Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενέκρινε αμφιλεγόμενο έργο εξορύξεων πετρελαίου και φυσικού αερίου 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη βόρεια πλαγιά της Αλάσκας. Το έργο ConocoPhillips Willow είναι ένα από τα μεγαλύτερα project σε αμερικανικό έδαφος το οποίο περιλαμβάνει εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου σε τρεις τοποθεσίες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήτοι για δεκαετίες, στο Εθνικό Αποθεματικό Πετρελαίου, έκτασης 23 εκατομμυρίων στρεμμάτων το οποίο ανήκει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και αποτελεί την μεγαλύτερη έκταση ανεκμετάλλευτης δημόσιας γης στις ΗΠΑ.

Εκτιμάται ότι θα παράγει 576 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου σε διάστημα 30 ετών, με αιχμή τα 180.000 βαρέλια αργού ημερησίως. Αυτό το έργο είναι πιθανό να δημιουργήσει μια από τις μεγαλύτερες «βόμβες άνθρακα» στο έδαφος των ΗΠΑ, και ενδεχομένως να παράγει υπερδιπλάσιες εκπομπές από όλα τα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε δημόσιες εκτάσεις έως το 2030, μαζί. Το Γραφείο Διαχείρισης Γης του Υπουργείου Εσωτερικών αναφέρει ότι «βρήκε τη χρυσή τομή» επιτρέποντας στο ConocoPhillips να προχωρήσει με μακροχρόνιες μισθώσεις στην Αρκτική, περιορίζοντας όμως τις εξορύξεις σε τρεις τοποθεσίες αντί για πέντε, κάτι που επιδίωκε η εταιρεία. Ωστόσο, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από περιβαλλοντολόγους και από αυτόχθονες κοινότητες της Αλάσκας, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι το έργο θα επιταχύνει την κλιματική κατάρρευση και θα υπονομεύσει την επισιτιστική ασφάλεια αλλά και ότι υπονομεύει μοιραία την ατζέντα του Τζο Μπάιντεν για το κλίμα.  Συνολικά, το έργο αναμένεται να δημιουργήσει περίπου 260 εκατομμύρια τόνους αερίων θερμοκηπίου κατά τη διάρκεια ζωής του, που ισοδυναμεί με τη δημιουργία περίπου 70 νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής καύσης άνθρακα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Η έγκριση του έργου Willow είναι μια απαράδεκτη απόκλιση από τις υποσχέσεις του Προέδρου Μπάιντεν στον αμερικανικό λαό για το κλίμα και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη», δήλωσε η Λένα Μόφιτ, εκτελεστική διευθύντρια της Evergreen Action, μιας ομάδας για το κλίμα.

«Μετά από όλα όσα έκανε αυτή η κυβέρνηση για να προωθήσει τη δράση για το κλίμα και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, είναι αποκαρδιωτικό να βλέπουμε μια απόφαση που γνωρίζουμε ότι θα δηλητηριάσει τις κοινότητες της Αρκτικής και θα κλειδώσει δεκαετίες κλιματικής ρύπανσης που απλά δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά».

Η έγκριση ήρθε έπειτα από ανακοινώσεις του υπουργείου Εσωτερικών οι οποίες αναφέρουν ότι επρόκειτο να απαγορευθεί οποιαδήποτε μελλοντική εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Αρκτικό Ωκεανό των ΗΠΑ αλλά και ότι θα προστατευτούν εκατομμύρια στρέμματα γης στην Αλάσκα, τα οποία είναι σημαντικά στις ιθαγενείς κοινότητες. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Η έγκριση της κυβέρνησης Μπάιντεν καθιστά σαφές ότι η έκκλησή της για δράση για το κλίμα και την προστασία της βιοποικιλότητας μένει στα λόγια, όχι στη δράση», δήλωσε η Sonia Ahkivgak, συντονίστρια κοινωνικής προσέγγισης της ομάδας Sovereign Iñupiat for a Living Arctic.

«Η μόνη λογική λύση για την κλιματική έκτακτη ανάγκη είναι να αρνηθούμε νέα έργα ορυκτών καυσίμων όπως το Willow. Ο αγώνας μας ήταν μακρύς και επίσης μόλις ξεκίνησε. Θα συνεχίσουμε να ζητάμε να σταματήσει το Willow γιατί οι ζωές των ντόπιων και των μελλοντικών γενεών εξαρτώνται από αυτό».

Περιβαλλοντολόγοι και ορισμένες κοινότητες αυτοχθόνων της Αλάσκας αντιστέκονται στο σχέδιο λόγω φόβων για το κλίμα, την άγρια ​​ζωή και την επισιτιστική ασφάλεια.

Την Παρασκευή, ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ είπε στον Guardian ότι τα έργα αυτού του είδους είναι «απερίσκεπτα ανεύθυνα» και ότι αν επιτραπεί θα προκαλέσει «κλιματικό χάος».

« Το Willow είναι μια βόμβα άνθρακα που δεν επιτρέπεται να εκραγεί στην Αρκτική», δήλωσε ο Karlin Nageak Itchoak, ανώτερος περιφερειακός διευθυντής στη μη κερδοσκοπική Wilderness Society, μετά τη δημοσίευση της αξιολόγησης στις αρχές Φεβρουαρίου.

Σύμφωνα με το Native Movement, συλλογικότητα από την Αλάσκα, οι ειδικοί του Willow δεν έχουν κάνει ερευνήσει επαρκώς τον αντίκτυπο του έργου. Οι κάτοικοι του Nuiqsut, της πλησιέστερης τοπικής κοινότητας της Αλάσκας, έχουν μιλήσει για άρρωστα ψάρια, υποσιτισμένα καριμπού και τοξική ποιότητα του αέρα, που προκαλούνται άμεσα από την υπάρχουσα εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή της Αλάσκας έχει ήδη επηρεάσει τους πληθυσμούς των καριμπού.

Η έγκριση ήρθε μετά από μια μακρά διαμάχη.

Το πράσινο φως στο έργο δόθηκε από τον Λευκό Οίκο επί Τραμπ ωστόσο, ομοσπονδιακός δικαστής αντέστρεψε την απόφαση, κρίνοντας ότι μια περιβαλλοντική αναθεώρηση ήταν εσφαλμένη. Παράλληλα με την ανασκόπηση του Φεβρουαρίου του υπουργείου Εσωτερικών, οι αξιωματούχοι εξέφρασαν «ουσιώδεις ανησυχίες» ακόμη και για τον αντίκτυπο του περιορισμένου σχεδίου στην άγρια ​​ζωή και τις ιθαγενείς κοινότητες.

Οι δύο Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές της Αλάσκας και ο μοναδικός εκπρόσωπος του Κογκρέσου της πολιτείας, είχαν προτρέψει την κυβέρνηση να εγκρίνει το σχέδιο, το οποίο ισχυρίστηκαν ότι θα τονώσει την οικονομία της πολιτείας. Ορισμένες οργανώσεις των ιθαγενών της Αλάσκας, συμπεριλαμβανομένης της κοινότητας Inupiat της Αρκτικής Πλαγιάς και της Ομοσπονδίας Ιθαγενών της Αλάσκας, έχουν υποστηρίξει το έργο για παρόμοιους λόγους.

«Η συμφωνία θα καταστήσει δυνατό για την κοινότητά μας να συνεχίσει τις παραδόσεις μας, ενώ θα ενισχύσει τα οικονομικά θεμέλια της περιοχής μας για τις επόμενες δεκαετίες», δήλωσε ο Nagruk Harcharek, πρόεδρος της ομάδας Voice of the Arctic Iñupiat.

Ωστόσο, περιβαλλοντικές ομάδες και  άλλες φυλές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στο Nuiqsut, αντέδρασαν ισχυριζόμενοι ότι οι τυχόν θέσεις εργασίας και τα χρήματα που αποφέρει το έργο βραχυπρόθεσμα ακυρώνονται λόγω της μακροπρόθεσμης περιβαλλοντικής καταστροφής.

Η Αλάσκα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της κλιματικής κατάρρευσης, που προκαλείται από την καύση ορυκτών καυσίμων, και οι κοινότητες που περιβάλλονται από επιχειρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου υποφέρουν ήδη από κακή ποιότητα αέρα και νερού, ανισότητες στην υγεία και μειωμένες πηγές τροφίμων. Ο δήμαρχος του Nuiqsut, Rosemary Ahtuangaruak, κοινότητας περίπου των 525 ατόμων αποκάλεσε το έργο «κλιματική καταστροφή που περιμένει να συμβεί» και ανέφερε ότι θα επηρεάσει αρνητικά τη διαβίωση και την υγεία των μελών της κοινότητας.

Ο Τζο Μπάιντεν ανέστειλε τις πωλήσεις μίσθωσης πετρελαίου και φυσικού αερίου μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και υποσχέθηκε να αναθεωρήσει το πρόγραμμα της κυβέρνησης για τα ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχασε την αντίστασή της στη χρηματοδοτική μίσθωση σε έναν συμβιβασμό σχετικά με τον νόμο για το κλίμα του περασμένου έτους. Ο συνεχής εναγκαλισμός της διοίκησης για γεωτρήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει προκαλέσει αναστάτωση στους Δημοκρατικούς, με δεκάδες προοδευτικά μέλη του Κογκρέσου να γράφουν στον Μπάιντεν, προειδοποιώντας ότι το έργο Willow  «αποτελεί σημαντική απειλή για την πρόοδο των ΗΠΑ στα κλιματικά ζητήματα». Η ομάδα κάλεσε τον πρόεδρο να μπλοκάρει ένα « άστοχο έργο». Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει προσφέρει λιγότερη έκταση για μίσθωση από τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά οι περιβαλλοντολόγοι λένε ότι δεν έχει κάνει αρκετά. Ο υπουργός Εσωτερικών των ΗΠΑ, Deb Haaland, σε πρόσφατη συνέντευξή του αρνήθηκε να σχολιάσει απευθείας το Willow, αλλά είπε ότι «οι δημόσιες εκτάσεις ανήκουν σε κάθε Αμερικανό, όχι μόνο σε μια βιομηχανία».

Πηγή: Guardian

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης