Στο κατάστρωμα οι δύο γελοίοι, οι οποίοι ήταν αξιόλογα άτομα τελικά, συζητούν με την Σίσσυ.
“Πού πάτε, λέγε!” τη ρωτούν.
“Μύκονο. Αυτό που είπε η φίλη σας. Εσείς;”
“Χίο.”
“Δεν πηγαίνει το καράβι στην Χίο…” λέει η Σίσσυ.
“Αποκλείεται. Από εκεί είναι οι γονείς μας. Λέτε να μην ξέρουμε; Χρόνια κάνουμε τη διαδρομή.”
Έντρομη η Σίσσυ τρέχει προς τον John-John. “Πάμε γρήγορα να βρούμε τα κορίτσια. Πρόβλημα. Mayday Mayday…” τον τραβάω μέσα.
Στα μισά του δρόμου συναντούν τα κορίτσια… “Χαμός, πήραμε λάθος πλοίο…” αρχίζουν και μιλάνε όλοι μαζί. Συνεννόηση τσιμέντο εν ολίγοις. Ένα καράβι παρακολουθεί το θέατρο του παραλόγου.
Από τα μεγάφωνα του πλοίου οι επιβάτες πληροφορούνται ότι φθάνουν στην Κω.
“Τι θα κάνουμε; Θα κατέβουμε ή όχι;” λέει η Σίσσυ.
“Μα για να δούμε τα εισιτήρια. Πώς μας άφησαν να μπούμε αν ανέγραφαν πάνω Μύκονο. Θα μηνύσουμε την εταιρεία” ουρλιάζει ο John-John.
“Τα εισιτήρια γράφουν “Κω”. Άρα σωστά μπήκαμε.” ο φωστήρας Αλέξις.
“Εμ, δεν μου θέλατε τη Λειβαδιά που έχει κάτι σουβλάκια, να με το συμπάθιο!” λέει η Λάουρα και δείχνει με το χέρι της.
“Πώς ξέφυγες από την Μύκονο pink panther;” βρήκε ώρα ένας επιβάτης παρά το βάρος της βαλίτσας του να πειράξει το καυτό ροζ σόρτς.
“Άει παράτα…” σταματά και βλέπει τους δυο πρώην συμπαίκτες της στην ξερή, τους Κωότες με τον ποδοσφαιριστή!
“Γεια… Εδώ κατεβαίνετε; Κι εγώ!” και αφήνοντάς μας άφωνους τους ακολουθεί.
«Καλέ που πάει αυτή;» λέει η Σίσσυ.
«Κοίτα τώρα να δούμε τι θα κάνουμε, Κάνε κανένα μαγικό, εν ανάγκη πάρε τηλέφωνο εκείνον τον φίλο σου, τον Πολ που έχει φτάσει στο Ρέικι 4 να μας σώσει…» η Αλέξις με τις φαεινές της ιδέες.
“Θα πάρω την κυρία Ελένη την ξεδοντιάρα από το ταξιδιωτικό και θα την βρίσω. Ακούς εκεί; Πέρυσι απλώς δεν μας έβαλε σε διπλανές θέσεις. Πρόπερσι μας έκλεισε στην Ρένας στα Κύθηρα, σαν να είχα πάει διακοπές στα Πατήσια και φέτος αυτό… Παραπάει.”
Η κυρία Ελένη άφαντη. Όπως μας ενημέρωσε ο Μπάμπης, γραμματέας της και κρυφός της θαυμαστής, έλειπε Ντουμπάι. “Είναι επείγον; Είχε και δεύτερη περίοδο μέσα σε δύο μήνες και ήταν χάλια!” μας δικαιολογούσε τα αδικαιολόγητα.
Ο απομηχανής κακός δεν άντεξε και ξέσπασε, “Μας κοροϊδεύετε, κύριε Μπάμπη μου; Η κυρία Ελένη έχει μπει προ δεκαετίας στην εμμηνόπαυση… Έλεος.” Βουβή η γραμμή.
Είχαμε μείνει μόνο τρεις. Λάουρα είχε κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.
Θα κατόρθωνε να έχει σχέση με τρεις ταυτόχρονα.
Αλλάξαμε τα εισιτήρια και μπήκαμε στο καράβι πάλι για τον πιο κοντινό κυκλαδίτικο προορισμό. Σε δύο ώρες θα βλέπαμε το ναυάγιο του Sea Diamond.
Ο Μπάμπης του ταξιδιωτικού μας διαβεβαίωνε ότι θα μας κλείσει τουλάχιστον ένα “καλό” δωμάτιο στη Σαντορίνη για αποζημίωση. Αν και πλέον δεν πιστεύαμε τίποτα.
Είμαστε στη Σαντορίνη. Πληρότητα 97%. Μια μικρή φωλιά υπήρχε και για μας.
Από δίπλα μας και οι γελοίοι των φωτογραφιών. Δεν έλεγαν να μας αποχωριστούν.
“Το δωμάτιο είναι στο δρόμο για τη χώρα, στο Φηροστεφάνι. Ένα καινούριο ξενοδοχείο. Τώρα έκανε ανακαίνιση. Ο ιδιοκτήτης έδωσε 2.000.000 ευρώ. Μέχρι και τρενάκι έχει”, μας πληροφορεί με διακοπές στη γραμμή από το Ντουμπάι η κυρία Ελένη…
“Με ακούτε; Συγγνώμη και πάλι για την ταλαιπωρία, αλλά ένεκα που έχω κι αυτό το ορμονικό… Και τότε που σας έκλεισα τα εισιτήρια είχα περίοδο όπως τώρα. Πονάω!Συγγνώμη, ε;”
Δεν σταματούσε αυτό το παραμύθι η “Σάρα”. Σαν καραμέλα τη χρησιμοποιούσε την περίοδο, γι’ αυτό μάλλον της έπεσαν και τα δόντια και αναγκάζεται να μιλά μονίμως με το χέρι στο στόμα αναπαριστώντας την Μαντόνα στο Vogue, όπως είχε πει και ο απομηχανής κακός πάλι, ο John-John.
Παίρνουμε ένα ταξί για να πάμε στο Φηροστεφάνι. “Απόψε θα βγω και θα τα σπάσω” ονειρευόταν ο John-John.
“Θέλω να φάω μια φαχίτας σαν τις δικές μου με καραμελωμένα
φουντούκια κάτω από τον καυτό ήλιο!” προσέθετε η Αλέξις.
“Σταμάτα κι εσύ τις φωτογραφίες. Μας ζάλισες!” λέει στην Σίσσυ η πεινασμένη για φαχίτας.
Λίγο πριν φτάσουμε στο ξενοδοχείο ο ταξιτζής μας αφήνει με τις βαλίτσες και φεύγει κάνοντας τον σταυρό του. Μια επιβλητική εκκλησία. Έχει πλάκα να μείνουμε σε μοναστήρι, σκεφτόμασταν αλλά δεν το έλεγε κανείς δυνατά.
“Ε, κύριε πού είναι το ξενοδοχείο Hotel Apolafsi…” και φτύνοντας τον κόρφο του λέει, “Αυτού!”
Μέχρι και καρδιτσιώτη ταξιτζή βρήκαμε στην Σαντορίνη, τι άλλο θα ζούσαμε;
Περιμέναμε το τρενάκι, αλλά μάλλον εκτροχιάστηκε γιατί δεν φάνηκε ποτέ.
Σπρώξαμε μια πόρτα και βρεθήκαμε σε έναν τεράστιο χώρο όπου υπήρχε μια πισίνα από την εποχή της Έλενας Ναθαναήλ.
Αντί για γκαζόν υπήρχε Βιοκαρπέτ σε χρώμα χλόης.
Απορία John-John, “Το κουρεύουν κιόλας;”
Μερικοί γέροι όλοι φίλοι της Άγκαθα Κρίστι έπαιζαν Μπριτζ δίπλα στην πισίνα.
Μας υποδέχθηκε ένας Ινδός, μάλλον λέμε θα είναι ο pool-boy. Ήταν ο ιδιοκτήτης τελικά.
“Γκαλησπέρα” αυτός.
“Γκαντισπέρα…” λέει για πλάκα η Αλέξις.
“Για σεμινάριο;”
“Ποιο σεμινάριο; Εμείς ήρθαμε για το δωμάτιο” του λέμε.
“Ναι, ντιαλογισμό;”
Δεν καταλαβαίνει ο Ινδός. Ά, ρε Μαγγίνας που του χρειάζεται.
“Κύριε εμείς είμαστε για να μείνουμε απόψε στο δωματιάκι σας…” κι εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μια γάτα.
“Sorry, ντικό μου πατέρα. Μετεμψύχωση… Πιστεύετε;”
“Εμείς sorry! Ποιος πατέρας;” λέει ο John-John.
“Νέα ζωή πατέρα ντικό μου γάτα…”
“Με πέταλα ή χωρίς;”
“Sorry;”
“Μας σόρριασες; Δυο κρεβάτια για να απλώσουμε το κορμάκι μας κύριε Ινδέ μου με τον γατοπατέρα… Από το ταξιδιωτικό της κυρίας Ελένης.”
“Πες έτσι νεαρέ. Κατάλαβα!”
Η γάτα παίρνει μια βαλίτσα, ο John-John τα παίρνει στο κρανίο και η Σίσσυ ουρλιάζει καθώς βλέπει μέσα από τη φωτογραφική της μηχανή την αύρα του Ινδού να είναι πολύχρωμη…
«Δεν θα ανοίξουν ποτέ τα τσάκρα μου».
Μπαίνει μέσα από μια πόρτα μεγαλεπήβολη και μας βάζει σε ένα δωμάτιο. Τοίχοι λευκοί… Πώς λέμε minimal; Καμία σχέση.
Διακόσμηση λιτή.
Δύο κρεβάτια. Δηλαδή δυο σανίδες με καρφιά. Για αντοχή στον πόνο είπε το Ιντό και έφυγε με την γάτα του. Πού θα κοιμόταν η Αλέξις; Στο όρθιο κρεβάτι. Είναι η στάση ύπνου αλόγου!
Η κυρία Ελένη πρέπει να τους είχε καταραστεί. Τυχερή η Λάουρα που έμεινε Κω. Τουλάχιστον θα κοιμόταν αναπαυτικά εκείνο το βράδυ. Στα πούπουλα θα την είχαν.
Πρωί-πρωί το πλοίο ήλπιζαν να τους βγάλει στη Μύκονο. Έμοιαζε με την γη της Επαγγελίας για τους ταλαίπωρους τουρίστες. Άϋπνοι από τα ουρλιαχτά των βουδιστών του ανακαινισμένου ξενοδοχείου έπιναν τον καφέ τους στο
λιμάνι.
Σαν έφθασε το πλοίο μπήκαν ταλαιπωρημένοι. Πάνε οι φωτογραφίες για facebook και οι κουκλινίστικες στάσεις. Σε δύο ώρες θα έλιαζαν το κορμί τους στην Ψαρρού.
Στριμώχνονται όπως-όπως στο κατάστρωμα, όταν άκουσαν τους διπλανούς τους να συζητούν για τις υπέροχες διακοπές που θα ζήσουν στο Ρέθυμνο!
“Συγγνώμη παιδιά, πού πηγαίνει το πλοίο;” ρωτά ο υποψιασμένος Γιάννης -πια- από John-John.
“Κρήτη!” λέει ο μαυροπουκαμισάς. “Εγώ είμαι από τα Ζωνιανά!”
“Θέλω να κατέβωωωωωωω…” φωνάζει ο Γιάννης –πια- και όχι John-John.
Ετοιμάζεται για μια βουτιά στα νερά του Αιγαίου. Τα κορίτσια έτοιμα να κλάψουν μιλούν στο τηλέφωνο με την τρισ-ευτυχισμένη Λάουρα ή pink panther.
Από τα μεγάφωνα ο καπετάνιος φωνάζει, “Προσοχή, προσοχή. Δεν είναι άσκηση. Όλοι στις σωσίβιες λέμβους. Πάρτε σωσσίβια. Βυθιζόμαστε….”
Όλοι μαζί: «Η κατάρα του Ινδού. Ανάθεμα το Ρέικι μου…Τυχερή Λάουρα!»
