Το παραπάνω ερώτημα έχει σίγουρα περάσει από το μυαλό πολλών μοντέρνων γυναικών του 21ου αιώνα. Και παρότι μπορεί να έχει συζητηθεί πάρα πολύ, ώστε να έχει καταλήξει ένα θέμα τυπικά κλισέ, δεν παύει να απασχολεί ένα σημαντικό ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού που είτε επιλέγει την πορεία μιας επιτυχημένης επαγγελματικής καριέρας ή αργεί να βρεθεί σε μία συναισθηματικά σταθερή και οικονομικά εύρωστη συντροφική σχέση. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι αυτές οι γυναίκες να καθυστερούν την απόκτηση παιδιού, μέχρι και μετά την ηλικία των τριάντα ετών.
Παρόλο που οι περισσότερες γυναίκες εξακολουθούν να έχουν καταμήνια περίοδο έως την ηλικία των πενήντα ετών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γονιμότητα της γυναίκας μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Είναι γνωστό ότι τα ανθρώπινα ωάρια (αυγά) συμμετέχουν στη διαδικασία γήρανσης, με αποτέλεσμα να καθίστανται λιγότερο ικανά να ενωθούν με το σπέρμα και να δημιουργήσουν έμβρυα.
Επιπλέον, τα έμβρυα μεγαλύτερων γυναικών έχουν μικρότερες πιθανότητες εμφύτευσης στη μήτρα από εκείνα νεαρότερων γυναικών. Ανωμαλίες του γενετικού υλικού είναι, επίσης, πιο συχνές σε ωάρια μεγαλύτερων γυναικών, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν είτε σε αποτυχία σύλληψης ή σε αυξημένη πιθανότητα αποβολής ή, τέλος, σε παιδιά με γενετικές ανωμαλίες.
Στην περίπτωση της πιο συχνής γενετικής ανωμαλίας, του συνδρόμου Down (μογγολισμός), μία τριαντάχρονη γυναίκα έχει περίπου 1 στις 850 πιθανότητες να αποκτήσει τέτοιο παιδί, ενώ μια σαραντάχρονη έχει περίπου 1 στις 100. Τα διάφορα γυναικολογικά προβλήματα, όπως η ενδομητρίωση και προβλήματα ωορρηξίας, αυξάνουν με την πάροδο της ηλικίας και μπορεί να μειώσουν τη γονιμότητα της γυναίκας.
Η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών, επίσης, μπορεί να είναι ελαττωμένη σε μεγαλύτερα ζευγάρια και μπορεί να συμβάλλει σε μειωμένη πιθανότητα απόκτησης παιδιού. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι και η ποιότητα του σπέρματος ελαττώνεται με την ηλικία, αν και ένας άνδρας μπορεί να αποκτήσει παιδί ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία.
Η συνεχής πρόοδος της ιατρικής επιστήμης και ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας έχει ενδεχομένως επαναπαύσει πολλές γυναίκες στο ζήτημα της γονιμότητας. Υπάρχει η πεποίθηση, ότι εάν καθυστερήσουν να κάνουν παιδί μέχρι μία πιο ώριμη ηλικία και τότε δεν το καταφέρουν από μόνες τους, η επιστήμη θα μπορέσει εύκολα να τους δώσει το πολυπόθητο αποτέλεσμα.
Αν και χωρίς αμφιβολία υπάρχει στις μέρες μας διαθέσιμη μία ποικιλία τεχνικών υποβοήθησης της γονιμότητας, οι τεχνικές αυτές έχουν στο σύνολό τους και αρκετούς περιορισμούς, ιδιαίτερα σε σχέση με την ηλικία της γυναίκας. Η πιθανότητα επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης (In Vitro Fertilisation) ελαττώνεται με την πάροδο της ηλικίας της γυναίκας, με αισθητή μείωση μετά την ηλικία των τριάντα επτά ετών. Ο πίνακας δείχνει την πιθανότητα απόκτησης παιδιού μετά από μία προσπάθεια εξωσωματικής γονιμοποίησης ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας (δεδομένα Ηνωμένου Βασιλείου, 2005-6).
|
Ηλικία |
Κάτω των 35 |
35-37 |
38-40 |
41-42 |
43 και άνω |
|
Πιθανότητα Τεκνοποίησης |
33% |
27% |
18% |
10% |
4% |
Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι στις μέρες μας η πιο σύγχρονη διαδεδομένη τεχνική υποβοήθησης της γονιμότητας. Παρ’ όλα αυτά, είναι φανερό από τις στατιστικές ότι η ηλικία της γυναίκας παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της τεχνικής και είναι περιοριστικός παράγοντας στις μεγαλύτερες γυναίκες. Φαίνεται ότι η ποιότητα των ωαρίων είναι αυτή που επηρεάζει την επιτυχία της και ότι μεγαλύτερες γυναίκες έχουν χαμηλότερης ποιότητας ωάρια.
Βέβαια, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι οι περισσότερες γυναίκες ξεκινούν να προσπαθούν να κάνουν παιδί από μικρότερες ηλικίες, γύρω στα τριάντα ή τριάντα δύο. Πρέπει, όμως, να λάβουμε υπ’ όψιν ότι ένα ζευγάρι θα προσπαθήσει πιθανώς δύο με τρία χρόνια πριν ζητήσει ιατρική βοήθεια, και ακόμα και μετά την επίσκεψη στο γιατρό, θα περάσει κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες εξετάσεις, ώστε να αποφασιστεί η καταλληλότερη θεραπεία. Συχνά, απλούστερες θεραπείες δοκιμάζονται πριν καταφύγουν η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης, η οποία μπορεί να μην είναι επιτυχής από την πρώτη προσπάθεια. Τελικά, είναι αρκετά συχνό για μία γυναίκα που ξεκινά την προσπάθεια για παιδί λίγο μετά τα τριάντα, όταν αποτυγχάνει, να καταλήγει να δοκιμάζει τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μετά τα τριάντα πέντε έτη.
Τελευταία, έχουν αναπτυχθεί τεχνικές κατάψυξης ωαρίων. Αυτές χρησιμοποιήθηκαν αρχικά σε νεαρές γυναίκες που θα ελάμβαναν χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία στην περιοχή της κοιλιάς, με σκοπό τη χρησιμοποίηση των ωαρίων στο μέλλον, για να επιτευχθεί εγκυμοσύνη, μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η τεχνική αυτή έχει βρει εφαρμογή και σε γυναίκες που για κοινωνικούς λόγους επιθυμούν να καθυστερήσουν την απόκτηση παιδιού για αρκετά χρόνια, με την ελπίδα ότι τα καταψυγμένα ωάρια, όταν αποψυχθούν, θα είναι νεότερα από αυτά που κουβαλούν μέσα τους.
Πέρα από τα διάφορα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από μία τέτοια τακτική, υπάρχουν ακόμα και πρακτικές δυσκολίες στην εφαρμογή της. Πρώτα από όλα, μία καθ’ όλα υγιής γυναίκα που δεν προσπαθεί να μείνει έγκυος υποβάλλεται σε μία ιατρική επέμβαση, για να ληφθούν τα ωάρια, με μικρά αλλά υπαρκτά ρίσκα. Δεύτερον, τα κατεψυγμένα ωάρια δεν έχουν καλές πιθανότητες γονιμοποίησης σε σύγκριση με τα φρέσκα.
Αυτό οφείλεται στο ότι τα ωάρια δεν αντέχουν καλά τις χαμηλές θερμοκρασίες – σε αντίθεση με το σπέρμα και τα έμβρυα που επιβιώνουν χωρίς να παθαίνουν ζημία με την τεχνική της ψύξης και απόψυξης. Από τα μέχρι τώρα υπάρχοντα δεδομένα, η πιθανότητα γονιμοποίησης ενός κατεψυγμένου ωαρίου είναι μεταξύ 10-15%. Πάνω από όλα είναι σημαντικό να τονισθεί ότι αυτή η τεχνική δεν είναι αρκετά δοκιμασμένη ακόμα, ώστε να γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα και κυρίως την υγεία των παιδιών που γεννιούνται μέσω αυτής. Αναφορικά, μέχρι το 2004, μόνο τέσσερα παιδιά είχαν γεννηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο από κατεψυγμένα ωάρια.
Πέρα από την κλασική διαδικασία κατάψυξης ωαρίων, βρίσκεται υπό ανάπτυξη μία καινούργια τεχνική κατάψυξης, που καλείται vitrification. Κατά την τεχνική αυτή, μειώνεται δραστικά ο αριθμός των κρυστάλλων πάγου στο εσωτερικό των ωαρίων, με συνέπεια πολύ λιγότερη πιθανότητα ζημιάς του ωαρίου κατά τη διαδικασία κατάψυξης. Η νέα αυτή τεχνική υπόσχεται πολύ υψηλότερα ποσοστά γονιμοποίησης σε σχέση με την κλασικότερη μέθοδο. Επιπλέον, έχει δοκιμαστεί η κατάψυξη ιστού ωοθήκης και μελλοντική χρησιμοποίηση για λόγους γονιμότητας με όχι καλά, προς το παρόν, αποτελέσματα.
Συμπερασματικά, ενώ ο αριθμός των γυναικών που καθυστερούν να αποκτήσουν παιδί ολοένα και αυξάνεται, η γονιμότητα του ανθρώπινου είδους περιορίζεται από την ηλικία της γυναίκας, έτσι ώστε με συμβιβαστική διάθεση να επιτυγχάνεται η μητρότητα στο πλαίσιο της επαγγελματικής καριέρας. Η σύγχρονη τεχνολογία, παρ’ όλες τις επιλογές που προσφέρει, πάσχει και αυτή από σοβαρούς περιορισμούς και δεν μπορεί, προς το παρόν τουλάχιστον, να εγγυηθεί την εγκυμοσύνη, σε περιπτώσεις που αυτή δεν επιτυγχάνεται με το φυσικό τρόπο.
Διαβάστε περισσότερα www.gynaikologos.net
Το κείμενο υπογράφει ο Δρ. ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ MD(London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Χειρ. Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου
