Είμαι πολύ καλά

Σε σκέφτομαι συχνά

Σε αγαπώ πολύ…με αγάπη «φιλική»

Τραγουδούσα στο Γιάννη. Θα άναβε το τσιγάρο, θα το ρουφούσε αργά και με την εκπνοή του καπνού θαρρείς και άδειαζε από τα προβλήματά του.

Έλα πες μου κάτι δικό σου… ήθελε την ποιήτρια να βγάλω από μέσα μου. Αυτή την πλευρά του εαυτού μου που μόνο εκείνος γνώριζε. Κάτι σαν τη σκοτεινή πλευρά της σελήνης ένα πράγμα.

Με ύφος Κατίνας Παξινού μέσα σε καπνούς ξεκινούσα την απαγγελία… Το θέατρο της Δευτέρας! «Έχεις ταλέντο μην το γελάς!» Επίσης μόνο στον καλύτερο μου φίλο άρεσαν τα στιχάκια που σκάρωνα και τα βάπτιζα ποίηση:

Καπνός μέσα στο δωμάτιο

Το τασάκι γεμάτο.

Είναι η Χαρούλα στο ράδιο

που με στέλνει στον πάτο.

«Η αγάπη είναι ζάλη..»

Μεθυσμένα. Και μπανάλ. Γιατί νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο μπανάλ τρόπος να εξομολογηθείς τον έρωτά σου στο επί χρόνια αντικείμενο του πόθου σου από το να γίνεις γκολ και να ξεράσεις πάνω του -κυριολεκτικά και μεταφορικά- όλα όσα μέχρι τότε κρατούσες καλά κρυμμένα. Ας μην είμαι απαξιωτική όμως.

Αυτό το άχαρο, χιλιοπαιγμένο ξεκίνημα σχέσης είχε και τη θετική του πλευρά. Εμένα στην αγκαλιά του Γιάννη, στις τουαλέτες του Sosialista, μ’ εκείνον να μου πλένει το πρόσωπο (τρυφερά), να με μαλώνει (τρυφερά) που πάλι ανακάτεψα τα κοκτέιλ, μεγάλη κοπέλα, και να μου χαϊδεύει τα μαλλιά (ναι, ναι, τρυφερά, πιο τρυφερά δεν γινόταν), ψιθυρίζοντάς μου στ’ αφτί ότι δεν θα με αφήσει ποτέ.

Φαντάσου τώρα ένα άλλο σενάριο. Στη θέση του Γιάννη να βρίσκεται ένας άγνωστος, ένας γοητευτικός ξένος, που η μοίρα έριξε στο δρόμο μου μια νύχτα που τα άστρα προοιωνίζονταν τη γέννηση ενός έρωτα. Πίνω, ξαναπίνω, πίνω λίγο ακόμη και του εξομολογούμαι τον έρωτά μου.

Διαπιστώνω ότι ανάμεσα στα δικά μου και τα δικά του άστρα υπάρχει μια βαθιά ασυμφωνία, αφού το μόνο που προοιωνίζονται τα δικά του άστρα είναι η γέννηση μιας ιστορίας με τίτλο «Η τρελή που ήπιε το Βόσπορο και ήθελε και έρωτες», την οποία και διαδίδει από το επόμενο κιόλας μεσημέρι ως αστικό μύθο στα υψίπεδα της Σκουφά.

Μπανάλ, ξεμπανάλ, όπως βλέπεις τα θετικά του να τα φτιάχνεις με τον καλύτερό σου φίλο ξεκινούν ήδη από το πρώτο λεπτό που αποφασίζεις ότι, πάει, αυτός είναι, αυτόν θέλεις, όλοι οι άλλοι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

Τελικά είναι υπέροχο να τα «φτιάχνεις» με τον κολλητό σου. Τάδε έφη η αφεντιά μου και όποιος προσπαθήσει να με πείσει για το αντίθετο θα φάει κατάμουτρα το super success story μου και θα είναι όλο δικό του. Και θα ξεκινήσω από το προφανές. Όταν τα φτιάχνεις με τον κολλητό σου, τα φτιάχνεις με έναν άνθρωπο που ΗΔΗ αγαπάς. Πόσο πιο σούπερ απ’ αυτό μπορεί να γίνει;

Μιλάμε για τρελό μπόνους, απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις: χρόνο, κόπο, μ’ αγαπά-δεν μ’ αγαπά, οικονομία στις μαδημένες μαργαρίτες, που είναι και πολύ οικολογικό. Σαν να λέμε ότι είσαι 6 χρόνων και μ’ ένα μαγικό τρόπο, εκεί που τα άλλα παιδάκια πασχίζουν να καταλάβουν το 1+1=2, εσύ λύνεις διαφορικές εξισώσεις, γιατί -λέει- οι γονείς σου ήταν εμπνευστές μιας νέας μεθόδου υπνοπαιδείας κι ενώ εσύ κοιμόσουν μάθαινες άλγεβρα.

Έτσι, για να γυρίσουμε στο θέμα μας, εκεί που οι άλλοι ξεκινούν με στόχο να φτάσουν κάποια στιγμή στο να αγαπούν και να αγαπιούνται απ’ αυτό το μυστήριο καινούριο πλάσμα που μπήκε στη ζωή τους, εσύ βρίσκεσαι ήδη εκεί, το ‘χεις! Τον αγαπάς και σ’ αγαπάει.


Αυτή η αλλαγή αντίληψης σε κάποιους συμβαίνει απότομα, σαν να πάτησαν ένα διακόπτη και ξαφνικά ο πρώην καλύτερος φίλος να λούστηκε με νεραϊδόσκονη και να αδυνατούν να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλο – πώς στο καλό τα κατάφερναν τόσα χρόνια και έμεναν μακριά ο ένας από τον άλλο.

Για κάποιους άλλους, πάλι, η συγκεκριμένη διαδικασία είναι πιο μπελαλίδικη και απαιτεί συνειδητή προσπάθεια. Είναι ο Γιάννης -πρώην ομάδα σου στα αγαλματάκια ακούνητα-αμίλητα-αγέλαστα- από πάνω σου. Πάει να σε αγγίξει και άξαφνα θυμάσαι τον Γιάννη στην Γ΄ γυμνασίου, με τα σιδεράκια γεμάτα φύλλα από τυρόπιτες και το πρόσωπο με ακμή σε έξαρση. (Διώχνεις την εικόνα, αυτή ξανάρχεται.) Και να ιδρώνει. (Ζάπινγκ στην εικόνα, ΞΟΥ ΞΟΥ, τίποτα, δεν λέει να φύγει.) Κι εκεί χάνεις το ρυθμό, γιατί θυμάσαι ότι το παρατσούκλι του Γιάννη τον καιρό εκείνο δεν ήταν lover boy αλλά pizza boy. Λόγω της ακμής. Κι εκεί ξεκινά μια εξωσωματική εμπειρία.

Ο επικριτικός εαυτός σου ίπταται πάνω από τα μπλεγμένα κορμιά σας και αναρωτιέται: «Μα καλά, ΕΣΥ με το pizza boy; Τσ τσ τσ τσ!». Πιθανότατα ο Γιάννης έχει αντίστοιχου τύπου ερωτηματικά, αφού μην ξεχνάς ότι σε έχει δει με μαλλί κοκοράκι, μανίκι νυχτερίδα, πλαστικό υπερμεγέθη κρίκο σκουλαρίκι και γκέτα, με στιλιστικό πρότυπο τη Σοφία Αλιμπέρτη πολύ πριν τα φτιάξει με τον Αλέξανδρο Παρθένη, όταν τα είχε με τον Σταμάτη Γαρδέλη, if you know what I mean.

Εδώ είναι που πρέπει να δείξεις αυτοσυγκράτηση και να τραβήξεις τον ξινό εαυτό στη θέση του. Ίσως και να επαναλάβεις 100 φορές από μέσα σου σαν να αυθυποβάλλεσαι «Γιάννη, σε ποθώ για σήμερα, για αύριο, για πάντα». Εκεί γύρω στην 20ή φορά θα μπερδευτείς με το μέτρημα, ο Γιάννης θα καταλάβει ότι το μυαλό σου είναι οπουδήποτε αλλού εκτός από αυτόν, θα ξενερώσει κι αυτός, θα περάσετε τουλάχιστον 30δεύτερα αμηχανίας.

Αν το παραπάνω σου συμβεί πάνω από τρεις φορές, μάλλον η απόφασή σου να περάσεις πιστή στη φιλία σου με τον Γιάννη ήταν λανθασμένη.

Εντάξει, δεν ισχυρίζομαι ότι η κατάσταση έχει μόνο θετικά. Ήρθε η ώρα να σου αποκαλύψω το πρώτο, το χειρότερο και το μεγαλύτερο, κατά την άποψή μου, μειονέκτημα του να τα φτιάχνεις με τον καλύτερό σου φίλο: τις πρώην του.

Αν είσαι ένα νορμάλ κορίτσι που βγαίνει με νορμάλ αγόρια και όχι η Αντζελίνα Τζολί, το πιο πιθανό είναι ότι η σχέση σου με τις πρώην όλων των προηγούμενων πρώην σου είναι όπως η δική μου με τις μπλούζες που έχουν εξωτερικές βάτες: ανύπαρκτη, βασισμένη στην άγνοια.

Κάπου, κάποιος, κάποτε έτυχε να μου πει ότι υπάρχουν μπλούζες με εξωτερικές βάτες. Ε, και; Από τη στιγμή που δεν χρειάζεται να τις φοράω, ας υπάρχουν. Σωστά; Λοιπόν, αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις. Όλα τα καλά που έχει η σχέση με τον καλύτερό σου φίλο ωχριούν μπροστά στον ανεξέλεγκτο τρόμο που προκαλεί το κεφάλαιο «Πρώην». Πολύ απλά γιατί αυτό το κεφάλαιο το ξέρεις απέξω κι ανακατωτά, πιθανότατα με λεπτομέρειες που τώρα εύχεσαι να μην τις είχες μάθει ΠΟΤΕ.

Αντίστοιχα κι εκείνος γνωρίζει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες διάφορα ταπεινωτικά data για εσένα και το ερωτικό σου παρελθόν, πιθανότατα και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές αυτού του παρελθόντος, αυτοπροσώπως. Όπως κι εσύ άλλωστε, που ενώ παλιότερα υποστήριζες τη Φαίη (τι να κάνει άραγε;), γιατί αφενός σου φαινόταν κορίτσι-σπαθί και αφετέρου ήθελες κάποια στιγμή να της εκμαιεύσεις κανένα τρικ, κανένα κόλπο, κανένα ακροβατικό. Εν αντιθέσει με σήμερα, άμα τύχει και τη συναντήσετε καμιά φορά θέλεις να της δώσεις μια μες στα μούτρα, έτσι για να δει αυτή. Που υπήρξε.

Γενικά η έννοια του μυστηρίου δεν παίζει πολύ στη συγκεκριμένη σχέση. Όλα είναι στον αέρα εδώ και πολύ- πολύ καιρό, από τότε που εγώ κι ο Γιάννης ήμασταν το ζευγάρι που σάρωνε τα βραβεία στους διαγωνισμούς χορού με το τραγούδι Lost in the Night, του Κώστα Χαριτοδιπλωμένου. Τόσο πολλά χρόνια πριν, που η γνωριμία μας χάνεται στα βάθη της ιστορίας.

Και για μένα αυτό το στοιχείο ήταν λίγο δύσκολο να το διαχειριστώ, αφού είμαι από τα κορίτσια που τον άντρα τον θέλουν πολλά βαρύ και όχι, λίγα να μου λέει, τίποτα να μην καταλαβαίνω, πολλά να φαντάζομαι. Έτσι, οι άντρες με τους οποίους έβγαινα ήταν πάντοτε τύποι που λες και είχαν ξεπηδήσει από φιλμ νουάρ, έκαναν κάτι περίεργες δουλειές που τους κρατούσαν μακριά μου για καιρό ή ήταν απλώς πολύ απασχολημένοι με τη συντήρηση του προσωπικού τους μύθου και σκοπίμως επινοούσαν διάφορες τρελές ιστορίες για να μένουν μακριά μου.

Φυσικά, όσο μυστήριοι ήταν οι τύποι που επέλεγα να σχετίζομαι, άλλο τόσο μυστήρια τους πλασαριζόμουν κι εγώ. Πολλές σιωπές, λίγη πληροφορία κι αυτή, όσο μπορούσα, ανεπιβεβαίωτη. Με λίγα λόγια, απόσταση. Έδειχνα ένα κομμάτι μου μόνο κι όταν ο άλλος απαιτούσε περισσότερα, έφευγα.

Πώς να το κάνω όμως αυτό στον… κολλητό μου; Τι απόσταση να κρατήσω από τον Γιάννη; Ξέρει πού μένω, πόσες ρυτίδες χαράζουν το μέτωπό μου κάθε φορά που πεισμώνω, τον τρόπο που τρέμει το κάτω χείλος μου όταν με πιάνει το παράπονο κι ετοιμάζομαι να μπήξω τα κλάματα. Ξέρει εμένα. Και μ’ αγαπάει γι’ αυτό που είμαι.

Ουφ, πάλι θετικά κατέληξα να λέω. Δεν πειράζει, γιατί ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που βιώνω στη σχέση μου με τον Γιάννη είναι η βεβαιότητα ότι μ’ αγαπάει όχι γι’ αυτό που θέλει να είμαι, αλλά γι’ αυτό ακριβώς που είμαι.

Κι όσο για το μυστήριο… Είναι περίεργο, αλλά μέχρι τώρα δεν μου έχει λείψει. Γιατί το πόσο νιώθεις ότι γνωρίζεις έναν άνθρωπο δεν εξαρτάται από το πόσα χρόνια τον γνωρίζεις στην πραγματικότητα, αλλά από την αύρα του και κυρίως από τον τρόπο που έχει να σου κρατάει ή όχι το ενδιαφέρον κάθε μέρα που περνάει.

I love you Γιάννη… Ακόμη κι αν δεν γίνουμε ποτέ κανονικό ζευγάρι και απλώς μείνεις ένα ακόμη απωθημένο στη ζωή μου…