Πάντα θαύμαζα τις δυναμικές γυναίκες. Δεν ήταν μόνο αυτές που είχαν καταφέρει να είναι πρώτες στη δουλειά τους, αλλά κι εκείνες που είχαν καταφέρει να κρατήσουν την οικογένειά τους ενωμένη.

«Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω σαν τη Μελίνα Μερκούρη», έλεγα και μετά το ξανασκεφτόμουν, «Μάλλον προτιμώ την κυρία Σοφία, που μένει δίπλα στη γιαγιά. Όταν έχασε τον άνδρα της έγινε μάνα και πατέρας γι’ αυτά.»

Μου κέντριζε το ενδιαφέρον η γυναικεία φύση. Η δύναμη που πηγάζει θαρρείς από τα σωθικά της. Από γατούλα μεταμορφώνεται σε ύαινα. Μπορεί μια γυναίκα να αλλάξει τον κόσμο, να κινήσει βουνά και να φέρει τα πάνω κάτω!

Ο ύμνος των γυναικών είναι το τραγούδι της Ελένης Βιτάλη, «Μια γυναίκα μπορεί τη ζωή σου να αλλάξει…»

Όλα αυτά δεν θα τα είχα σκεφτεί αν…

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ετοιμαζόμουν για την προαγωγή μου. Κάθε μέρα σχεδόν έκανα πρόβα στον καθρέφτη τον λόγο μου την ημέρα της παρουσίασης.

«Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι… Θέλω να σας ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη που μου δείξατε. Ελπίζω να φανώ αντάξια των προσδοκιών σααααςςςςς…. Μα, τι στο καλό είναι αυτό το εξόγκωμα;» σκέφτηκα φωναχτά.

Λίγο πιο πάνω από το στήθος, στα νοτιοδυτικά της μασχάλης είχε ξεφυτρώσει το όρος Αραράτ. Ένα βουναλάκι με την υφή πορτοκαλιού. Όσο κι αν το πίεζα δεν εξαφανιζόταν. Σήκωνα το χέρι μου, τέντωνα τη μασχάλη μου και έκανα την δική μου ανάβαση… εξερευνώντας περίεργα μονοπάτια.

«Αναθεματισμένη αποτρίχωση. Ξυράφι και πάλι ξυράφι! Μου ερέθισε την περιοχή η βλαμμένη, η άχρηστη!» και συνέχισα για λίγο να βρίζω την κακομοίρα την αισθητικό και το κερί της.

Πήρα τρεις βαθιές ανάσες, έκλεισα τα μάτια και συγκεντρώθηκα πάλι στο έργο μου. «Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι. Θέλω να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνετε. Θα παλέψω για το καλό της εταιρείας… Όχι, κάτι λιγότερο αγωνιστικό, περισσότερο προσωπικό. Θα πω το πρώτο!» Καθαρίζω το λαιμό μου και συνεχίζω να επαναλαμβάνω ακούραστα το μικρό μου λογύδριο για την προαγωγή μου.

«Μπράβο αγάπη μου, καλά τα καταφέραμε!» είπα στον εαυτό μου. Του έριξα ένα πεταχτώ φιλάκι. Το άξιζα.

Το μυαλό μου είχε κολλήσει στο σπόρο πορτοκαλιού που τώρα είχε αρχίσει να με πονά. «Άραγε θα ξεχωρίζει με το νέο μου Chanel ταγεράκι;» αγωνία που την είχα.

Όλα ήταν έτοιμα για την μεγάλη μέρα… Είχα παλέψει πολύ για αυτή την προαγωγή. Είχα δουλέψει σκληρά. Μια γυναίκα στην κορυφή της μεγαλύτερης ναυτιλιακής εταιρείας της Ελλάδος. Άξιζε τις θυσίες μου. Ούτε σύζυγο ούτε παιδιά, μόνο μια γάτα.

 

Μια κατάλευκη γάτα Αγκύρας, όμοια με του πασά από τα Ιωάννινα να κοσμεί το minimal σαλόνι μου. Και το κόκκινο στίγμα της. Ένα κολάρο Dior με το όνομά της, Lousi. Της άξιζε κι εκείνης για την συντροφιά που μου έκανε.

Νιαούριζε γλυκά σαν να ήθελε να μου υπενθύμιζε ότι ήταν ώρα για ύπνο κάθε φορά που ξενυχτούσα στον υπολογιστή για να ετοιμάσω παρουσιάσεις… «Λατρεμένη Lousi!» της χάιδευα το τρίχωμά της.

Το ογκίδιο μέσα στο μυαλό μου είχε πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας. Σε λίγο θα παρέσυρε τη ζωή μου ολόκληρη.

«Λύδια, θέλω να σε ρωτήσω κάτι; Μπορεί μια αποτρίχωση στην μασχάλη να σου προκαλέσει ερεθισμό και να σου δημιουργήσει ολόκληρο καρούμπαλο;»

Είναι δυνατόν να παίζω στα δάχτυλα τη ναυτιλία και στα γυναικεία ζητήματα να είμαι τόσο σκράπας; Κι όμως τον ύπνο του δικαίου, ροχάλιζα κιόλας. Τέτοια άγνοια.

Η φίλη μου και γυναικολόγος μου, Λύδια, φρόντισε με δυο κουβέντες να με στείλει κατ’ ευθείαν… στο ιατρείο της. «Καλησπέρα, Πατεράκη για ένα ραντεβού με τη γιατρό και το συντομότερο παρακαλώ!» είπα στην άτυχη τηλεφωνήτρια με ύφος 1000 καρδιναλίων.

«Ναι, βεβαίως. Τι λέτε για αύριο στις 18.45; Μόνο εκείνη την ώρα μπορεί η γιατρός».

«Αύριο; Στις 18.45; Τι λες κοριτσάκι μου, εγώ αύριο τέτοια ώρα θα κάνω prova generale στην παρουσίαση της εταιρείας μου. Θα γίνω δεσποινίς Διευθυντής…» σκέφτηκα.

«Ναι, με ακούτε; Δεν μου είπατε να το βάλω το ραντεβού;» επέμενε η ενοχλητική φωνή στο αυτί μου.

«Ναι…» κενό!

Και η παρουσίαση, ο λόγος μου; Αυτή η αναγκαστική μαστογραφία. Δεν έπαιρνε αναβολή, είχε πει η Λύδια.

Πήγα δυο ώρες νωρίτερα στο ραντεβού, μήπως γίνει κανένα θαύμα. Τα αποτελέσματα θα τα είχα στα χέρια μου την επόμενη εβδομάδα…

Είχα γεράσει… Εγώ μαστογραφία; Εγώ να τρέχω σε γιατρούς; Εγώ μόνο σε ραντεβού με εφοπλιστές, ναυτιλιακούς συμβούλους και δικηγόρους ναυτικού δικαίου… Όπως ο Νίκος, η κρυφή μου σχέση που με παράτησε, «Εσύ είσαι παντρεμένη με τη δουλειά σου; Μείνε με αυτή!»

Και έκτοτε είμαι μόνη. Εγώ και η γάτα μου. Τώρα θα είχα και άλλη παρέα… Το ογκίδιό μου.

«Μάλλον καρκίνος του μαστού. Όλα αυτό δείχνουν» έβγαλε το ιατρικό ανακοινωθέν η Λύδια.

«Καρκίνος; Εγώ καρκίνο; Μα εγώ θα γίνω διευθύντρια;» της είπα. Λες και οι διευθυντές είναι άτρωτοι, immortal, highlander, θεοί. Αυτό νόμιζα ότι είμαι αθάνατη.

«Μη φοβάσαι και προχώρα είμαι εγώ στο πλάι σου
Στη ζωή στην ανηφόρα και στο προσκεφάλι σου»

Η γιατρός μου δίπλα μου. «Η μαστογραφία είναι σαν φωτογράφηση του playboy με υπέρυθρες» προσπαθούσε να με κάνει να γελάσω η Λύδια. Εις μάτην.

 

Από το μυαλό μου περνούσαν όλες οι στιγμές που είχα χάσει… Το ταξίδι στις Μαλδίβες που δεν έκανα με τον Νίκο. Λόγω δουλειάς. Την βάπτιση του ανιψιού μου, γιατί το καράβι είχε κολλήσει στο Μπάρι και δεν μπορούσαμε να πιάσουμε λιμάνι. Το ραντεβού με το Νίκο που θα μου έκανε την πρόταση γάμου… αλλά δεν πήγα ποτέ. Είχα meeting με τους Άραβες.

Ο εαυτός μου με είχε προδώσει για τα καλά. Τον είχα πιέσει και αντιδρούσε. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων θα τα είχα στα χέρια μου την επόμενη εβδομάδα. Άντε για μένα θα έβγαιναν σε τρεις μέρες.

Έσυρα το κορμί μου ως τα σκαλιά του ξενοδοχείου όπου θα γινόταν η πρόβα. Πλέον δεν είχα το κουράγιο να πω τίποτα. Είχα γεράσει μέσα σε μια μέρα. Ένιωθα ότι ήθελα ολικό lifting όχι ένα απλό μποτοξάκι.

Το αγέρωχο περπάτημά μου είχε αντικαταστήσει ένα ελαφρύ καμπούριασμα. Η γλώσσα του σώματος έλεγε πολλά. Φλυαρούσε. «Είσαι κουρασμένη;» μου είπε ο Πρόεδρος της εταιρείας. «Έπεσαν τα βαπόρια μου έξω…» έκανα αποτυχημένο χιούμορ. Όλως παραδόξως γέλασε.

Κρατούσα νευρικά το τηλέφωνό μου. Σαν να περίμενα κάποιον να με πάρει. Έναν δικό μου άνθρωπο.

Ναι ήταν καρκίνος. Ναι θα έπρεπε να κάνω χημειοθεραπείες. Ναι έκλαιγα όλη μέρα. Και την επόμενη εβδομάδα είχα και την προαγωγή… Πόσο λυπόμουν πια.

Η γιατρός μου δίπλα μου. «Πρέπει να το πεις στην οικογένειά σου. Σε ένα φίλο σου.»

«Το ξέρει η Lousi της το είπα χθες το βράδυ που μου νιαούριζε όλο παράπονο. Έκλαιγε μαζί μου.»

«Σύνελθε… Αν δεν το κάνεις εσύ θα το κάνω εγώ» με απείλησε.

Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Ήθελα να ξεχάσω. Όμως ο καρκίνος ήταν μια πετρελαιοκηλίδα στην ήρεμη μέχρι τότε θάλασσα της ζωής μου. Είχαν πέσει έξω τα βαπόρια μου. Το πλοίο βυθιζόταν.

«Παίρνω πάνω μου τα βάρη που η ζωή σου φόρτωσε
Γίνε πάλι παλικάρι ξέχνα ποιος σε πρόδωσε…»

Η φωνή της Ελένης Βιτάλη. Είχα πιει, είχα πονοκέφαλο και τα μάτια μου είχαν πρηστεί. «Βοήθεια… Θεέ μου σώσε με!» ούρλιαζα στο άδειο μου σπίτι. Η γάτα μου νιαούρισε τρομαγμένη και με εγκατέλειψε κι αυτή. Κρύφτηκε στο καλαθάκι της.

Θα τα καταφέρω. Θέλω να ζήσω. Θέλω να ζήσω. Θα γίνω «παλικάρι».

«Aσε τον καημό να πίνει μόνος το ποτήρι του
Και μη ξανακάνεις φίλε πάλι το χατίρι του»

«Νίκο, τι κάνεις; Συγγνώμη που σε ενοχλώ. Ήθελα απλά να ακούσω τη φωνή σου…» μιλούσα σε έναν αυτόματο τηλεφωνητή. Πόσο ανακουφίστηκα που δεν το είχε σηκώσει εκείνος.

«Ξέρεις… σε σκέφτομαι!» συνέχισα κομπιάζοντας να βγάλω από μέσα μου συναισθήματα. Δεν έβρισκα τα λόγια για να το πω. Το έκλεισα βιαστικά.

Ένα μήνυμα στο κινητό: «Hellooooo». Πάντα πρωτότυπος ο Νίκος. Δεύτερο μήνυμα, «Δεν ξέρω αν πρέπει να σου μιλάω».

Στο τρίτο μήνυμα, «Τι έχεις «δεσποινίς διευθυντής»;»

Η απάντησή μου σε μια λέξη, «Καρκίνο!»

Ο Νίκος εκείνο το βράδυ έμεινε σπίτι μου. Με άφησε να κλαίω στον ώμο του. «Θα χάσω τα μαλλιά μου. Θα χάσω τη ζωή μου;»

«Αυτή την έχεις χάσει προ πολλού. Αχ, βρε Σάντυμπελλ…» αυτό μόνο είπε.

Η ημέρα της προαγωγής πλησίαζε. Η μεγάλη γιορτή της εταιρείας. Κι εγώ ένα ράκος.

Κάθε μέρα είχα να παλεύω για τη ζωή μου. Χημειοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή. Δεν είχα γεύση. Ζέστη και κρύο. Τρελαινόμουν. «Είναι σε πρώιμο στάδιο ευτυχώς δεν θα κάνουμε μαστεκτομή» η Λύδια και τα καλά της νέα.

Μιζέρια, κλάψα και πόνος, ψυχικός. Ο σωματικός ανύπαρκτος. Η εικόνα μου είχε «τσαλακωθεί». Η σιδηρά κυρία είχε λυγίσει. Τέλος εποχής.

Η μεγάλη μέρα είχε φτάσει. Σύσσωμος ο εφοπλιστικός κόσμος, πρέσβεις όλων των χωρών και επιχειρηματίες. Μια κατάμεστη αίθουσα.

Ο Πρόεδρος και η σύζυγος στο βάθρο. Απαστράπτουσα μέσα στα λευκά, με ένα περιδέραιο από πράσινα ρουμπίνια να στολίζει το λαιμό της.

Εγώ στεκόμουν λίγο πιο εκεί. Με ένα ταγιέρ κόκκινο. Χρυσό φίδι στο λαιμό. Σαν μαγική εικόνα περιφερόμουν. Ένιωθα μια μαγική δύναμη, λες και οι Γαλάτες είχαν ρίξει το «μαγικό φίλτρο» του Αστερίξ μέσα στο ποτό μου.

Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα… «Ο Όμιλος Πάτση είναι η μεγαλύτερη δύναμη στο χώρο της ναυτιλίας. Το διαμάντι των θαλασσών. Τα οικονομικά οφέλη που αποφέρει για τη χώρα μας…» Ο υπουργός Ναυτιλίας έπλεκε το εγκώμιο του Προέδρου.

«Θέλω να ευχαριστήσω τον Υπουργό Ναυτιλίας για τα καλά του λόγια. Θα ήθελα επίσης να σας πω εκ βάθους καρδίας ένα μεγάλο ευχαριστώ για την στήριξη στον όμιλό μας. Σήμερα είναι μια μεγάλη μέρα.

Η Beizel Shipping Corporation γιορτάζει τα 50 χρόνια λειτουργίας. Ο εμπνευστής της ήταν ο πατέρας μου, ο οποίος ξεκίνησε ως βαρκάρης από την Άνδρο […]

Έχω την χαρά και την τιμή να σας παρουσιάσω τη νέα διευθύντρια της ναυτιλιακής εταιρείας μας την Σάντυ Πατεράκη. Ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του ομίλου».

Χειροκρότημα και η πρωταγωνίστρια στη σκηνή. Είμαι έτοιμη για την πρώτη ατάκα…

«Θέλω να ευχαριστήσω με τη σειρά μου τον Πρόεδρο για την τιμή που μου κάνει. Ελπίζω να φανώ αντάξια των προσδοκιών σας. Για το τέλος θα ήθελα να σας πω ότι έχω καρκίνο του μαστού. Θα νικήσω κι αυτή τη μάχη…»

Πάγωσαν όλοι. Ένα δειλό χειροκρότημα ακούστηκε από την γυναίκα του Προέδρου. Με πλησίασε και με φίλησε. «Να το πνίξεις το φίδι, όχι να σε πνίξει» μου είπε αναφερόμενη μεταφορικά στο χρυσό του λαιμού μου.

Η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα.

Είχα νικήσει κατά το ήμισυ. Είχα κάνει μια αρχή…

«Μια γυναίκα μπορεί
Να χαράξει καινούρια αρχή»