέναν υπερήφανο, πολύ λιγότερο δε τους δήθεν πατριώτες. Γιατί η άνθηση της χειροτεχνίας –αυτής της έκφρασης του ομοιόμορφου- είναι σημάδι καθυστέρησης ή παλινδρόμησης, ασυνείδητη επιθυμία να μην προχωρήσουμε σ’ αυτόν το στρόβιλο που συντρίβει σύνορα, γραφικά έθιμα, τοπικό χρώμα, επαρχιακές διαφορές και χωριάτικη νοοτροπία, το στρόβιλο του πολιτισμού. Ξέρω πως εσείς, κυρία πατριώτισσα, κύριε πατριώτη, απεχθάνεστε, αν όχι την ίδια τη λέξη, το περιεχόμενο αυτής της συντριπτικής λέξης. Είναι δικαίωμά σας. Όπως είναι δικό μου δικαίωμα να την αγαπώ και να την υπερασπίζομαι ενάντια σε κάθε εχθρό, παρόλο που ξέρω ότι ο αγώνας είναι δύσκολος και ότι μπορεί να βρεθώ –οι ενδείξεις είναι πάμπολλες- στην πλευρά των ηττημένων. Δεν έχει σημασία. Αυτή είναι η μόνη μορφή ηρωισμού που επιτρέπεται σε εμάς, τους εχθρούς του υποχρεωτικού ηρωισμού: να πεθάνουμε υπογράφοντας με το ονοματεπώνυμό μας, να έχουμε ένα θάνατο προσωπικό.

Θα σας το πω μια και καλή για να φρικιάσετε: η μόνη πατρίδα που τιμώ είναι το κρεβάτι όπου πατά η γυναίκα μου, η Λουκρέσια («Ας νικήσει, ευγενική κυρά, το φως σου / Την τυφλή θλιμμένη νύχτα μου», κατά τον Φράυ Λουίς ντε Λεόν), και το λαμπρό της σώμα η μόνη σημαία ή λάβαρο ικανό να με παρασύρει στις πιο παράτολμες μάχες, και ο μόνος ύμνος που με συγκινεί μέχρι δακρύων είναι οι ήχοι που εκπέμπει αυτή η αγαπημένη σάρκα, η φωνή της, το γέλιο, το κλάμα, οι στεναγμοί της, και, βέβαια (κλείστε τ’ αυτιά σας και τη μύτη σας), οι λόξυγκες, τα ρεψίματα, οι πορδές και τα φτερνίσματά της. Μπορώ ή δεν μπορώ να θεωρηθώ αληθινός πατριώτης, με τον τρόπο μου;