Ελπίδες σε χιλιάδες δανειολήπτες που υπέγραψαν δανειακές συμβάσεις με τις τράπεζες σε ελβετικό φράγκο, γεννά απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας η οποία έρχεται σε ευθεία κόντρα με την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που είχε ταχθεί υπέρ των τραπεζών, «θάβοντας» τις προσδοκίες τους για δικαίωση.
Η απόφαση του Πρωτοδικείου παρότι δεν δημιουργεί αυτή τη στιγμή έννομα αποτελέσματα για τους δανειολήπτες, εν τούτοις ανοίγει το δρόμο προκειμένου να κερδίσουν μία μάχη η οποία έδειχνε χαμένη μετά την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, υιοθετώντας ουσιαστικά το σκεπτικό της μειοψηφίας στην Ολομέλεια των αρεοπαγιτών περί καταχρηστικότητας των όρων που διέπουν τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις, αμφισβήτησε εμμέσως πλην σαφώς την κρίση της πλειοψηφίας που είχε απορρίψει αίτηση δανειολήπτριας.
Υπενθυμίζεται πως ο Άρειος Πάγος, με σημαντική πλειοψηφία είχε αποφανθεί ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Για το λόγο αυτό είχε απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης της δανειολήπτριας.
Παρά την αρεοπαγητική απόφαση όμως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν έσπευσε να «κλείσει» την υπόθεση αλλά αντίθετα, κατά πλειοψηφία με ψήφους 2 έναντι 1, απηύθυνε μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Έως ότου, δοθούν οι σχετικές απαντήσεις, το δικαστήριο ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης.
Οι δύο πλειοψηφούντες δικαστές φάνηκε ότι ενστερνίζονται την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σχετικά με τη δυνατότητα ελέγχου καταχρηστικότητας των όρων των δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο. Όπως μάλιστα τονίζεται στην απόφαση, τα Ελληνικά δικαστήρια μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών, οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου.
Τα προδικαστικά ερωτήματα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) είναι τα εξής:
1) Κατά την έννοια του άρθρου 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ που προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, μπορεί ένα κράτος μέλος να μην ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο και ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου;
2) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της Οδηγίας 93/13/ΕΚ αν και δεν εισήλθε ρητά στο Ελληνικό δίκαιο εισήλθε έμμεσα σύμφωνα με το περιεχόμενο των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω Οδηγίας, όπως αυτό μεταφέρθηκε στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 22541/1994;
3) Στην έννοια των καταχρηστικών όρων και του εύρους τους όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 93/13 περιέχεται η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της οδηγίας 93/13;
4) Καταλαμβάνεται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας γενικού όρου συναλλαγής κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, ο όρος σε πιστωτική σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο κανόνα ενδοτικού δικαίου του κράτους μέλους, εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγμάτευσης;
«Νησίδα ελπίδας για όλους τους δανειολήπτες, των οποίων οι προσδοκίες δικαίωσης είχαν εξανεμιστεί μετά την απόφαση 4/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου», χαρακτηρίζει την απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δανειολήπτη Βασίλης Ηλ. Κοντογιάννης.
«Η απόφαση «απηχεί» τόσο την άποψη της “ισχυρής μειοψηφίας” της Σύνθεσης της Ολομέλειας του ΑΠ, όσο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα και ισχυροποιεί την επιθυμία για εξεύρεση μιας δικαιοπολιτικά ορθής λύσης σε αυτό το μείζον κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα, το οποίο κατέστησε ομήρους χιλιάδες», τονίζει σε δήλωσή του ο κ. Κοντογιάννης, θεωρώντας ιδιαίτερα σημαντική την εξέλιξη αυτή.